Μετά από μια ουσιαστικά τετραετή απουσία από τα κινηματογραφικά δρώμενα, ο Martin Scorsese ξαναπαίρνει τον Leonardo DiCaprio και επιστρέφει με ένα ψυχολογικό θρίλερ που πολλούς θύμισε το Cape Fear και ήλπιζαν σε κάτι αντίστοιχο.
Βρισκόμαστε στην μεταπολεμική Αμερική, το 1954, σε ένα μικρό νησάκι λίγο έξω από τη Βοστώνη όπου βρίσκεται το ψυχιατρικό ίδρυμα Ashcroft όπου βρίσκονται έγκλειστοι οι πιο επικίνδυνοι ψυχασθενείς εγκληματίες. Η μυστηριώδης εξαφάνιση μιας ασθενούς, κάνει τους ομοσπονδιακούς αστυνομικούς Teddy Daniels και Chuck Aule να έρθουν στο νησί για να εξιχνιάσουν την υπόθεση. Η έρευνα είναι ιδιαίτερα δύσκολη μιας και οι υπεύθυνοι δε τους βοηθάνε ιδιαίτερα αποκρύπτοντας στοιχεία. Ταυτόχρονα φήμες για απάνθρωπα πειράματα στους ασθενείς γίνονται όλο και πιο έντονες ενώ ο Teddy ταλαιπωρείται από όνειρα και οράματα μιας και ο πρόσφατος θάνατος της γυναίκας τους δε τον αφήνει να ησυχάσει.
Με ένα από τα πιο πολλά υποσχόμενα trailers των τελευταίων ετών, το Shutter Island (και όχι Νησί των Καταραμένων μιας και η μετάφραση είναι εντελώς άσχετη με τη ταινία) ήταν καταδικασμένο σε επιτυχία. Και όμως καταφέρνει να απογοητεύσει. Η υποβλητική noir ατμόσφαιρα θέτει γερές βάσεις για μια καθηλωτική ταινία αλλά το κακό αρχίζει να φαίνεται γρήγορα. Ο χρόνος που περνάει μέχρι τη στιγμή που το κοινό αστυνομικό θρίλερ γίνεται, ή τουλάχιστον προσπαθεί να γίνει ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου είναι αρκετά μεγάλος και ο θεατής ήδη αναζητάει επίμονα την άμεση αύξηση του ενδιαφέροντός του. Προς στιγμή, αυτή έρχεται γιατί αρκετές υποιστορίες χρειάζονται να διηγηθούν που δίνουν το απαραίτητο βάθος και μυστήριο αλλά κάπου εκεί (σχεδόν) όλα τελειώνουν. Για περίπου 1+ ώρα δίνει υπερβολικά πολλά στοιχεία που σχηματίζουν πολλές θεωρίες στο θεατή για το τι πραγματικά συμβαίνει, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να αυξήσουν το επίπεδο μυστηρίου και τελικά περίπου μισή ώρα πριν το τέλος έρχεται η αποκάλυψη η οποία μπορεί να είναι η, σχετικά πιο ρεαλιστική αλλά δεν είναι σε καμιά περίπτωση πρωτότυπη ενώ σίγουρα έχει ήδη περάσει από τη σκέψη του θεατή με αποτέλεσμα να χάνεται κάθε ίχνος έκπληξης και η προσπάθεια εντυπωσιασμού να γυρίζει
μπούμερανγκ. Τα πράγματα χειροτερεύουν στο τελευταίο μισάωρο που, σα να είμαστε ανίκανοι να σκεφτούμε και να οπτικοποιήσουμε στο μυαλό μας την εξήγηση που δίνεται, ο σκηνοθέτης σπάει και μας παρουσιάζει με κάθε λεπτομέρεια αυτά που πριν λίγα λεπτά μας είχε πει ξεκάθαρα.
Το overacting του DiCaprio μπορεί να δικαιολογείται εν μέρη, αλλά παραμένει αρκετά ενοχλητικό. Στην άκρως αντίθετη πλευρά, με εκνευριστικά υποτονικές ερμηνείες βλέπουμε τους Max von Sydow, Michelle Williams και Ben Kingsley ενώ οι μόνοι που ικανοποιούν πλήρως το θεατή είναι οι Mark Ruffalo και Patricia Clarkson. Σκηνοθετικά ο Scorsese μπορεί με λίγη υπερβολή να χαρακτηριστεί εριστικός. Προσπαθεί ανελέητα να σε πείσει για τις διάφορες θεωρίες συνομωσίας χωρίς να σε αφήνει να σκεφτείς καθόλου. Η δημιουργία ατμόσφαιρας είναι εν μέρη, επιτυχημένη αλλά η ανούσια εξέλιξη της ιστορίας δε του δίνει πολλά περιθώρια.
Μπορεί πολλοί να με θέλουν να με λιντσάρουν αλλά έχω να δω πολύ καλή ταινία του Scorsese από το Gangs of New York. Ενώ όμως στις προηγούμενες οι ηθοποιοί ήταν κατά κύριο λόγο ιδιαιτέρως ικανοποιητικοί, εδώ τους παίρνει κάτω μαζί του, με αποκορύφωμα την ίσως πιο μέτρια ερμηνεία του Leonardo DiCaprio από εποχή The Beach.
5,5/10

Όλοι μας, λίγο πολύ, αγνοούμε ηθελημένα ή μη, τις τηλεταινίες και συνήθως, καλά κάνουμε γιατί η ποιότητά τους είναι αρκετά χαμηλή. Αλλά ανάμεσα στο σωρό υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις που κάθε χρόνο κερδίζουν την αναγνώριση των θεατών, έσω και σε πολύ μικρότερο βαθμό από μία κινηματογραφική ταινία.
Σε αυτή τη κατηγορία ανήκει και το You Don't Know Jack, η τελευταία ταινία του Al Pacino, στο ρόλο του αμφιλεγόμενου αμερικάνου γιατρού Jack Kevorkian που, όπως ίσως θα θυμόμαστε και από τις ειδήσεις, πριν μερικά χρόνια, έγινε παγκοσμίως γνωστός ως Dr Death μιας και βοηθούσε ανθρώπους που βρισκόταν στο τελικό στάδιο μιας ανίατης ασθένειας και υπέφεραν, να αυτοκτονήσουν. Παρακολουθούμε την ιστορία του από τη στιγμή που άρχισε να προσπαθεί να προωθήσει την ιδέα του αλλά και την κατασκευή που χρησιμοποιούσε για την ευθανασία, στην ιατρική κοινότητα η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, τον απέρριψε αλλά ο ίδιος έστω και κάτω από περίεργες συνθήκες ξεκίνησε το έργο του το οποίο όλο και λάμβανε μεγαλύτερες διαστάσεις με μεγάλο αριθμό ασθενών να ζητάει τη βοήθειά του αλλά και μεγάλο αριθμό επικριτών που τον κατηγορούσαν ως δολοφόνο. Με αιχμή του δόρατος τον καθολικό εισαγγελέα Dick Thompson που ήθελε πάση θησεία να σταματήσει αυτές τις πράξεις που προσέβαλαν ουσιαστικές αρχές της θρησκείας του, ο Kevorkian πέρασε από πολλά δικαστήρια από τα οποία και αθωώθηκε λόγο απουσίας νόμου που θεωρούσε παράνομη την βοήθεια αυτοκτονίας. Οι ασθενείς που ζητούσαν την ευθανασία του Dr Kevorkian αυξανόταν, η κοινή γνώμη είχε διχασμένη άποψη και οι κατήγοροί του γινόταν όλο και πιο σκληροί. Παρόλο που η ιστορία είναι σχετικά πρόσφατη και με γνωστή κατάληξη στους περισσότερους, θα σας αφήσω να δείτε τι συμβαίνει παρακάτω μόνοι σας…


Video games to movie adaptations, μια πικρή ιστορία του Hollywood. Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθεί να φέρει τα αγαπημένα μας παιχνίδια στη μεγάλη οθόνη με σχεδόν καταστροφικά αποτελέσματα. Οι περισσότεροι μιλάνε για κατάρα ή πιο απλά ότι είναι αδύνατο λόγω διαφοράς βάθους σεναρίου μεταξύ ενός παιχνιδιού και μιας ταινίας. Εγώ ανήκω (ή τουλάχιστον άνηκα) σε αυτούς που πιστεύουν ότι σε όλες τις μέχρι τώρα προσπάθειες, η αποτυχία οφειλόταν πάντα σε ανθρώπινο λάθος ή ανικανότητα. Πάντα κάτι έκαναν λάθος, λάθος επιλογή σκηνοθέτη ή σεναριογράφου ή πιο συχνά, δεν έπαιρναν τα projects στα σοβαρά γιατί όσο και να με ενοχλεί, οι συγκεκριμένες ταινίες έχουν ένα συγκεκριμένο κοινό που δύσκολα μπορεί να αυξηθεί
στις παράγκες μιας αρχαίας Περσικής πόλης και από τύχη βρίσκεται υιοθετημένος από το Βασιλιά της Αυτοκρατορίας, Sharaman. Ο Dastan μεγαλώνει μαζί με τα δύο αδέρφια του και επιδεικνύει σπουδαίες ικανότητες στη μάχη εκμεταλλευόμενος τις free-running δυνατότητες του προκαλώντας το θαυμασμό αλλά και τη ζήλια. Η αδικαιολόγητη απόφαση του μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του θρόνου να επιτεθεί στην ιερή πόλη του Alamut με τη δικαιολογία ότι πουλάει οπλισμό στους εχθρούς, τον βρίσκει αντίθετο αλλά σαν σωστός αδερφός ακολουθάει και βοηθάει στην κατάληψη της πόλης όντας μάλιστα καταλυτικός παράγοντας της επίθεσης. Σαν δώρο στο βασιλιά για την κατάκτηση προσφέρει μια ιερή κάπα η οποία όμως αποδεικνύεται δηλητηριασμένη και προκαλεί το θάνατο του βασιλιά και την επικήρυξη του Dastan ως δολοφόνο. Στη προσπάθεια του να αποδείξει την αθωότητά του έχει στο πλευρό του την πριγκίπισσα Tamina, ιερή φύλακα της πόλης του Alamut που ξέρει το μυστικό που κρύβεται κάτω από τη πόλη και τι ακριβώς είναι η άμμος του χρόνου αλλά και τον σεΐχη Amar, έναν απατεώνα εμπόρου που διοργανώνει αγώνες με στρουθοκαμήλους!
δευτερεύοντα χαρακτηριστικά από ονόματα μέχρι τοποθεσίες και καταστάσεις ώστε να μετατραπεί από μια ιστορία ενός παιχνιδιού σε ένα παραμυθένιο κινηματογραφικό έπος, ο Mechner με τους σεναριογράφους Boaz Yakin, Doug Miro και Carlo Bernard φτιάχνει μια ικανοποιητική ιστορία που έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία ενός καλού blockbuster όπως έντονη δράση, ψευτο-plot twists, χιούμορ, δραματικότητα και ένα παραμυθένιο φινάλε. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο καλά όσο ακούγονται. Η ιστορία ξέρεις πως ακριβώς θα εξελιχθεί από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό με αποτέλεσμα να κάνει όλες τις story-driven σκηνές να είναι ιδιαιτέρως κουραστικές μιας και ξέρουμε τι ακριβώς θα πούνε και απλά τους ακούμε να το λένε. Σκηνοθετικά , ο Newell είναι ικανοποιητικός με εντυπωσιακά μαγικά πλάνα και έντονες σκηνές δράσης αλλά και εδώ τα μειονεκτήματα είναι αρκετά με κυριότερο, εκτός από το κακό μοντάζ, τα κακοφτιαγμένα μεγάλης έκτασης ειδικά εφέ. Τα κοντινά εφέ όπως αυτό που χρησιμοποιείται κατά τη χρήση του dagger of time είναι
εξαιρετικά αλλά τα αντίστοιχα κατά τη διάρκεια των parkour σκηνών είναι κάκιστα καταστρέφοντας σχεδόν τις εντυπωσιακές κατά τ'άλλα σκηνές μεταξύ των οποίων και μίας από τις τελικές σκηνές που τόσο διαφημίστηκε και στο trailer. Όσο για τους πρωταγωνιστές, πολλές ήταν οι φωνές που διαμαρτύρονταν πως μπορούσαν να πείσουν οι Gyllenhaal και Arterton για Πέρσες. Απλά δε μπορούν, ειδικά η ολόλευκη Αγγλίδα Arterton αλλά αυτό δε νομίζω ότι θα ενοχλήσει κανέναν. Παρ’όλα’ αυτά και οι δύο τους τα καταφέρνουν ιδιαιτέρως καλά χωρίς όμως να είναι ιδιαιτέρως διασκεδαστικοί. Η πανέμορφη Gemma σχεδόν δε κουνάει το δαχτυλάκι της και απλά συμπορεύεται με τον πρίγκιπα προσπαθώντας να σώσει το κόσμο και ο Jake έχει ένα ρόλο που περισσότερο θυμίζει τον Will Turner παρά τον Jack Sparrow όπως πολλοί ήλπιζαν. Πολύ καλός (άλλωστε είναι ο Donnie Darko) αλλά τίποτα που μπορεί να κάνει το
χαρακτήρα του αξιομνημόνευτο. Άξιος αναφορά είναι ο Alfred Molina σε ένα ρόλο απατεωνίσκου-εμπόρου-σεΐχη που μπορεί επίσης να έχουμε ξαναδεί αλλά είναι πραγματικά αγνώριστος, και εξαιρετικά διασκεδαστικός σε μια θεότρελη ημιάγρια ερμηνεία. 
Του πήραν το όνομα για να του δώσουν τη ζωή. Ένας νεαρός άνδρας που μόλις αποφυλακίστηκε και προσπαθεί να βρει το δρόμο του στη κοινωνία. Μια σύνοψη που σίγουρα έχουμε ξανακούσει και ίσως μας περνάει και αδιάφορη αφού ξέρουμε τι περίπου να περιμένουμε από την εξέλιξή της σε μια κινηματογραφική ταινία. Το Boy A ΔΕΝ είναι μια τέτοια ταινία.
ώστε να μη στιγματιστεί μετά την αποφυλάκισή του. Στα 11 του διέπραξε μαζί με έναν φίλο του μια βίαιη δολοφονία ενός συνομήλικου κοριτσιού που συγκλόνισε την τότε κοινωνία. Το πως και γιατί έγινε αυτή η πράξη είναι μόλις ένα μικρό παραθυράκι στην ιστορία με σκοπό να εξηγήσει και όχι να τη δικαιολογήσει. Με αυτό το νέο όνομα και με τη βοήθεια του Terry, ενός ανθρώπου που αναλαμβάνει να βοηθήσει τους αποφυλακισμένους να κάνουν μια νέα αρχή, βρίσκεται ξαφνικά στη κοινωνία κάνοντας τα πάντα για να τα καταφέρει αλλά ποτέ δε μπορεί να ξεπεράσει ότι είναι ο Eric, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κρυφτεί ώστε να μην αναγνωρίσουν τον ενήλικο πια, νεαρό εγκληματία.
Με μια πανέξυπνη, ανθρώπινη, συγκλονιστική, τραγική ιστορία, ο John Crowley σκηνοθετεί τον άγνωστο Andrew Garfield που είδαμε και στο Doctor Parnassus με απόλυτη μαεστρία να προσπαθεί να βρει τον εαυτό του στη πόλη του Manchester, εμπλουτίζοντας τον κυνικό ρεαλισμό της πραγματικότητας με χαμηλή νεοορχηστρική μουσική και οσκαρικού επιπέδου μοντάζ προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα συμπόνιας ενώ ταυτόχρονα βάζει το ερώτημα του τι θα κάναμε εμείς στη θέση, όχι του πρωταγωνιστή αλλά της κοινωνίας. Ένα συγκλονιστικό φινάλε που αφήνει το θεατή να βάλει τη τελευταία πινελιά κάνει το Boy A μια από τις αυθεντικότερες και πιο ουσιώδης ταινίες της χρονιάς.
Πριν μερικές δεκαετίες, ο George Romero αποτελούσαν μαζί με τον Dario Argento τους masters of horror. Στις μέρες μας όμως οι ταινίες τους είναι δυστυχώς κακέκτυπα της παλιάς τους δόξας και πολλοί είναι αυτοί που τους (παρα)καλούν να βγουν επιτέλους στη σύνταξη.
ranchise και ενώ τοποθετείται χρονικά την εποχή του Night of the Living Dead, τα γεγονότα συμβαίνουν στη σημερινή εποχή. Είναι, πιο απλά, η γνωστή ιστορία της αφύπνισης των νεκρών μέσα από τα μάτια, ή πιο συγκεκριμένα τη κάμερα, μιας ομάδας ερασιτεχνών κινηματογραφιστών οι οποίοι γυρνούσαν μια ταινία όταν ξέσπασαν τα γεγονότα και απλά προσπαθούν να φτάσουν σπίτια τους με κάθε δυνατό τρόπο ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτουν το μέγεθος της εξάπλωσης.
ν αμείωτο παρά την ουσιαστική απουσία storyline και είχε μερικές αρκετά αξιόλογες σκηνές που κέρδιζαν πολλά από την handheld οπτική. Όμως για κάποιο αυτοκαταστροφικό λόγο, κάθε τρεις και λίγο ο Romero αυτογελοιοποιείται με σκηνές παρωδίας που καταστρέφουν κάθε ίχνος ατμόσφαιρας και το μόνο που σου προκαλεί είναι τον εκνευρισμό. Αποφάσισε ο Romero ότι ξόφλησε και άρχισε να αυτοπαρωδείται ή απλά είναι τόσο κακογυρισμένες που μοιάζουν σαν παρωδία. Προσωπικά πιστεύω στην πρώτη εκδοχή αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος. 
Κάτι τέτοιες μέρες συνειδητοποιείς ότι το Hollywood έχει αλλάξει… τουλάχιστον το ημερολόγιό του γιατί μου είναι δύσκολο να θυμηθώ πότε είδα τη τελευταία καθαρή άμυαλη badass περιπέτεια που κάποτε ήταν σήμα κατατεθέν της αμερικάνικης βιομηχανίας. Στην κάποτε νεκρή καλοκαιρινή περίοδος έχουν πια συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτών των ταινιών και το The Losers είναι απλά το πρώτο ορεκτικό.
όποιον δώσει τα περισσότερα και είναι υπεύθυνος πίσω από την απόπειρα δολοφονίας της ομάδας.
Ένας από τους θεσμούς που δέχονται όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα είναι τα Goya Awards ή όπως τα έχουμε ακούσει πολλοί, τα Ισπανικά Όσκαρ. Ο μεγάλος θριαμβευτής της περσινής χρονιάς ήταν η ταινία Camino που αντίθετα με τους νικητές άλλων ετών, σχεδόν εξαφανίστηκε και δεν είχε ουσιαστική κινηματογραφική πορεία παρά τα πολλά βραβεία που συγκέντρωσε στα φεστιβάλ στη χώρα του.
τις κατακρίνει, κάτι που μπορεί να ακούγεται δημοκρατικό και φιλελεύθερο αλλά δεν ήταν καθόλου κινηματογραφικά νεμεσιακό χάνοντας την αξία των όσων μας έδειξε.

Φαίνεται ότι τα κακά παιδιά του Hollywood άρχισαν να βάζουν μυαλό. Τα αποτελέσματα είναι αδιαμφισβήτητα θετικά και για τους ίδιους αλλά και για εμάς γιατί ξαναβλέπουμε ηθοποιούς όμως ο Robert Downey Jr και ο Woody Harrelson να ερμηνεύουν ρόλους όπως λίγοι μπορούν. Η επιβεβαίωση για την συνεχή ανοδική πορεία του τελευταίου είναι η πρόσφατη υποψηφιότητα του για β’ ανδρικό ρόλο στη ταινία του Oren Moverman, The Messenger.
Ο Ισραηλινός σεναριογράφος της βιογραφίας του Bob Dylan, I'm Not There, αναβαθμίζει το ρόλο του αναλαμβάνοντας και τη σκηνοθεσία μιας ιστορίας δύο βετεράνων στρατιωτικών που έχουν το ρόλο των “αγγελιοφόρων του θανάτου”. Ο Will Montgomery μετά από τη θητεία του στο Αφγανιστάν γυρνάει στη πατρίδα ως ήρωας αλλά λόγο ενός τραυματισμού στο μάτι του δίνεται ως πόστο, αυτό του αγγελιοφόρου συλλυπητηρίων. Μαζί με τον “παλιό” Tony Stone έχουν τη τραγική ευθύνη να ενημερώνουν τους συγγενείς των πεσόντων στρατιωτών για το θάνατό τους με όσο το δυνατό πιο αυστηρό και “στρατιωτικό” τρόπο. Φυσικά μόνο ευχάριστο δεν είναι αυτό το πόστο για τον μάχιμο Will αλλά μέσα από μια δύσκολη σχέση με τον Tony προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή του έχοντας να αντιμετωπίσει τα μεταπολεμικά τραύματα αλλά και την high school sweetheart Kelly, η οποίο κατά τη θητεία του, συνέχισε τη ζωή της με κάποιον άλλον. Το αναπάντεχο όμως σε αυτή τη πορεία είναι η περίεργη σχέση που αναπτύσσει με τη χήρα ενός από τους πεσόντες στην οποία πήγε να ανακοινώσει το θάνατο του συζύγου της.
Το The Messenger είναι μια δραματική αλλά όχι δακρύβρεχτη μεταπολεμική ιστορία, με εξαιρετικές ερμηνείες από τους Woody Harrelson, Ben Foster, Samantha Morton αλλά και από τους Steve Buscemi και Jena Malone σε μικρότερους ρόλους και μια δεμένη σκηνοθετική ματιά που όμως χάνει μεγάλο μέρος από τη γοητεία της λόγω μιας από τις υποιστορίες και της επιλογής της ταλαντούχας μεν, αταίριαστης δε Morton.
Με το Gran Torino, ο Clint Eastwood έδειξε σημάδια… "ξεμωράματος" και αρκετοί φοβήθηκαν ότι αυτό ήταν και ο τέλος. Ο 80χρονος όμως σκηνοθέτης (μιας και έχει δηλώσει ότι δε θα ξαναπεράσει μπροστά από την κάμερα) φαίνεται ότι έχει ακόμα πολλά να δώσει κάνει το μεγάλο comeback με το Invictus, μια αληθινή ιστορία στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 στη Νότια Αφρική του Νέλσον Μαντέλα.
Αφρικής και των ρατσιστικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν σε επικίνδυνο βαθμό. Ο Μαντέλα, ένας χαρισματικός πολιτικός και άνθρωπος κάνει τα πάντα για να κρατήσει τις ισορροπίες ώστε να μην αρχίσουν οι εχθροπραξίες και ταυτόχρονα να ανασυντάξει την χώρα του μετά από μία σχεδόν 50ετή περίοδο ρατσιστικών διωγμών και εχθροπραξιών. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ενώσει το έθνος και τον βρήκε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα rugby που θα διοργάνωνε η χώρα του το καλοκαίρι του 1995. Μια επικροτούμενη από τον ίδιο, επιτυχία σε ένα τόσο δημοφιλές άθλημα, και ειδικά της εθνικής ομάδας που ήταν σύμβολο του απαρτχάιντ, θα μπορούσε να ενώσει το λαό και για αυτό το σκοπό έκανε τα πάντα. Το πρόβλημα ήταν όμως ότι μια ομάδα αποτελούμενη από μόνο έναν μαύρο και όλους τους υπόλοιπους λευκού, εκτός από τη κακή αγωνιστική της κατάσταση, έπρεπε να κερδίσει και τη συμπάθεια ολόκληρου του πληθυσμού. Το αν και πως το κατάφερε θα το δείτε στη ταινία…
Ο Νέλσον Μαντέλα είναι (ή μας παρουσιάζεται ως) ένας πανέξυπνος, ευγενικός, με χιούμορ και χαρακτήρα, πολιτικός και άνθρωπος με μια εκπληκτική επιρροή στους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή που προκαλεί τον άμεσο και απόλυτο σεβασμό. Κάνει σκληρές επιλογές χωρίς να σκέφτεται το πολιτικό κόστος με απώτερο σκοπό να ενώσει το έθνος του δουλεύοντας μέρα νύχτα σε σημείο εξάντλησης. Αυτός είναι ο Μαντέλα που μας παρουσιάζει ο Clint Eastwood και χωρίς να έχω τις ιστορικές γνώσεις να σχολιάσω την αλήθεια των λεγομένων του, είναι κινηματογραφικά εκπληκτικά ενδιαφέρων χαρακτήρας που πραγματικά θες να δεις την επόμενή του κίνηση. Αλλά ίσως να μην ήταν τόσο ενδιαφέρον αν δεν τον υποδυόταν ο μεγάλος Morgan Freeman σε ένα ρόλο φτιαγμένο για τον ίδιο αφού ήταν και επιλογή του ίδιου του Μαντέλα και αποδεικνύεται χρυσάφι. Τρομακτικά όμοιος με τον Νοτιοαφρικανό ηγέτη φυσιογνωμικά, στο τρόπο ομιλίας του, στις κινήσεις του, πραγματικά ανατριχιαστικά καλός. Σε δεύτερο ρόλο αλλά το ίδιο καλός και ο Matt Damon στο ρόλο του αρχηγού της εθνικής ομάδας rugby που προερχόμενος από μία “οικογένεια του απαρτχάιντ” έχει το
δύσκολο έργο να φέρει εις πέρας τη δύσκολη αποστολή που ο Μαντέλα του δίνει. Παρά τα αντιρατσιστικά κλισέ, για τα οποία από πολλούς κατηγορήθηκε, ο Eastwood φτιάχνει μια ταινία που περνάει “νερό” αποφεύγοντας να πέσει στη λόμπα του αθλητικού δράματος μέχρι… λίγο πριν το τέλος. Κάπου εκεί όμως, τον πιάνει το αμερικάνικό του και δείχνει, όπως χαρακτηριστικά θα έλεγε ένας αθλητικογράφος, “εκτεταμένα στιγμιότυπα” από τον τελευταίο και πιο σημαντικό αγώνα, τα οποία όμως διαρκούν υπερβολικά πολύ και για ένα κοινό που δε ξέρει και τους κανόνες του παιχνιδιού προκαλεί μια γρήγορη κούραση ενώ ταυτόχρονα ρίχνει στο ρινγκ και το μεγαλύτερο κλισέ του “ανεβαστικού” λόγου του αρχηγού προς του συμπαίκτες του για τη νίκη. Ευτυχώς, όλη η διάρκεια της ταινία είναι τόσο καλή που έστω και δύσκολα, σε κάνουν να ξεχνάς αυτές τις τραγικές σκηνοθετικές επιλογές που παραλίγο να “σπάσουν τα αυγά” του Invictus.