29 Ιουνίου 2010

Green Zone review

green_zoneΕίναι δεδομένο ότι παρά τις υπόλοιπες προσπάθειες του, 40χρονου πια, Matt Damon, η δεκαετία του 2000 άνηκε στον Jason Bourne. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η σειρά δεν άξιζε τη φήμη που απέκτησε αλλά ο ηθοποιός ταυτίστηκε υπερβολικά με το ρόλο σε σημείο να γίνει αντιπαθής σε αυτούς που δε τους άρεσε η σειρά και να ξεχάσουν ότι έχει κάνει πριν τα Bourne αλλά και κατά τη διάρκεια τους. Με τον Damon να αποτελεί πια παρελθόν (;;;) από τη σειρά αφού αν αυτή συνεχιστεί, ο τελευταίος πιθανότατα δε θα επιστρέψει, έπρεπε να προχωρήσει σε νέες δουλειές αλλά όχι και νέες συνεργασίες αφού για τρίτη φορά μετά τα Bourne Supremacy και Bourne Ultimatum, συνεργάζεται με τον βρετανό σκηνοθέτη Paul Greengrass σε μια ταινία που εκ πρώτης όψεως μοιάζει αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες συνεργασίες τους αλλά δε σημαίνει και ότι είναι.

Green Zone Call Sheet No. 6 for Friday 7th November.Βρισκόμαστε στο 2003, ο Roy Miller είναι ένας αξιωματικός του αμερικάνικου στρατού που τοποθετήθηκε εδώ και μερικές εβδομάδες στο Ιράκ, σαν αρχηγός της ομάδας υπεύθυνης για να βρει τα όπλα μαζικής καταστροφής, το λόγο που η αμερικάνικη κυβέρνηση τόνισε περισσότερο σαν βασική αιτία της εισβολής. Μαζί με την ομάδα στρατιωτών του, επί εβδομάδες ακολουθούν τις πληροφορίες που τους δίνουν οι ανώτεροί τους αλλά δε βρίσκουν απολύτως τίποτα. Οι συνεχής άσκοπες αποστολές έχουν εκνευρίσει τον Miller αφού σε μια τέτοια εμπόλεμη περιοχή, χάνει συντρόφους του χωρίς ουσιαστικό λόγο, αποφασίζει να ψάξει από που έρχονται αυτές οι πληροφορίες. Αυτά που θα μάθει θα τον φέρουν αντιμέτωπο με έναν “εμφύλιο” ανάμεσα στους κυβερνητικούς αμερικάνους και τη CIA στο έδαφος του Ιράκ, αναγκάζοντάς τον να πάρει θέση με έναν από τους δύο με αποτελέσματα πολύ έντονα από ένα απλό παιχνίδι εξουσίας.

Η ιστορία που ανέλαβε να γυρίσει ο Greengrass είναι “θεωρητικά αληθινή” και βασίζεται στο βιβλίο του Ινδοαμερικάνου δημοσιογράφου Rajiv Chandrasekaran της Washington Post που είχε σκοπό να επιδείξει το τρόπο που η Αμερική χειρίστηκε την μετά-Σαντάμ εποχή στο Ιράκ. Το Green Zone (που αρχικά είχε τον πολύ πιο ενδιαφέρον τίτλο Imperial Life in the Emerald City, τον τίτλο δηλαδή του βιβλίου στο οποίο βασίζεται) είναι ένα κράμα πολιτικού θρίλερ και πολεμικής ταινίας με τα δύο στοιχεία να ακροβατούν στο 50-50. Δυστυχώς όμως το σενάριο του Brian Helgeland που μας έχει συνηθίσει σε πιο…ελαφριά γραπτά όπως τα A Knight's Tale και The Taking of Pelham 1 2 3, έχει μια, αν όχι ασόβαρη, τουλάχιστον light άποψη για το πόσο σημαντική είναι μια εισβολή κάνοντας έναν στρατιωτικό όμως ο Miller να το παίζει Bourne και να προσπαθεί μόνος του να ξεσκεπάσει ένα τεράστιο ψέμα. Υπάρχουν κανόνες στο κινηματογράφο που πρέπει να σπάνε μόνο με κάτι καλύτερο, και ο Helgeland σίγουρα δεν έχει τα φόντα.

Όσο για τη σκηνοθεσία του πολυβραβευμένου Βρετανού, όλοι ξέρουμε την διαολεμένη ταχύτητα του μοντάζ του και τις μινιμαλιστικές αλλά εντυπωσιακότατες σκηνές δράσης που κάνουν τις ταινίες του να ξεχωρίζουν. Και τα δύο παραπάνω στοιχεία υπάρχουν στο Green Zone, το πρόβλημα είναι ότι το Green Zone δεν είναι μια απλή περιπέτεια και τα παραπάνω συστατικά πέφτουν λίγο βαριά και μη ρεαλιστικά. Βέβαια καταφέρνει να κρατήσει έναν εξαιρετικό ρυθμό σε ολόκληρη τη ταινία αλλά κάπου εκεί, λίγο πριν το τέλος, βάζει ένα μεγάλης διάρκειας και έκτασης κυνηγητό στα σοκάκια της Βαγδάτης που φέρνει στο μυαλό την αντίστοιχη σκηνή στο Bourne Ultimatum, αλλά εδώ, αντίθετα με τη προηγούμενή του ταινία, δε ταιριάζει καθόλου, προκαλώντας …δε μπορώ να βρω άλλη λέξη από “ξενέρωμα”.

Οι ικανοποιητικές ερμηνείες από τον Matt Damon και τους συμπρωταγωνιστές του Greg Kinnear, Brendan Gleeson, Amy Ryan, Jason Isaacs αλλά κυρίως τον, κάποτε ερασιτέχνη Khalid Abdalla που μετά τα United 93 και The Kite Runner, μας εντυπωσιάζει για μια ακόμη φορά, δε φτάνουν για να προκαλέσουν μια ανάλογη επιτυχία με το The Hurt Locker που η Universal Pictures ήλπιζε. Το Green Zone είναι μια ταινία εύκολη στη παρακολούθηση, που δε θα σας κάνει να βαρεθείτε αλλά μοιάζει τόσο ρηχή σε σχέση με το θέμα που καταπιάνεται που σε αφήνει σχεδόν αδιάφορο.

 

6/10

 

27 Ιουνίου 2010

Remember Me [Να Με Θυμάσαι] review

remember_meΜέχρι προσφάτως, θεωρούσα ότι η σειρά των ταινιών Twilight κατέστρεφε μόνο τη καριέρα της πρωταγωνίστριας του, Kristen Stewart μιας και ήταν η μόνη ηθοποιός αναγνωρισμένης αξίας με μια αξιόλογη δεκαετή καριέρα για την ηλικία της. Τώρα έρχεται το Remember Me για να μου αλλάξει τη θεωρία…

O Tyler Hawkins είναι ένας 21χρονος φοιτητής που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να βρει τον εαυτό του μετά την αυτοκτονία του μεγαλύτερού του αδερφού. Είναι λίγο επαναστάτης, λίγο παλληκαράς χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες. Οι σχέσεις του με την οικογένειά του είναι το ίδιο πολύπλοκες με τον Tyler να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με τον πολυεκατομμυριούχο επιχειρηματία πατέρα του, θεωρώντας τον εν μέρη υπεύθυνο για την αυτοκτονία του αδερφού του λόγω της αδιαφορίας του η οποία συνεχίστηκε προς τον ίδιο αλλά και προς τη μικρότερη αδερφή του, στην οποία έχει απεριόριστη αδυναμία. Μια συγκυρία, ένα στοίχημα, φέρνουν κοντά τον Tyler με την Ally, μια συμφοιτήτρια που ζει με τον υπερπροστατευτικό πατέρα της μετά την προ 10ετίας δολοφονία της μητέρας της μπροστά στα μάτια της μικρής.

image

Η παθιασμένη σχέση των δύο νέων, οι οικογενειακές σχέσεις αλλά και η παντοδύναμη μοίρα είναι τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο πρωτάρης σεναριογράφος Will Fetters και τα καταφέρνει κάτι παραπάνω από περίφημα. Μπορεί με τη πρώτη ματιά να ακούγεται σαν ένα ακόμα αισθηματικό δράμα, και με αυτή τη προοπτική ξεκίνησα να το βλέπω και κατ’ επέκταση με πολύ χαμηλές, αν όχι μηδενικές προσδοκίες. Όμως, η ομαλότατη ροή που λίγο πριν αρχίσει να κουράζει, σε τραβάει απ’ τα μαλλιά για να ξανακαρφώσεις τα μάτια σου στην οθόνη, οι πανέξυπνοι κοφτοί διάλογοι, χωρίς σάλτσες και υπερβολικές φανφάρες, που επιτηδευμένα αποφεύγει το μελόδραμα, δημιουργώντας αξιαγάπητους, ρεαλιστικούς χαρακτήρες, φέρνουν ένα από τα καλύτερα σενάρια των τελευταίων ετών μπροστά σας.

Ο, κυρίως τηλεοπτικός, σκηνοθέτης Allen Coulter δε θέλει να εντυπωσιάσει, δε θέλει να σοκάρει, δε θέλει να προκαλέσει. Θέλει να υπηρετήσει το σενάριο που έχει στα χέρια του και το καταφέρνει άψογα. Απόλυτο έλεγχο της δράσης και του τι συμβαίνει γύρω από τους ήρωες του, επαρκή στοιχεία ανθρωπιάς αλλά και αντικρουόμενης ψυχολογίας που αποτυπώνονται με μειωμένο contrast και κλειστά αλλά όχι κοντινά πλάνα στους χαρακτήρες για να δούμε όχι μόνο τους ίδιους αλλά το κοντινό περιβάλλον τους. Όσο για τους ηθοποιούς, όπως είπα και στην εισαγωγή, μου χαλάει όλη τη θεωρία την στρατιάς ατάλαντων των Twilight, μιας και ο μέχρι πρόσφατα, παντελώς αχώνευτος Robert Pattinson, μας χαρίζει μια ερμηνεία που δύσκολα θα ξαναδούμε από έναν τόσο νέο ηθοποιό. Χαμηλοί τόνοι, απόλυτα πειστικός στη κάθε του λέξη και έκφραση σε σημείο να γίνεται πραγματικά συμπαθής. Στα ίδια υψηλά επίπεδα κυμαίνονται και οι συμπρωταγωνιστές του Pierce Brosnan, Chris Cooper, Lena Olin, Tate Ellington, ακόμα και η μικρή Ruby Jerins που υποδύεται την μικρή αδερφή του Tyler και έχει μερικούς αξιομνημόνευτους διαλόγους με τον τελευταίο. Λίγα σκαλιά πιο κάτω, η πρωταγωνίστρια Emilie de Ravin, γνωστή κυρίως ως Claire από τη σειρά Lost και από μικρές συμμετοχές στα Public Enemies και The Hills Have Eyes, που όχι ακριβώς δε πείθει, το αντίθετο μάλιστα, αλλά χάνει στη σύγκριση.

image

Φτάσαμε στο φινάλε. Όχι μόνο το φινάλε της κριτικής μου αλλά κυρίως στο φινάλε της ταινίας. Για πολλούς είναι ο μόνος λόγος παρακολούθησης της ταινίας μιας και το σοκ είναι πραγματικά τεράστιο. Το πρόβλημα στη περίπτωσή μου ήταν ότι δε σκόπευα να δω τη ταινία και έτσι είχα διαβάσει τι είναι αυτό το περιβόητο φινάλε από πριν και φυσικά είχα πάθει πλάκα. Λαμβάνοντας υπόψη και αυτό το στοιχείο, οι προσδοκίες μου για τη ταινία ήταν σχεδόν μηδαμινές. Ίσως και αυτό έπαιξε ρόλο, που μετά το τέλος της, τη θεώρησα μία από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων ετών αφού ακόμα και που ήξερα το φινάλε, η όλη ψυχολογία που σου δημιουργούσε σε συνδυασμό με το τρόπο παρουσίασης της τελικής σκηνής, ήταν απλά εξαίσιες.

8/10

 

23 Ιουνίου 2010

I Love You Phillip Morris review

I-Love-You-Phillip-Morris-poster Το φαινόμενο μια ταινία να είναι έτοιμη και ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι κάποιας εταιρίας δεν είναι καινούριο. Το περίεργο είναι όταν αυτή η ταινία έχει πάρει θετικές κριτικές όπου έχει προβληθεί και παρ’ ολ’ αυτά, για κάποιο λόγο η ημερομηνία κυκλοφορίας αργεί ακόμα και χρόνια όπως το πρόσφατο Trick 'r Treat. Στο I Love You Phillip Morris, η αργοπορία δεν ήταν τόσο μεγάλη αλλά η ημερομηνία εξόδου άλλαξε πάρα πολλές φορές μέχρι να καταφέρει τελικά να κάνει την εμφάνισή του στις αίθουσες το φετινό καλοκαίρι.

Ο Steven Russell είναι ένας αστυνομικός, ευτυχισμένος οικογενειάρχης, παντρεμένος και με μία κόρη που τους λατρεύει αλλά πάντα κάτι καταπιεζόταν μέσα του. Ήξερε πάντα ότι είναι gay αλλά δεν το είχε είχε πει ποτέ αλλά δε αυτό δε σημαίνει ότι μπορούσε να συγκρατήσει τις ορμές του. Ώσπου έρχεται μια μέρα που ένα φαινομενικά άσχετο γεγονός τον κάνει να ξεσπάσει, παραδέχεται τη σεξουαλική του ταυτότητα, αφήνει την οικογένεια του και πάει στη Florida όπου ζει την απελευθερωμένη gay ζωή. Όμως ανακαλύπτει ότι για να τη ζήσει έτσι πρέπει να έχει και να ανάλογα έσοδα τα οποία φυσικά δεν έχει αλλά η το κοφτερό μυαλό του βρίσκει τρόπους με μικροαπατεωνιές να βγάζει όχι μόνο τα προς το ζην αλλά να ζει μια πολυτελή ζωή. Ώσπου κάποια στιγμή τον πιάνουν, τον κλείνουν φυλακή όπου γνωρίζει τον Phillip Morris, και αμέσως “δένονται”. Σκηνές απόλυτου gay ρομαντισμού πίσω από τα σίδερα! Ο Steven αφήνεται ελεύθερος και χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του από τα νομικά βιβλία που διάβασε στη φυλακή και μπόλικη τύχη καταφέρνει να ελευθερώσει και τον μεγάλο του έρωτα Phillip παριστάνοντας τον δικηγόρο, κάτι που φυσικά δεν ήταν. Ελεύθεροι και ωραίοι κάνουν τη ζωή τους αλλά ο Steven βρίσκει όλο και μεγαλύτερους τρόπους-κομπίνες να εξασφαλίσει μια πολυτελή ζωή μέχρι να τον ξαναπιάσουν, να ξαναμπεί στη φυλακή, να ξανασκαρώσει κάποια κομπίνα για να βγει ξανά ελεύθερος, και ξανά από την αρχή. Και όλα αυτά προσπαθώντας να κρατήσει τον Phillip με τον τελευταίο να είναι εντελώς αντίθετός με όλες τις παραπάνω κομπίνες.I_LOVE_YOU_PHILLIP_MORRIS_-_REDUX-e25d8

Το I Love You Phillip Morris, έχει λανθασμένα χαρακτηριστεί ως κωμωδία ενώ είναι μια “απλή, τυπική” ρομαντική κομεντί όσο τυπική μπορεί να είναι μια ρομαντική ιστορία με gay theme. Το δίδυμο των σκηνοθετών, Glenn Ficarra και John Requa που μας έχουν δώσει το σενάριο του Bad Santa, βρίσκουν τρόπους να “προσπεράσουν” το gay theme, όσο είναι αυτό δυνατό και να φτιάξουν μια ρομαντική κωμωδία χωρίς να υπερτονίζουν τα gay στοιχεία ώστε να προκαλέσουν το γέλιο. Αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό όταν περίπου μετά το 1/3 της ταινία, το κυρίαρχο είδος αλλάζει και γίνεται ένα μικρό Catch Me If You Can με τον Steven να στήνει τη μία πανέξυπνη κομπίνα μετά την άλλη μέχρι το τελικό μεγάλο κόλπο.

Με δύο τεράστια ονόματα όπως τους Jim Carrey και Ewan McGregor στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, είναι εμφανές ότι σε καμιά περίπτωση, η ταινία δε προσπαθεί να παρωδήσει άτομα και καταστάσεις παρά να διηγηθεί μια πραγματική ιστορία που έχει πολύ περισσότερες ιδιαιτερότητες από μια απλή ρομαντική ιστορία. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι εμβαθύνουν ιδιαίτερα σε κάποια από τις κομπίνες παρά τις παρουσιάζουν επιφανειακά ώστε να τονίσουν τη διαολεμένη ευφυΐα και πονηριά του Steven Russell.I-Love-You-Phillip-Morris

Έξυπνοι διάλογοι, γρήγορη σκηνοθεσία που προκαλεί χωρίς να σοκάρει, δυο πρωταγωνιστές όπως δεν έχουμε ξαναδεί (ειδικά ο McGregor είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι είναι πραγματικά ο ίδιος ηθοποιός που έχει παίξει στα Star Wars, Angels & Demons και τόσα άλλα!) σε πολύ καλές ερμηνείες αλλά αυτό δεν αποτρέπει τη ταινία να είναι μια “απλή” ρομαντική κομεντί με το ταβάνι που το είδος του επιβάλλει. Δεν έχει τα έντονα συναισθήματα μιας αισθηματικής κομεντί, ούτε τη συγκίνηση μιας δραματικής κομεντί και φυσικά δεν είναι σε καμιά περίπτωση κωμωδία. Το ίδιο το είδος της, την περιορίζει στη μετριότητα και ενώ δε γίνεται σε καμιά περίπτωση κουραστική, τη βλέπεις και αφού τελειώσει, τη ξεχνάς σε μόλις λίγα λεπτά.

 

5,5/10

20 Ιουνίου 2010

Solomon Kane review

457x610 Solo mon K Αρκετοί ίσως γνωρίζουν τον Τεξανό pulp μυθιστοριογράφο Robert E. Howard από τον χαρακτήρα του Conan και τους υπόλοιπους ήρωες που γνωρίσαμε στην εποχή της Hyborian Age. Όμως πριν τον Conan, ο Howard είχε ασχοληθεί και με έναν άλλο ήρωα που σήμερα, για πρώτη φορά μετά τη πρώτη εμφάνισή του το 1928 βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη, τον πουριτανό εκδικητή, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται, τον Solomon Kane. solomon_kane10

Αγνοώντας το υπόβαθρο που έστησε ο Howard στα βιβλία του, ο Kane μας συστήνεται σαν ένας εξαίρετος μαχητής που ζούσε το 1600, πρώην καπετάνιος που μαζί με τους άνδρες του καταλάμβαναν τις πόλεις τη μία μετά την άλλη. Μετά από όλα όσα έχει κάνει όμως, η ψυχή του είναι καταραμένη και αποφασίζει να τη σώσει πηγαίνοντας σε μοναστήρι αποποιούμενος πλήρως τη βία. Φεύγοντας από το μοναστήρι, γνωρίζει την καλοκάγαθη οικογένεια του William Crowthorn που μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του ταξιδεύουν με απώτερο σκοπό το μεγάλο ταξίδι προς το Νέο Κόσμο. Τον βοηθάνε, του δίνουν ένα πιάτο φαγητό και ρούχα αλλά έρχεται μια στιγμή που οι στρατιώτες του διαβολικού μάγου Malachi τους επιτίθενται, σκοτώνουν τα δύο τους παιδιά με τον Kane να μη μπορεί να αντιδράσει λόγω του όρκου ενάντια στη οποιαδήποτε βίαιη πράξη. Λίγο πριν πεθάνει ο William Crowthorn, του αναθέτει να βρει την κόρη του που πήραν αιχμάλωτη οι στρατιώτες και όταν την ελευθερώσει, η ψυχή του θα είναι και πάλι ελεύθερη. Έτσι ξεκινάει το ταξίδι προς το κάστρο του Malachi… solomon_kane16

Το σενάριο όπως καταλαβαίνετε δε μπορεί να πάρει κάποιο βραβείο πρωτοτυπίας αλλά για έναν μεσαιωνικό φανταστικό κόσμο είναι αρκετό για μια ικανοποιητική ταινία δράσης. Έστω όμως και με αυτή την απλή ιστορία, το σενάριο έχει μερικά κενά και απιθανότητες που θυμίζουν περισσότερο κάποιο ρηχό videogame, όπως το λόγο που ο Kane διώκεται από το μοναστήρι αλλά και την κατεύθυνσή του όταν φεύγει από αυτό και συναντά τους Crowthorns, αλλά και τη σχετική απουσία ενός backstory που να κάνει τον χαρακτήρα πολυδιάστατο και όχι απλά μια καρικατούρα. Έστω και με αυτά τα προβλήματα, η ταινία του Michael J. Bassett, σκηνοθέτη του Deathwatch έχει έναν αρκετά καλό ρυθμό χωρίς να κουράζει ιδιαίτερα αλλά και χωρίς καμία πρωτοτυπία στη διάρκειά του.

Μια ταινία δράσης και φαντασίας προβλέπει και ιδιαίτερα μεγάλο budget, και τα 45 εκατομμύρια δολάρια μάλλον δεν ήταν αρκετά και η απουσία τους φάνηκε σε ορισμένα ιδιαίτερα κακοφτιαγμένα cgi, σε ένα μέτριο art direction που κάνει εμφανή τα γυρίσματα σε studio αλλά και τη προετοιμασία των ηθοποιών για τις σκηνές δράσης. Δυστυχώς όλες οι σκηνές μάχης, είναι ιδιαίτερα κακοσκηνοθετημένες, χωρίς ένταση, αργές λες και είναι σε αργή  κίνηση μη τυχόν και χτυπηθούν κατά λάθος οι ηθοποιοί και σε συνδυασμό με τη αποτυχημένη επιλογή του James Purefoy στο πρωταγωνιστικό ρόλο που δε μπορεί να πείσει για το…coolness και τις ικανότητές του, η ταινία χάνει οποιαδήποτε έλξη μπορεί να προκαλέσει μια ταινία δράσης. solomon_kane05

Η μετριότητα διέπει το Solomon Kane σε όλα του τα βασικά συστατικά, το σενάριο, τη σκηνοθεσία, τα εφέ, τις ερμηνείες, τη μουσική, τις σκηνές δράσης, παντού. Ποτέ δε πέφτει κάτω του μετρίου ώστε να γίνει κουραστικό και βαρετό αλλά και ποτέ δε καταφέρνει να μας εντυπωσιάσει. Μια καλή προσπάθεια που όμως δεν αξίζει κάτι παραπάνω από μια απλή ματιά.

 

5/10

 

19 Ιουνίου 2010

She's Out of My League review

shes_out_of_my_league_ver2 Με τις εμπορικές επιτυχίες των τελευταίων ετών του Apatow και της, όλο και μεγαλύτερης, παρέας του, το είδος της κωμωδίας περνάει θεωρητικά μέρες δόξας με το πρόσφατο The Hangover να προκαλεί πάταγο. Το λόγο για όλη αυτή την επιτυχία, δυστυχώς δε μπορώ να τον καταλάβω, μιας και όσο πιο μεγάλες οι προσδοκίες, τόσο μεγαλύτερη είναι η απογοήτευση μου με ταινίες όπως το Superbad να είναι θανατηφόρα μη-αστείες και στη καλύτερη των περιπτώσεων, απλά να σκας ένα χαμόγελο. Πραγματικά δε μπορώ να θυμηθώ τη τελευταία πραγματικά καλή κωμωδία που έχω δει, εκτός του Zombieland και αρκετά χρόνια πριν, το Wedding Crashers.

Το  She's Out of My League δεν ήρθε με μεγάλες περγαμηνές, ούτε είχε από πίσω του she_s_out_of_my_league03κάποιο μεγάλο όνομα. Από τους σεναριογράφους του Sex Drive και έναν νέο και άγνωστο σκηνοθέτη, και με έναν τίτλο που λίγο-πολύ σου εξηγούσε όλη τη ταινία, δε περιμένεις κάποια μεγάλη έκπληξη και απλά ελπίζεις να σκάσει λίγο το χειλάκι σου και να μη βαρεθείς για ακόμη μία φορά με μια δήθεν κωμωδία. Όσο για το σενάριο, όπως είναι ευνόητο πρόκειται για μια ρομαντική κομεντί τύπου “boy likes beautiful girl, girl likes ugly boy, boy can’t believe it”. Ο Kirk δουλεύει στην ασφάλεια αεροδρομίου, είναι ασχημούλης αλλά όχι και ο αμερικάνικος ορισμός του loser. Οι συγκυρίες και η ευγενική του στάση απέναντι στην όμορφη Molly, τον φέρνουν χωρίς να το καταλάβει να βγει ραντεβού μαζί της και πραγματικά δε μπορεί να το πιστέψει. Με τη “βοήθεια” των φίλων του προσπαθεί να τα βγάλει πέρα και να ανταποκριθεί στη “τελειότητά” της σε σχέση με τη δική του μετριότητα.

Ο Jay Baruchel είναι ένας χαμηλών τόνων νέος ηθοποιός που αποδεικνύει το ταλέντο του σε κάθε ταινία και δικαιολογεί την ανοδική πορεία που έχει καριέρα του. Χωρίς υπερβολές και slapstick σωματική κωμωδία, είναι άκρως απολαυστικός στο ρόλο του very-low-self-esteem άνδρα που χωρίς να είναι loser, περιορίζει τις επιθυμίες του και δε πιστεύει ότSHE'S OUT OF MY LEAGUE ι μπορεί να τα βγάλει πέρα με την όμορφη Molly. Χωρίς να προκαλεί δυνατά γέλια, παίρνει όλη τη ταινία πάνω του και για τη μεγαλύτερη διάρκειά της παρουσιάζει μια αρκετά ευχάριστη ρομαντική κομεντί. Περίπου 20 λεπτά πριν το τέλος, και επειδή είναι καθιερωμένο να υπάρχει ένας χωρισμός πριν την επανένωση, γινόμαστε μάρτυρες του πιο ανόητο, ακαταλαβίστικου καβγά και ξαφνικά τους βρίσκουμε χωρισμένους χωρίς να έχουμε καταλάβει γιατί μάλωσαν και λίγο αργότερα μια ακόμα χειρότερη συμφιλίωση που πραγματικά προσβάλει του iq του θεατή.

Το She's Out of My League, μέχρι τα 3/4 της διάρκειάς του είναι μια αρκετά ευχάριστη ρομαντική κομεντί, χωρίς βέβαια να είναι, ούτε να προσπαθεί να γίνει κάτι περισσότερο. Όμως το τελευταίο μέρος καταστρέφει όλη την εικόνα και κάνει το φινάλε βασανιστικά κακό αφήνοντας τη χειρότερη δυνατή τελική εντύπωση.

 

5,5/10

17 Ιουνίου 2010

Un Prophète review

un_prophete_ver2 Η φετινή πρόταση της Γαλλίας (μαζί με αυτή της Γερμανίας) ήταν το μεγάλο φαβορί για το χρυσό αγαλματάκι αλλά έστω και τελευταία στιγμή, το Αργεντίνικο El Secreto de sus Ojos έκανε την έκπληξη και πολλοί ήταν αυτοί που δυσαρεστήθηκαν. Καιρός ήταν να δω προς τι ο τόσος ντόρος και αν όντος το Un Prophète του Jacques Audiard άξιζε το κάτι παραπάνω.

Ο Malik El Djebena είναι ένας 19χρονος Γαλλοάραβας που έχει περάσει όλη του τη ζωή σε αναμορφωτήρια και αυτή τη φορά, ως ενήλικος πια, και λόγω επίθεσης σε αστυνομικό, μπαίνει για πρώτη φορά “με τους μεγάλους” όπως λέει χαρακτηριστικά ο δικηγόρος του για να εκτίσει τα 6 χρόνια ποινής του. Παρόλο που δεν είναι ο τύπος που προκαλεί, ξέρει πως να επιβιώνει και να αμύνεται. Αυτό τραβάει την προσοχή του Κορσικανού μεγαλομαφιόζου César Luciani που του αναθέτει να σκοτώσει έναν φυλακισμένο. Φυσικά δεν ήταν απλά πρόταση αφού η επιλογή ήταν, τον σκοτώνεις και σε προστατεύουμε ή σε σκοτώνουμε. Ο Malik δεν είναι δολοφόνος αλλά ξέρει ότι αν δε το κάνει, δε θα βγει ζωντανός από τη φυλακή prophet-0 στην οποία οι Κορσικανοί μαφιόζοι είχαν απλώσει τα δίχτυα τους και στους φύλακες. Ο νεαρός Άραβας γίνεται εκτός από προστατευόμενος των Κορσικανών, και το παιδί για τα θελήματα μιας και λόγω της καταγωγής του δε μπορούσε να γίνει μέλος της “οικογένειας”. Με αρκετή τύχη αλλά και αποφασιστικότητα, ο Malik κερδίζει την εμπιστοσύνη του Luciani με τον τελευταίο να κανονίζει εξόδους για τον μικρό ώστε να του κάνει θελήματα με ανάλογα ανταλλάγματα όπως “κελί πολυτελείας”, πόρνες και λοιπές ευκολίες και ανέσεις. Ο Malik ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά φτάνοντας σε σημείο να έχει στήσει δικιά του “επιχείρηση” έξω από τη φυλακή μαζί με έναν πρώην συγκρατούμενό του αλλά και τον Luciani να χάνει συνέχεια έδαφος από τους όλο και αυξανόμενους Άραβες της φυλακής που απειλούσαν να του πάρουν τα ηνία.

Ο Προφήτης είναι μια τυπική ιστορία ενός μικροκακοποιού που εκμεταλλευόμενος της καταστάσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας φυλακής, ανέρχεται στη “βαθμίδα” και καταφέρνει να επιβληθεί. Φυσικά μέσα σε μια τόσο απλή ιστορία υπάρχουν πολλέςprophet6 λεπτομέρειες που τις δίνουν μια ξεχωριστή αξία όπως τα πραγματικά εμπνευσμένα σεκάνς που έχει ο Malik με το θύμα του Reyeb που παρά το σουρεαλιστικό έως υπερφυσικό χαρακτήρα, παρουσιάζονται με ένα τόσο ρεαλιστικό και ψυχολογικά έντονο ύφος που προκαλούν τα εντονότερα των συναισθημάτων στο θεατή. Συναισθήματα που δύσκολα ξανανοιώθει στην υπόλοιπη ταινία μιας και περίπου μετά από δέκα λεπτά γνωρίζεις τι ακριβώς θα γίνει μέχρι το τέλος. Η αόρατη διαμάχη του γέρου ρατσιστή που έχει στα χέρια του τη φυλακή με τον νέο Άραβα που ζητάει να μάθει, να μορφωθεί, ενώ ταυτόχρονα παραμένει σκυλάκι του “παλιού” έχει το ιδιαίτερό της ενδιαφέρον χωρίς όμως να προσφέρει κάποια ιδιαιτερότητα.

Εδώ πρέπει να δηλώσω ότι δεν είμαι φίλος των γκανγκστερικών ταινιών. Παρά το σκηνικό της φυλακής, το Un Prophète είναι μια τυπική γκανγκστερική ταινία με τις ανάλογες Un Prophete Still3 προσθήκες που προσφέρει το περιβάλλον, που σε κάποιους θύμισε ακόμα και το Scarface. Πολλές ήταν οι φορές που ήθελα, αν όχι να την κλείσω, τουλάχιστον να κάνω ένα διάλλειμα αλλά ήξερα ότι μετά δύσκολα θα τη συνέχιζα και ακόμα πιο δύσκολα θα ξαναέμπαινα στην ατμόσφαιρά που ίσως ήταν και από τα λίγα στοιχεία που με κράτησαν. Δεν είναι μια βαρετή ταινία γιατί είναι τεχνικά άρτια με καλογραμμένο σενάριο και πολύ καλή σκηνοθεσία και ερμηνείες αλλά είναι πραγματικά κουραστική γιατί προσπαθεί να φτιάξει ένα έπος 155 λεπτών (!!!) με το τίποτα. Επαναλαμβάνω ότι δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός με μια ταινία που ξέρω τι θα γίνει από την αρχή μέχρι το τέλος γιατί απλά αυτοί είναι οι κανόνες του genre, ενός genre για το οποίο δε τρέφω καμιά συμπάθεια. Αν είστε φίλοι του είδους, αξίζει να το δείτε και με το παραπάνω γιατί θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα αλλά αν είστε της άποψής μου ότι το Scarface είναι απλά μια B-cult ταινία που αν δεν είχε τον Pacino δε θα τη βλέπατε ποτέ, προσπεράστε το αβίαστα.

 

5,5/10

13 Ιουνίου 2010

Unthinkable review

unthinkable Μετά από 6 σεζόν παρέα με τον Jack Bauer, το ζήτημα της υπερβολικής βίας σε σημείο βασανισμού κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης και το κατά πόσο μπορεί να δικαιολογηθεί μια τέτοια πράξη ανάλογα με τις τρέχουσες συνθήκες, έπεσε πολλές φορές στο τραπέζι σε διάφορα έντυπα παγκοσμίως και ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που η σειρά “24” κατακρίθηκε τόσο έντονα. Σήμερα, μόλις λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της σειράς κάνει την εμφάνισή της η νέα ταινία του Gregor Jordan που παλιότερα μας έχει δώσει αξιόλογες ταινίες όπως το Buffalo Soldiers με πιο πρόσφατη τη, μάλλον πιο αποτυχημένη του προσπάθεια, The Informers.

Unthinkable-Poster Η Helen Brody είναι μια πράκτορας του FBI που μία μέρα βλέπει ξαφνικά σε όλα τα κανάλια τη φωτογραφία ενός αμερικάνου πολίτη ονόματι Steven Arthur Younger ο οποίος αναζητείται για τρομοκρατία, χωρίς να έχει η ίδια καμία ενημέρωση. Ζητώντας εξηγήσεις, οδηγούν αυτή και την ομάδα της σε μια απομακρυσμένη στρατιωτική βάση όπου βλέπει ότι ο τρομοκράτης έχει ήδη συλληφθεί ενώ έχει δώσει ένα βίντεο που λέει ότι έχει τοποθετήσει τρεις πυρηνικές βόμβες σε πόλεις της Αμερικής και θα εκραγούν σε τρεις μέρες χωρίς ταυτόχρονα να ζητάει κάποιο αντάλλαγμα. Έτσι καλείται ο Henry Herald Humphries, ένας πρώην στρατιωτικός, γνωστός για τις βάναυσες μεθόδους ανάκρισης, για να καταφέρει να κάνει τον Arthur Younger να μιλήσει και να προλάβουν τις βόμβες.

Η πρώτη ώρα της ταινία μοιάζει σαν ένα μέτριο επεισόδιο του 24 με τον "Η" να αρχίζει άμεσα τις σοκαριστικά βάναυσες μεθόδους ανάκρισης, προς τις οποίες η Brody είναι παντελώς αντίθετη αλλά με τη πίεση του χρόνου αναγκάζεται να τις δεχτεί. Με λίγο backstory που αφήνεται στη μέση, λίγες βίαιες σκηνές βασανισμού που όμως έχουμε ξαναδεί και αλλεπάλληλα  σταμάτα-ξεκίνα ώστε να σπάσει ο Arthur Younger, η πρώτη ώρα είναι υπέρ του δέοντος αδιάφορη και σε κάποια σημεία κουραστική και άσκοπη. Και κάπου εκεί, τη τελευταία μέρα πριν λήξει η διορία, η ένταση, η δράση και μαζί φυσικά και το ενδιαφέρον, ανεβαίνουν κατακόρυφα σε σημείο να νομίζεις ότι βλέπεις μια άλλη ταινία. Ο Arthur Younger παίζει με τους βασανιστές τους αλλά και με τους θεατές, η Brody δείχνει ότι δε βρίσκεται εκεί μόνο σαν αντίβαρο και ο H αρχίζει να χάνει την υπομονή του καταφεύγοντας σε “unthinkable” μεθόδους. Καταιγιστικός ρυθμός με συγκλονιστικές ερμηνείες και έξυπνες σεναριακές ιδέες που φέρνει το jaw-dropping φινάλε.

Οι ταινίες δεν είναι ζυγαριά για να βάλεις από τη μία τα θετικά και από την άλλη τα αρνητικάh001-560x464 και να δεις προς τα που γέρνει˙ συνήθως, γιατί στη περίπτωση του Unthinkable, κάποιος μπορεί να πει ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές ταινίες μιας και τα 3/5 αυτής είναι υπερβολικά μέτρια. ενώ το τελευταίο act είναι από τις πιο έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες με ένα εκπληκτικό φινάλε. Έτσι δε μπορείς παρά να σκεφτείς ταυτόχρονα το πόσο κουραστικό ήταν το πρώτο μέρος, τις αρκετές αναξιοποίητες υποιστορίες που θα έδιναν το απαραίτητο βάθος στη ταινία, νομίζοντας πως από όλη την ιστορία σου έδειξαν μόνο τη κορυφή του παγόβουνου ενώ την ίδια ώρα δε μπορείς να αγνοήσεις τις εξαιρετικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών Samuel L. Jackson, Carrie-Anne Moss και Michael Sheen σε συνδυασμό με το εξαιρετικό τελευταίο μέρος που προανέφερα που σου αφήνει μια πολύ έντονη και γλυκιά τελική γεύση.

Όπως ίσως προσέξατε, επίτηδες δεν αναφέρθηκα στη σεναριακά ουσία που εξετάζεται, δηλαδή το αν και κατά πόσο η ταινία εξυμνεί τα βασανιστήρια όπως πολλοί ανέφεραν, γιατί πολύ απλά ο καθένας θα το δει όπως θέλει αφού δεν υπάρχουν πρέπει. Ναι, τα αμερικάνικα κλισέ είναι φυσικά παρόντα αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε παρουσιάζεται έστω και με πιο υπόγειο τρόπο και το αντίπαλο δέος. Όπως λέει και το tagline "Right and wrong no longer exist"...

Δυσκολεύτηκα πολύ να βρω τι βαθμολογία αξίζει στο Unthinkable. Το πρώτο μέρος, το οποίο είναι και αισθητά μεγαλύτερο σε διάρκεια δεν αξίζει για παραπάνω από 4,5 ενώ το δεύτερο μπορεί να είναι μικρότερο αλλά σε αφήνει με μια άκρως ικανοποιητική αίσθηση στο τέλος και θα μπορούσε να πάρει ένα 7,5. Έτσι, απλά αναγκάστηκα θα περιοριστώ στο να βγάλω ένα μέσο όρο.

 

6/10

11 Ιουνίου 2010

Rampage review

rampage-header Μπορεί αρκετοί από σας να μη γνωρίζετε τον Γερμανό Uwe Boll αλλά από πολλούς θεωρήθηκε ο νέος Ed Wood και κατ’ επέκταση ο χειρότερος σκηνοθέτης της εποχής μας. Τέτοιες μεγάλες δηλώσεις με εξιτάρουν και για να πιστέψω αυτά που άκουγα έπρεπε να το δω με τα μάτια μου και μέχρι σήμερα έχω φροντίσει να δω μεγάλο ποσοστό των (αγγλόφωνων) ταινιών. Καλώς η κακώς, το πρώτο δείγμα δουλειάς του που παρακολούθησαrampage ήταν το Heart of America που ήταν αρκετά καλό και σε σύγκριση με το Elephant του Van Sant που είχε βγει την ίδια περίοδο και με το ίδιο θέμα ήταν απλά λίγο χειρότερο. Όμως από τότε και μετά έβαλε στο μάτι να καταστρέψει ότι video game μπορούσε να κάνει ταινία και το κατάφερε, μεταξύ των οποίων το House of the Dead, το Alone in the Dark, το Dungeon Siege, τα 2 (και προσεχώς 3) Bloodrayne, το Far Cry και θα ακολουθήσουν και άλλα όπως το Metroid Prime και αρκετά ακόμα που έχουν κατά καιρούς ακουστεί. Έχοντας δει τα περισσότερα από αυτά, μπορεί ο καθένας να πει ότι ο άνθρωπος είναι παντελώς ατάλαντος και έχει γυρίσει αρκετές από τις χειρότερες ταινίες της δεκαετίας. Μέχρι που άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες κριτικές για τη τελευταία του ταινία, Rampage, που προς μεγάλη έκπληξη όλων χαρακτηριζόταν από πολλούς ως διαστροφικά αριστουργηματικό! Φυσικό η περιέργεια μου ήταν μεγάλη…

  Ο Bill είναι ένας 24χρονος νέος που ζει με τους γονείς του βγάζοντας το χαρτζιλίκι του δουλεύοντας σε συνεργείο αυτοκινήτων αφού είχε αρνηθεί να πάει σε κάποιο κολλέγιο. Δεν είναι κάποιος αλήτης που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί απειλή για οποιονδήποτε αλλά η μικροαστική ζωή σε συνδυασμό με τα lg_rampage_oct09κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν κάθε συνειδητοποιημένο νέο, τον επηρέασαν υπερβολικά και η προτροπή-εξαναγκασμός των γονιών του να βρει δικό του σπίτι ώστε να κάνει επιτέλους μιας αρχή στη ζωή του τον κάνουν να ξεσπάσει. Ντύνεται με μια ολόσωμη στολή Kevlar, φορτώνεται με ημιαυτόματα όπλα και βγαίνει στο δρόμο και αρχίζει να σκοτώνει αδιακρίτως του πάντες που βρίσκει μπροστά του! Περαστικούς, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους, τον υπάλληλο που δε του έφτιαξε καλό καφέ, την ανάγωγη σερβιτόρα, τους αστυνομικούς που βρίσκονται στο δρόμο του, κυριολεκτικά τους πάντες.

Αρχίζοντας από τα θετικά, η όλη σφαγή δεν έχει ένα φτηνό βιντεοκλιπίστικο ύφος με σκοπό να εξιτάρει όπως μια κοινή ταινία περιπέτειας αλλά σοκάρει και παίρνει τον εαυτό της πραγματικά στα σοβαρά υπερτονίζοντας τι μπορεί να γίνει αν “λασκάρει μια βίδα” σε κάποιον απλό άνθρωπο. Με έναν αρκούντως παρανοϊκό Brendan Fletcher στο κεντρικό ρόλο, μπορεί κάποιος να πει ότι το Rampage πετυχαίνει έως ένα σημείο το στόχο του γιατί τα άπειρα μειονεκτήματα του Boll μας προκαλούν πολλές φορές να πατήσουμε το x2, ειδικά στο πρώτο μισό των μόλις 85 λεπτών της. Και εδώ είναι που όλα καταστρέφονται αφού όταν μιvlcsnap-2010-06-11-00h21m06s19 α ταινία παίρνει ένα τέτοιο ρίσκο του να αποτυπώσει "σοκαριστικά-απλές" μαζικές δολοφονίες, αυτό που του λείπει είναι η δικαιολογία. Επί 40 περίπου λεπτά προσπαθεί να μας πείσει ότι ο υπερκαταναλωτισμός, ο υπερπληθυσμός (!!!), η λατρεία του χρήματος, τα τυποποιημένα “πλαστικά” τρόφιμα, μέχρι και ο κακοφτιαγμένος καφές στη καφετέρια της γωνίας είναι αρκετά για έναν σχετικά φυσιολογικό νέο να βγει στο δρόμο και να σκοτώσει ότι βρει μπροστά του. Ε, λοιπόν, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. Η μισή ταινία ξοδεύεται στο να αραδιάζει διάφορα κοινωνικά προβλήματα ως αφορμές για την έκρηξη βίας. Ίσως να ήταν ελαφρώς πιο πειστικό αν αυτές ήταν μόνο οι αφορμές και υπήρχαν βαθύτερα αίτια αλλά αυτό ούτε καν υπονοείται σε καμία στιγμή αυτού του εφιαλτικά κακογραμμένου 40λεπτου που εκτός από τη καλλιτεχνική αποτυχία φέρνει και την απόλυτη ψυχολογική, ηθική και κινηματογραφική απόρριψη του θεατή προς τα γεγονότα που ακολουθούν.

Το Rampage δεν είναι μια κακή ταινία. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι και η καλύτερη του σκηνοθέτη, όχι ότι αυτό σημαίνει κάτι. Είναι μια εκνευριστική ταινία που προκαλεί στο θεατή μια υπέρτατη επιθυμία λοβοτομής στο παντελώς ανόητο μυαλό που δε μπόρεσε να βρει μια καλή δικαιολογία… μια απλή δικαιολογία….

 

3/10

8 Ιουνίου 2010

Metropia review

metropia Η σχετική στασιμότητα του 3D animation σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων της τεχνολογίας έχουν σπρώξει του δημιουργούς σε νέους νέους δρόμους καλλιτεχνικής δημιουργίας και το Metropia μας παρουσιάζει μια νέα τεχνική που έχει τραβήξει πολλά βλέμματα πάνω του. Μένει να δούμε αν έχει και το περιεχόμενο να το υποστηρίξει.

Βρισκόμαστε στη βόρεια Ευρώπη του 2024, σε μια δυστοπική κοινωνία με το πετρέλαιο να έχει εξαντληθεί και τους ανθρώπους να ζουν METROPIA_14σε έναν σχεδόν νεκρό καταθλιπτικό επίγειο κόσμο. Τα παραδοσιακά μέσα μεταφοράς έχουν εξαφανιστεί και μια ιδιωτική εταιρία έχει ενώσει όλη την ήπειρο υπογείως με ένα τεράστιο δίκτυο μετρό. Ο Roger είναι ένας απλός υπάλληλος μιας τηλεφωνικής εταιρίας που όμως υποψιάζεται τα πάντα γύρω του σε σημείο παράνοιας και η φωνή που ξαφνικά αρχίζει να ακούει μέσα στο κεφάλι του τον φέρνει στα όρια της ψυχικής του υγείας. Συνομωσίες, πολυεθνικές εταιρίες, πειράματα, προδοσίες, έλεγχος συνείδησης και εγκεφάλου, μια μοιραία γυναίκα είναι μερικά από τα γεγονότα που ξετυλίγονται μπροστά στον Roger και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται αλλά και να αντιδράσει.

Η ιστορία δυστυχώς δεν έχει να προσφέρει σχεδόν τίποτα που δεν έχουμε ξαναδεί και προσπαθεί να αλλάξει τη μοίρα της χρησιμοποιώντας μια neo-noir τεχνική “κινηματογράφησης” θυμίζοντας οργουελικούς εφιάλτες με υπνωτικά αργό ρυθμό, μουντές ερμηνείες με όσο το δυνατό απουσία εντόνων συναισθημάτων και αντιδράσεων αλλά τελικά το αποτέλεσμα εκτός από πειραματικά ενδιαφέρον, είναι θανατηφόρα κουραστικό. Η πολυσυζητημένη εικαστική οπτική της που αξίζει και τη τελευταία λέξη που της έχει αφιερωθεί, είναι ένας περίεργος συνδυασμός πραγματικών πρόσωπο-φωτογραφιών πουMETROPIA_19 επεξεργάστηκαν σε υπολογιστή ώστε να αποκτήσουν κάποιο (έστω και ελάχιστο animation) και αποτυπώθηκε σε δισδιάστατη οπτική με ψευτοτρισδιάστατα αντικείμενα και χώρους. Αν μπερδευτήκατε, μην ανησυχείτε, γιατί είναι από τις πιο φερέλπιδες νέες προσπάθειες στο χώρο των ταινιών animation αν και είναι ακόμα σε βρεφικό στάδιο με αρκετές ανομοιομορφίες, και σχεδόν προϊστορικό animation που θυμίζει μαριονέτες και μια σχετική προσπάθεια lipsync. Όπως ο σκηνοθέτης δήλωσε, το τελικό αποτέλεσμα είναι επηρεασμένο και εμπνευσμένο από τις δημιουργίες των Terry Gilliam, Roy Andersson και Yuriy Norshteyn.

Δυστυχώς ο μοναδικός λόγος που αξίζει κάποιος να δώσει μια ευκαιρία στο Metropia είναι η πιθανή λατρεία για τους δυστοπικούς κόσμους του στυλ Blade Runner, Matrix κτλ με τις συνήθεις ιστορίες που τους συνοδεύουν και κυρίως η περιέργεια για ένα εκπληκτικό, πανέμορφα άσχημο, πρωτότυπο εικαστικό πείραμα που οπτικά στέφεται με απόλυτη επιτυχία και ελπίζω να έχει και συνέχεια. Απλά ενώ χαζεύετε τον κόσμο, να έχετε και πρόχειρο το x2 στο remote του dvd σας γιατί θα βαρεθείτε πάαααρα πολύ.

 

5/10

 

5 Ιουνίου 2010

From Paris with Love review

from_paris_with_love_ver5 Δεν υπάρχει λόγος να ξαναφερθώ στο στόλο των σκηνοθετών/προστατευομένων του Luc Besson παρά μόνο ότι αυτή τη φορά ο Pierre Morel μοιάζει να μεγαλοπιάστηκε. Η αναπάντεχη και πλήρως ακατανόητη για μένα εμπορική επιτυχία του Taken, έφερε άμεσα τη δεύτερη ταινία του ενώ ταυτόχρονα τον έκανε ένα από τα πιο hot ονόματα στο Hollywood μιας και κάθε μέρα ακούγεται και ένα ακόμα νέο project το οποίοι του ανατίθεται.

from_paris_with_love06 Ο James Reece είναι ένας νεαρός ταλαντούχος υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας στο Παρίσι ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνει μικροαποστολές των μυστικών υπηρεσιών ώστε κάποτε να γίνει πράκτορας. Στη τελευταία του δοκιμασία του στέλνουν τον Charlie Wax, έναν έμπειρο πράκτορα που μοιάζει περισσότερο με χούλιγκαν και είναι της ιδεολογίας “shoot first, ask questions later”. Μέχρι τώρα ο James έβαζε κοριούς και υπέκλεβε πληροφορίες ξαφνικά βρίσκεται εν μέσω βροχής πυροβολισμών και μιας τρομοκρατικής ενέργειας που θα πρέπει να αποτρέψει.

Αν η ιστορία του Taken, σας φάνηκε απλοϊκή, στο From Paris with Love δε θα σας απασχολήσει καθόλου. Δεν δίνεται καμιά λεπτομέρεια και μέχρι να μπει στο τελευταίο μέρος της δράσης δεν έχουμε ιδέα γιατί γίνεται όλο αυτό το μακελειό και απλά παρακολουθούμε τον John Travolta ως Charlie Wax να σκοτώνει όποιον βρεθεί στο δρόμο του σε εστιατόρια, διαμερίσματα και ταράτσες ενώ ο Jonathan Rhys Meyers απλά τον ακολουθάει σαν σκυλάκι. Αυτή η πλήρης άγνοια σεναρίου για τα 2/3 της ταινίας είναι απερίγραπτα εκνευριστική ενώ η αργή εξέλιξη το πρώτο μισό και η πλήρης απουσία χημείας μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών κάνει τη κατάσταση ακόμα χειρότερη.

Έστω και αν αυτή αργεί αρκετά, η δράση τελικά ξεκινάει έστω και υποτονικά κάνοντας τιςfrom_paris_with_love03 κακοσκηνοθετημένες δράσης πιο βαρετές και από τα ανόητα μέχρι εκείνη τη στιγμή μούμπλε-μούμπλε. Λίγο πριν κλείσει η πρώτη ώρα της ταινίας, οι σκηνές δράσης αρχίζουν να γίνονται ενδιαφέρουσες και εντυπωσιακές και όσο περνάει η ώρα γίνονται όλο και καλύτερες χωρίς όμως καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία καταφέρνουν όμως να επαναφέρουν το ενδιαφέρον για μια ταινία που μέχρι τότε απλά κρατιόσουν για να μη κλείσεις.

Το αποτυχημένο casting, η ουσιαστική απουσία ιστορίας στη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας, και οι αρχικές κουραστικές σκηνές δράσης είναι αρκετές για να χαρακτηρίσει το From Paris with Love μία ακόμα αποτυχημένη αρπαχτή. Ελπίζω μόνο ο Morel να μη καταστρέψει και το επερχόμενο Dune.

 

4,5/10

3 Ιουνίου 2010

The Wolfman review

wolfman_ver9 Όταν στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα η Ευρώπη προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, στη άλλη πλευρά του Ατλαντικού η ανθούσα κινηματογραφική βιομηχανία ανακάλυπτε τα monster movies με πρωταγωνιστές που ακόμα και σήμερα αποτελούν σύμβολα του είδους όπως ο Φράνκενστάιν, ο Δράκουλας αλλά και ο Λυκάνθρωπος, το remake του οποίου έκανε την εμφάνισή του στις αίθουσες, φέτος, 60 χρόνια μετά το πρώτη προσπάθεια του George Waggner.

thewolfman19 Ο Lawrence Talbot είναι ένας επιτυχημένος ηθοποιός στο Λονδίνο όταν μια γυναίκα που του συστήνεται ως την αρραβωνιαστικιά του αδερφού του, έρχεται να του πει ότι ο τελευταίος αγνοείται εδώ και μια βδομάδα και ζητάει τη βοήθειά του. Ο Lawrence επιστρέφει στο επαρχιακό Blackmoor μετά από πολύχρονη απουσία λόγω της ιδιόρρυθμης σχέσης του με τον πατέρα του που μετά το θάνατο της μητέρας του, τον έστειλε σε άσυλο. Η φήμες μιλάνε για ένα περίεργο πλάσμα που κατακρεουργεί τα θύματά τους και η ερευνά του τον οδηγεί στο κοντινό οικισμό τσιγγάνων όπου το πλάσμα εμφανίζεται και τον τραυματίζει σοβαρά. Η πόλη μιλάει για την κατάρα των Talbot και ο διάσημος επιθεωρητής της Scotland Yard, Frederick Abberline έρχεται για να βρει τον υπεύθυνο για τους θανάτους.

Όταν στη διασκευή σεναρίου βλέπεις τους σεναριογράφους των Se7en, Sleepy Hollow καthewolfman30 ι Road to Perdition, περιμένεις κάτι τουλάχιστον καλογραμμένο αφού η πρωτοτυπία είναι ουσιαστικά αδύνατη μιας και είναι βασισμένο σε υπάρχον σενάριο. Δυστυχώς όμως το σενάριο είναι απλώς διεκπεραιωτικό και μοιάζει σαν αγγαρεία με σκόρπια quotes που λίγη σχέση έχει με την ιστορία εκτός της αναφοράς σε λυκάνθρωπους και την επίδραση την πανσέληνου. Το Wolfman βασίζεται αποκλειστικά στην ατμόσφαιρά του η οποία κυρίως λόγω του εξαιρετικά προσεγμένου art direction τα καταφέρνει πολύ καλά μέχρις ενός σημείου γιατί μετά από 20’-30’ χρειάζεσαι και κάτι παραπάνω. Τόσο ακριβώς ήταν που κράτησε και το ενδιαφέρον μου μιας και από εκεί και πέρα είχες καταλάβει και τη παραμικρή λεπτομέρεια και απλά περίμενες να εξελιχθεί μπροστά σου αργά και βασανιστικά με μικρά διαλλείματα βίαιης δράσης, άλλες φορές γρήγορης, έντονης και ενδιαφέρουσας και άλλες φορές βγαλμένη από τα στούντιο της δεκαετίας του ‘40. Μπορεί στο σχολείο να μας είχαν μάθει ότι αυτή η τεχνική λέγεται τραγική ειρωνεία και πόσο χρήσιμη είναι αλλά όταν αυτή τραβάει για περίπου 90 λεπτά, η αδιαφορία και η κούραση αρχίζει να γίνεται παραπάνω από εμφανής.

thewolfman11 Πριν αναλάβει τη σκηνοθεσία ο Joe Johnston, στη καρέκλα του καθόταν ο Mark Romanek και πολλοί ήταν απογοητευμένοι όταν αυτός αποχώρησε. Σήμερα όμως πραγματικά δε ξέρω πόσο καλύτερη μπορούσε να ήταν αυτή η ταινία με οποιονδήποτε σκηνοθέτη. Διαδικαστική σκηνοθεσία, εξαιρετική ατμόσφαιρα και ακόμα καλύτερο art direction, αδιάφορη μουσική επένδυση που φτάνει σε ενοχλητικά επίπεδα με τον Danny Elfman να δηλώνει ότι εμπνεύστηκε από τον μεγάλο Wojciech Kilar αλλά αυτό που έφτασε στα αφτιά μας ήταν ακανόνιστες νότες χωρίς ρυθμό και ένταση, μέτριες ερμηνείες με τους  Anthony Hopkins και Hugo Weaving να προσπαθούν να ανεβάσουν το επίπεδο και ένα σενάριο πιο απλοϊκό και από τα του Uwe Boll, κάνουν το Wolfman μια απλά ανεκτή ταινία που καλό είναι να δείτε με παρέα για να έχετε και κάτι άλλο να κάνετε όταν αρχίσετε να βαριέστε.

 

5/10

2 Ιουνίου 2010

Veronika Decides to Die review

veronika_decides_to_die_2009_580x851_827367 Μπορεί τα βιβλία του Paulo Coelho να είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένα αλλά οι φήμες για τα δικαιώματα για τη μεταφορά του πιο γνωστού του μυθιστορήματος “The Alchemist” έχουν καταντήσει αστείο αφού πρώτα τα πούλησε σε μια εταιρία παραγωγής, μετά το μετάνιωσε και τα ξαναγόρασε πίσω, λίγο αργότερα τα ξεπούλησε στον Lawrence Fishburne ο οποίος σκόπευε να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στη ταινία και από τότε έχουμε χάσει τα ίχνη της.

Ο Αλχημιστής όμως δεν είναι το μοναδικό αξιόλογο βιβλίο του Βραζιλιάνου συγγραφέα και φέτος μας παρουσιάζεται το Veronika Decides to Die, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 1998. Η Veronika είναι μια νεαρή όμορφη γυναίκα από τη Σλοβενία που κάποιος μπορεί να πει ότι έχει τα πάντα, ομορφιά, μια καλή δουλειά, movie-veronika_decides_to_die-stills-543825888 χρήματα αλλά αυτό δε την σταματάει από το να είναι απύθμενα δυστυχισμένη. Μία σπίθα, μια ανούσια αφορμή την κάνει να περάσει τα όρια και να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας χάπια. Καταφέρνει να επιζήσει αλλά ξυπνάει μέσα σε ένα ιδιωτικό ψυχιατρικό ίδρυμα όπου τις ανακοινώνουν ότι παρόλο που την πρόλαβαν, τα χάπια της προκάλεσαν ανεπανόρθωτη ζημιά στη κάρδια που θα επιφέρει το θάνατό της σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τον καιρό που τις απομένει έρχεται σε επαφή με πραγματικά ψυχικά διαταραγμένους ανθρώπους επαναξιολογώντας τη ζωή της ενώ μια περίεργη σχέση με τον Edward, βαριά καταθλιπτικό ασθενή αναπτύσσεται που θα τις αλλάξει τη ζωή.

Χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο, τα γεγονότα της ταινίας είναι δυστυχώς πολύ δύσκολο να τα πιστέψεις. Με ποια λογική κλείνεις μια αυτοκτονιομανή με μόλις λίγες εβδομάδες ζωής σε ψυχιατρείο. Όσο απάνθρωπος και να είσαι, την αφήνεις να ζήσει τις τελευταίες μέρες της όπως αυτή θέλει. Στην άλλη όχθη, η Veronika εκτός μιας ακόμα αποτυχημένης απόπειρας μέσα στο ίδρυμα, αποδέχεται σχεδόν άμεσα τη ζωή της στο ίδρυμα έρχοντας μάλιστα σε επαφή με τους βαριά αρρώστους που ζουν μαζί της και ειδικά με τον Edward, χωρίς να μας δίνεται ουσιαστικά καμία ρεαλιστική δικαιολογία. Η σχέση με τον Edward, έναν νεαρό άνδρα που έχασε τη φίλη του σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο οδηγούσε ο ίδιος και από τότε έχει περάσει διάφορα στάδια ψυχασθένειας από κατατονία μέχρι σχιζοφρένεια χωρίς να έχει ξεστομίσει ούτε λέξη από τότε, παρουσιάζεται ευεργετική και για τους δύο αλλά ποτέ δε μας εξηγείται πως και γιατί, εκτός της απλής ερωτικής έλξης που όμως δε φτάνει σε αυτή τη περίσταση με αποτέλεσμα άλλη μία μη ρεαλιστική κατάσταση. Το συγκλονιστικό, ανθρώπινο φινάλε δίνει μια αξιόλογη δικαιολογία γιατί έγιναν όλα τα παραπάνω αλλά σε μια ρεαλιστική ταινία δεν ισχύει το “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”, πάντως σίγουρα μετριάζει αισθητά τις αντιδράσεις.

Οι επιλογές του casting αποδεικνύονται εξαιρετικές και παρά τις αντιδράσεις της επιλογής της Buffy, Sarah Michelle Gellar στο πρωταγωνιστικό ρόλο, η τελευταία μετά την εξαιρετική ερμηνεία στο προσωπικό αγαπημένο Southland Tales, καταφέρνει άλλη μία άκρως ικανοποιητική ερμηνεία που μπορεί να μην αξίζει το όσκαρ αλλά κανένας μας δε θα καταφέρει να βρει ουσιαστικό μειονέκτημα. Μαζί τηςmovie-veronika_decides_to_die-stills-1981261945 οι Jonathan Tucker, David Thewlis, Melissa Leo και Erika Christensen, όλοι τους απλά μαγευτικοί. Μια μικρή παραφωνία που όμως είναι ιδιαίτερα προσωπική, είναι μερικές γραμμές διαλόγου που τονίζει την ομορφιά της πρωταγωνίστριας σε συνδυασμό με την υποτιθέμενη 28χρονη ηλικία της που προκαλούν μειδίαμα μιας και τα 33 χρόνια της δε κρύβονται κάτω από τους τόνους makeup και όσο για την υποτιθέμενη ομορφιά της, γούστα είναι αυτά αλλά μου θύμισε τη σκηνή στην αξέχαστη ελληνική ταινία με το Νίκο Ρίζο να ρωτάει τον Βασίλη Αυλωνίτη για τη Γεωργία Βασιλειάδου: -Είναι όμορφή?, και να απαντάει -Καφέ θέλεις?!

Η ιστορία έχει ένα πανέξυπνο ξεκίνημα και φινάλε ώστε να πει αυτό που τελικά θέλει αλλά χάνει σε όλη τη διάρκεια. Η όλη διαδικασία είναι άλλοτε παντελώς μη πιστευτή και άλλοτε απλά σπασμωδικά δοσμένη με τελικό αποτέλεσμα και πάλι την έλλειψη ρεαλισμού. Το φινάλε θα σας δώσει μια ολόγλυκια γεύση που μετριάζει την απογοήτευση για όσα είδατε μέχρι τότε αλλά όχι σε βαθμό που μπορεί να κάνει Veronika Decides to Die μια αξιομνημόνευτη ταινία.

 

5,5/10

Related Posts with Thumbnails