30 Νοεμβρίου 2010

Death at a Funeral [Ενας Θάνατος σε μια Κηδεία] (2010 U.S. remake) review

image

Δεν είμαι φανατικός πολέμιος των remakes, απλά ελάχιστα είναι αυτά που μου τράβηξαν τη προσοχή για να τους δώσω την απαραίτητη σημασία. Το Death at a Funeral αν και σαν ιδέα ήταν κάκιστη, αφού η original έκδοση του Frank Oz βγήκε μόλις πριν τρία χρόνια και ήταν αγγλόφωνη με έντονο το ιδιόρρυθμο αγγλικό χιούμορ, η επιλογή να μη γίνει απλά ένα remake αλλά μια ήπια προσαρμογή στην εντελώς διαφορετική “μαύρη” αμερικάνικη κουλτούρα, μου τράβηξε τη περιέργεια.

image

Η ιστορία παραμένει ΑΚΡΙΒΩΣ η ίδια. Για όσους δε τη ξέρουν, συγγενείς και φίλοι μαζεύονται μετά από αρκετό καιρό για τη κηδεία του Edward, και φυσικά τίποτα δε πάει καλά. Λάθος νεκρός στο φέρετρο, μαστουρωμένοι συγγενείς, αποκαλύψεις και ένας μυστήριος νάνος που δε τον ξέρει κανείς… Προφανώς πρόκειται για μια ταινία καταστάσεων χωρίς ουσιαστική πλοκή και βασίζεται αποκλειστικά στο σενάριο και στο χιούμορ της.

Οι σεναριακές αλλαγές που αναγκαστικά έγιναν ήταν κυρίως μερικές προσθήκες που τονίζουν τον γενικά υπερβολικό χαρακτήρα των αφροαμερικανών. Οι πρώτες απόπειρες αυτής της μεταφοράς ήταν ιδιαίτερα αποτυχημένες σε σημείο να ρίχνει τους χαρακτήρες στο επίπεδο καρικατούρας όμως όσο προχωράει η ιστορία, αυτή η υπερβολή βρίσκει ρυθμό και σε συνδυασμό με την, ίσως μεγαλύτερη, συγκέντρωση αφροαμερικανών κωμικών στην ίδια ταινία, το χιούμορ αποκτάει υπόσταση, έστω και αν για ανεξήγητο λόγο, προκαλεί το γέλιο σε εντελώς διαφορετικές σκηνές απ’ότι ο βρετανικός πρόγονός του.

image

Μερικές λεπτομέρειες, όπως οι υπερβολικές ερμηνείες βάζουν το αμερικάνικο Death at a Funeral ένα σκαλοπάτι κάτω από το Βρετανικό, όμως παρολαυτά, κυρίως στο δεύτερο μισό της, παραμένει μια αρκετά διασκεδαστική κωμωδία που αξίζει να της δώσετε μια ευκαιρία, κυρίως για να δείτε μαζεμένους τόσους πολλούς “υπερβολικούς” κωμικούς και σε διαφορετικούς ρόλους απ’ότι τους έχετε συνηθίσει.

5/10

 

25 Νοεμβρίου 2010

Kray (The Edge) review

image

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ακούγαμε για Ρωσικό κινηματογράφο (εμείς οι κοινοί θεατές) βάζαμε την ουρά στα σκέλια και τρέχαμε μακριά αφού το μόνο που μας ερχόταν στο μυαλό ήταν κάτι τρίωρα πολιτικοκεντρικά έπη που έπαιζαν στα χαρντκοράδικα στέκια των Κνητών. Μετά την εμπορική επίθεση του Timur Bekmambetov όμως, πριν λίγα χρόνια και την ανολοκλήρωτη ακόμα τριλογία του Night Watch, συνειδητοποιήσαμε ότι η κινηματογραφική βιομηχανία τους έχει προχωρήσει και απλά δε το ξέρουμε. Η φετινή επίσημη επιλογή της Ρωσίας για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, είναι μια άριστη δικαιολογία για να δώσουμε μια ευκαιρία στο Kray (ή Krai ή Край ή The Edge) του Aleksei Uchitel.

image

Είμαστε λίγο μετά το τέλος του Β’ Π.Π. σε ένα από τα πολλά στρατόπεδα εργασίας, πιο γνωστά ώς gulag, στη Σιβηρία. Γεμάτο με πολιτικούς κρατουμένους, μικροεγγληματίες και κάθε είδους ανεπιθύμητος που στελνόταν εκεί με συνοπτικές διαδικασίες.Δεν ήταν ακριβώς φυλακή αφού δεν υπήρχαν φύλακες για τον απλό λόγο ότι τα γκούλαγκς βρισκόταν στη μέση του πουθενά και να έφευγαν, δε μπορούσαν να πάνε πουθενά. Στο συγκεκριμένο γκούλαγκ, φτιάχνουν και επεκτείνουν το σιδηροδρομικό δίκτυο και ο ήρωάς μας Ignat, ένας απόστρατος αξιωματικός με ειδικότητα ως μηχανικός, ένας πραγματικός ήρωας στέλνεται εκεί κακήν κακώς, αφού είχε προηγουμένως εκτροχιάσει τρένο λόγω υπερβολικής ταχύτητας, για να βοηθήσει με την εμπειρία του.

Η εγωιστική, βίαιη, ανεύθυνη συμπεριφορά του τον κάνει αμέσως αντιπαθή στους κρατουμένους. Μόνο η νεαρή Sofia φαίνεται να τον συμπαθεί (ή καλύτερα να τον ανέχεται) στην οποία και εκτονώνει στις ερωτικές ορμές του. Όμως η ανευθυνότητα του παραλίγο να καταστρέψει ένα ακόμα τρένο και τον μετατρέπει σε ξένο σώμα για το στρατόπεδο. Μην έχοντας ουσιαστική διαφυγή, ξεφεύγει στο δάσος όπου βρίσκει τη μικρή Elsa, μια νεαρή Γερμανίδα, ένα κανονικό αγρίμι, που μετά τη δολοφονία των δικών της ξέμεινε στο δάσος να μένει μόνη επί 4 ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο τρένο που παραμελήθηκε λόγω μιας σπασμένης γέφυρας που το έχει εγκλωβίσει. Η σχέση μεταξύ των δύο αναπτύσσεται πολύ αργά αφού κανείς δεν εμπιστεύεται τον άλλον όμως η μανία του Ignat για τα τρένα και η επιθυμία της Elsa να επιστρέψει στο πολιτισμό τους κάνουν να συνεργαστούν για να επισκευάσουν τη κατεστραμμένη γέφυρα. Τα προβλήματα όμως μόλις αρχίζουν αφού η παρουσία της Elsa στο γκούλαγκ θα φέρει μεγάλη αναστάτωση.

image

Μπορεί να χρειάστηκε δύο παραγράφους για να δώσω το γενικό plot της ταινίας αλλά το σενάριο είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Όπως παρουσιάζεται στο θεατή, νοιώθεις ότι υπάρχουν 3-4 κομβικά σημεία και καταστάσεις και πάνω σε αυτά προσπάθησαν να βασίσουν ολόκληρη ταινία 125 λεπτών προσθέτοντας παντελώς αδιάφορες υπο-ιστορίες και δευτερεύοντες χαρακτήρες. Δεν είναι τυχαίο ότι με το τέλος της νοιώθεις πως είδες μια ταινία μικρού μήκους ξεχειλωμένη σε επικές διαστάσεις. Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι  αυτά τα κομβικά σεναριακά σημεία είναι όντως πολύ ενδιαφέροντα, όπως η επισκευή της γέφυρας, η σχέση του Ignat με την Elsa και κυρίως το εκπληκτικό train race στο τέλος, διαρκούν ελάχιστα, και σε όλη την υπόλοιπη ώρα απλά περιμένεις να τελειώσει με την άσχετη και αδιάφορη γλωσσοδιάρροια άλλως χαρακτήρων όπως το παρελθόν της Sofia και το αγοράκι που δε γελάει, το ψευτο-love story της Sofia με τον άλλον μηχανικό που έδιωξε ο Ignat και τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, και κυρίως η “συμβολική” (;;) ιστορία με την απέθαντη αρκούδα που κάτι θέλει να μας πει αλλά αμφιβάλλω αν κατάλαβε κάποιος τι.

image

Οι ερμηνείες των δύο κυρίων πρωταγωνιστών Vladimir Mashkov και Anjorka Strechel είναι εξαιρετικές και τρομακτικά πειστικές σε σημείο που ο Ignat μας γίνεται πραγματικά αντιπαθής ως ρόλος αλλά ταυτόχρονα συμπάσχουμε μαζί του αφού ενώ είναι ήρωας πολέμου, τον έριξαν ουσιαστικά στην εξορία σαν κοινό εγκληματία. Όμως αυτό που κλέβει τη παράσταση είναι τα τρένα. Η ωμή δύναμη των τεράστιων ατμοκίνητων μηχανών, το επιβλητικό μέγεθος, ο αποπνικτικός καπνός, η τρομακτική, για την εποχή, ταχύτητα κερδίζουν απόλυτα το θεατή και στέφουν το τραίνο, τον απόλυτο πρωταγωνιστή, έστω και αν δεν είχε όσο screentime όσο θα θέλαμε με αποκορύφωμα τη τελική σκηνή αγώνα μεταξύ δύο τέτοιον τεράτων, που όμως τελειώνει πολύ γρήγορα.

image

Πολύ καλή σκηνοθεσία, εξαιρετική φωτογραφία και ερμηνείες, αλλά λείπει ο συνδετικός ιστός και όλα καταρρέουν με τελικό αποτέλεσμα μια ιδιαίτερα κουραστική ταινία που σίγουρα δεν έχει θέση στη φετινή τελική πεντάδα των καλύτερων ξενόγλωσσων ταινιών.

5/10

 

22 Νοεμβρίου 2010

Nordwand (North Face) review

image

Εξαιρώντας το Lola rennt που, ούτως ή άλλος, είχε ελάχιστους διαλόγους, το North Face σηματοδοτεί το “ξεπαρθένεμά” μου οσ’ αναφορά τις Γερμανόφωνες ταινίες. Πραγματικά η πιο κακόηχη γλώσσα για τα αυτιά μου και όσο και αν η λογική μου έλεγε να το ξεπεράσω, δε μπορούσα να δω μια (πλήρως) γερμανόφωνη ταινία. Άξιζε τελικά το κόπο…;

image

Βρισκόμαστε στη χιτλερική Γερμανία του 1936 λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του Μονάχου. Η προπαγάνδα απαιτεί την άρεια φυλή να είναι ανώτερη όλων και η ανάβαση της “διαβολικής” βόρειας πλαγιάς Eiger των (Αυστριακών τότε, Ελβετικών σήμερα) Άλπεων θα αποτελούσε την απόλυτη τιμή για όποιον Γερμανό τα κατάφερνε. Μια πλαγιά που κανείς μέχρι τότε δεν έχει καταφέρει να ανέβει και έχει ήδη κοστίσει τη ζωή αρκετών ορειβατών. Η ταινία ακολουθεί τους Γερμανούς ορειβάτες Toni Kurz και Andreas Hinterstoisser, που υπηρετούν τον Γερμανικό στρατό…καθαρίζοντας καλλιόπες και η προτροπή του Χίτλερ δε τους αφήνει αδιάφορους και παρά την αρχική άρνηση του Toni, αποφασίζουν να κάνουν την υπέρτατη προσπάθεια.

image

Η χιτλερική προπαγάνδα και πως αυτός επηρεάζει το νεανικό ενθουσιασμό απασχολεί κατά κύριο λόγο τη πρώτη ώρα της ταινίας ενώ μόνο η δεύτερη ώρα ασχολείται με την ανάβαση. Αρχίζοντας όμως με τα θετικά, αυτό που μας καθηλώνει και δίνει νόημα στη ταινία είναι η πειστική ατμόσφαιρα και οι έντονες ορειβατικές σκηνές όπως και η ερμηνεία του Ulrich Tukur. Δυστυχώς όμως τα θετικά τελειώνουν κάπου εδώ αφού μεγαλομανιακά σκηνοθετικά λάθη και η, τελικά, αδιάφορη ιστορία μας αφήνουν μουδιασμένους και απορημένους αν τελικά η ταινία ήταν καλή ή όχι.

Τα 126 λεπτά διάρκειας είναι αδιαμφισβήτητα υπερβολικά για μια τέτοια ταινία, επιβάλλοντας στο σκηνοθέτη να δημιουργήσει μια τεράστια εισαγωγή που διαρκεί μια ολόκληρη ώρα. Δε μπορώ να πω ότι αυτή η ώρα είναι κουραστική ή βαρετή, αλλά είναι απλά η εισαγωγή και το μόνο που προκαλεί στο θεατή είναι την ανυπομονησία για να αρχίσει επιτέλους η αναρρίχηση. Αλλά όταν αυτή ξεκινάει, αρχίζουν και τα κυριότερα μειονεκτήματά της. Καταλαβαίνουμε ότι οι καιρικές συνθήκες σε μια τέτοια πλαγιά είναι πραγματικά “δαιμονιώδεις” και αυτές προσπάθησε να τονίσει όσο μπορεί πιο έντονα ο σκηνοθέτης. Το αποτέλεσμα είναι να μη καταλαβαίνουμε τι βλέπουμε, ποιον βλέπουμε, τι κάνουν, γιατί το κάνουν, αχρηστεύοντας πλήρως την ένταση που δημιουργεί με την ρεαλιστική ατμόσφαιρα. Προειδοποιώντας για spoilers, έπρεπε να φτάσει σχεδόν το τέλος της ταινίας για να καταλάβω ποιος έζησε και ποιος πέθανε αφού πραγματικά δε μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν. Όμως μια ακόμα πιο δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε όταν συνειδητοποιείς ότι η ιστορία δεν έχει ουσιαστικό νόημα. Δε μπορώ να επεκταθώ γιατί θα περάσω σε heavy spoilers αλλά στο τέλος πραγματικά απορούσα γιατί διάλεξαν αυτή την ιστορία για να την κάνουν ταινία.

image

Δυστυχώς το Nordwand απέτυχε σε υπερβολικά πολλούς τομείς, και στην αρχική ιστορία αλλά και στη κυρίως παραγωγή της. Υπερβολικά μεγάλη διάρκεια, αδιάφορη ιστορία, μέτρια ερμηνεία από τον πιο γνωστό πρωταγωνιστή της Benno Fürmann, ένα εντελώς αδιάφορό και τελικά μη-πιστευτό μελό love-story, πολλά προβλήματα σκηνοθεσίας στις σκηνές ορειβασίας, μια τεράστια εισαγωγή και τελικά μια ταινία που την είχα ξεχάσει πριν καν τελειώσει. Δεν είναι μια κακή ταινία, είναι κάτι χειρότερο, μια αδιάφορη ταινία.

5,5/10

19 Νοεμβρίου 2010

The Hole review

image

Όχι, δε πρόκειται για κάποιο remake του γνωστού βρετανικού θρίλερ με την 16χρονη τότε Keira Knightley, αλλά η μεγάλη επιστροφή του Joe Dante στο είδος που τον έκανε διάσημο, έστω και αν έχουν περάσει δύο δεκαετίες από τότε, το “παιδικό” θρίλερ.

Ο Dane και ο Lucas, 16 και 10 ετών, μετακομίζουν με τη μητέρα τους στη μικρή πόλη του Bensonville. Τακτοποιώντας τις κούτες ανακαλύπτουν μια κλειδαμπαρωμένη καταπακτή στο υπόγειο τους. Μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν και  με τη περιέργεια τους να οργιάζει, ανοίγουν την κλειδωμένη ξύλινη πόρτα. Η άπατη τρύπα που βρίσκουν θα ζωντανέψει τους μεγαλύτερους εφιάλτες τους. Ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζει ο σκηνοθέτης…

image

Αν και τυπικά, το The Hole είναι θρίλερ, απευθύνεται σε αρκετά μικρές ηλικίες που θέλουν να για πρώτη φορά θέλουν να δουν κάτι πιο…μεγαλίστικο. Σε πολλούς θα θυμίσει τα αισθήματα που μας προκάλεσε όταν πρωτοείδαμε το Gremlins και νομίσαμε ότι είδαμε το πιο τρομακτικό θρίλερ, και τις επόμενες μέρες λοξοκοιτούσαμε και κάτω από τα κρεβάτια μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ότι δύο ταινίες έχουν τον ίδιο σκηνοθέτη.

Ψευτοτρομακτική ατμόσφαιρα, λίγο αιματάκι, οι πρώτες βρισιές, νεανικό cast, οπτικοποίηση παιδικών φοβιών και ένα sureal gothic περιβάλλον για κερασάκι στο τέλος. Ότι ακριβώς χρειάζεται ένα περίεργο πιτσιρίκι που θέλει να μεγαλώσει πριν της ώρας του. Το κακό είναι έχει κάποια στοιχεία όπως η κάκιστη ερμηνεία του πρωταγωνιστή και τα εφέ περασμένων δεκαετιών που μπορεί να μην ενοχλήσουν τους μικρότερους αλλά είναι πραγματικά εκνευριστικά.

image

Εφιάλτες, τρομακτικοί κλόουν, παιδάκια με τρομακτικό μακιγιάζ, άπατες τρύπες, λίγο χιούμορ, λίγο αίμα, μπόλικη ατμόσφαιρα και ο Joe Dante πίσω από την κάμερα. Αν τα παιδιά σας, τα ανίψια σας είναι εκεί γύρω στα 10-12 (τυπικά η ταινία είναι για 13+) και θέλουν να δουν θρίλερ, δώστε τους το Hole και πιθανότατα τα επόμενα βράδια θα τους βλέπετε να έχουν αρκετά ανήσυχο ύπνο. Αν όμως τη δείτε και εσείς μαζί τους, θα θυμηθείτε μεν τα νιάτα σας με τις παρόμοιες ταινίες που ήταν “στη μόδα” εκεί κάπου στα 80s αλλά θα πείτε και από μέσα σας…πωωωω, πως μ’ άρεζαν αυτές οι χαζομαρούλες!

Όσο για τη βαθμολογία, σίγουρα το πρόσημο είναι θετικό για όλους αλλά τα πιτσιρίκια σίγουρα θα ενθουσιαστούν αντίθετα με εσάς που ίσως και να βαρεθείτε.

5/10

 

17 Νοεμβρίου 2010

Shelter [Το Ασυλο] review

image

Περίεργο πράγμα η δημοσιότητα, ή μήπως όχι και τόσο. Το Shelter, μια ταινία που πέρασε και δεν ακούμπησε, απέκτησε ξαφνικά ενδιαφέρον γιατί μάθαμε ότι το δίδυμο των σκηνοθετών της, ανέλαβε το Underworld 4. Γιατί τους διάλεξαν, είναι όντως τόσο καλό το Shelter. Εδώ είμαστε για να μάθουμε…

image

Η Cara Harding είναι μια ιατροδικαστική ψυχίατρος επιστημονικά πεπεισμένη ότι δεν υπάρχει η ασθένεια της πολλαπλής προσωπικότητας και είναι μόνο ένα δημιούργημα των κατηγορουμένων για να αποδείξουν ότι δεν είχαν συναίσθηση των πεπραγμένων τους. Όμως ο συνάδελφος πατέρας της, της αναθέτει την υπόθεση του David χωρίς να της δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτό που βλέπει όμως τη ξαφνιάζει αφού ο David είναι και ο Adam, ο Adam είναι και ο David και με ένα απλό τέχνασμα αλλάζει τελείως προσωπικότητα αλλά και σωματικά χαρακτηριστικά αφού ο David ζει καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα ενώ ο Adam είναι αρτιμελής, κάτι που αποδεικνύεται και ιατρικά. Η υπόθεσή του στοιχειώνει την Cara και είναι αποφασισμένη να βρει μια λογική εξήγηση ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής του ασθενούς. Στη προσπάθειά της όμως τα πτώματα γύρω της αυξάνονται και αρχίζει να πιστεύει ότι κάτι υπερφυσικό συμβαίνει. Ο χρόνος τρέχει αντίθετα αφού πρέπει να ανακαλύψει τη λύση πριν χάσει και τη κόρη της…

image

Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είχα δει το trailer της ταινίας και δεν είχα ιδέα τι να περιμένω με την πρωταγωνίστρια Julianne Moore να είναι σχεδόν ο μοναδικός λόγος που της έδωσα σημασία. Ενώ η ταινία αρχίζει ως ένα πολύ ενδιαφέρον μυστηριώδες ιατρικό δράμα, σχετικά γρήγορα το υπερφυσικό στοιχείο κάνει την εμφάνισή του, κάτι που αρχικά ξενίζει ιδιαίτερα. Όμως ο σκηνοθέτης δε πέφτει στη λούμπα να παίζει σε όλη τη ταινία με το θεατή αν αυτό που βλέπει είναι κάτι υπερφυσικό, λέγοντάς το μας σχεδόν ευθέως και αφήνει την πρωταγωνίστρια να βρει και κυρίως να πιστέψει αυτά που βλέπει. Κακά τα ψέματα, η ιστορία, παρά τη κεντρική ιδέα, είναι αρκετά αδύναμη όμως ξετυλίγεται αλλά και αναπτύσσεται με πολύ ωραίο τρόπο κρατώντας το ενδιαφέρον σε υψηλά επίπεδα, με αναπάντεχα plot twists και ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Επιμένω ότι η κεντρική ιστορία και η χρήση του υπερφυσικού είναι αρκετά χαμηλής ποιότητας με αιωνόβιες μάγισσες, πνεύματα και κατάρες αλλά η εξέλιξη αυτής αλλά και των χαρακτήρων της μετριάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την έλλειψη ποιότητας.

image

Ο ρόλος της Julianne Moore μοιάζει αρκετά με τον αντίστοιχο της στο Hannibal και μαζί με τον Jonathan Rhys Meyers που ερμηνεύει 3-4 ρόλους έστω και χωρίς ιδιαίτερη διαφορά, δίνουν την απαραίτητη πειστικότητα ώστε η ταινία να μην πέσει στα επίπεδα ενός b-movie και τα καταφέρνουν πολύ καλά. Η μυστηριώδης, αλλά σε καμιά περίπτωση τρομακτική, ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι δύο σκηνοθέτες Måns Mårlind και Björn Stein με το σενάριο του Michael Cooney, γνωστός από το εξαιρετικό Identity, μας δίνουν μια σχεδόν-b αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ταινία μυστηρίου, και όχι τρόμου, που σου κρατάει το ενδιαφέρον ψηλά σε όλη τη διάρκειά της παρά τα πολλά κλισέ και τις σεναριακές αστοχίες.

6/10

 

11 Νοεμβρίου 2010

The Social Network review

image

Πολλές φορές είναι πολύ πιο δύσκολο να γράψεις για μια μέτρια παρά για μια πραγματικά καλή ταινία. Τι μπορείς να γράψεις για τη νέα ταινία του David Fincher; Μετά το ελαφρώς μεγαλομανιακό The Curious Case of Benjamin Button, ο γνωστός σκηνοθέτης επιστρέφει με την ιστορία του Mark Zuckerberg και τη δημιουργία της σελίδας κοινωνικής δικτύωσης, Facebook.

image

O Mark Zuckerberg είναι μαλάκας. Δεν είναι απλά nerd, ενοχλητικός, αντικοινωνικός, είναι plain and simple μαλάκας. Ένας εκνευριστικά πανέξυπνος 19χρονος φοιτητής του Harvard που χρησιμοποιεί (κλέβει;) την ιδέα δύο συμφοιτητών του για τη δημιουργία μιας low-level σελίδας δικτύωσης των φοιτητών του Harvard. Ο Mark αν και συμφωνεί να τους βοηθήσει, παίρνει την ιδέα και με την οικονομική βοήθεια του μοναδικού του φίλου Eduardo Saverin, την εκτινάσσει στα επίπεδα του theFacebook, όπως είχε αρχικά ονομαστεί. Εξακόσιοι νέοι χρήστες σε μόλις 24 ώρες, και 22 χιλιάδες μέσα σε λίγες εβδομάδες μόνο μέσα στο πανεπιστήμιο του Harvard. Το theFacebook είναι το next big thing, μπαίνει στο λεξιλόγιο όλων των φοιτητών και οι δημιουργοί του γίνονται πιο διάσημοι και από την Natalie Portman! Όμως το facebook, έστω και σε πολύ διαφορετική μορφή ήταν ιδέα άλλων και έτσι μαζί με τους φίλους αυξάνονται και οι εχθροί. Αρχίζουν οι μηνύσεις, οι απειλές αλλά το Facebook δεν έχει σταματημό, γρήγορα εξαπλώνεται σε πολλά πανεπιστήμια της χώρας και πριν καλά το καταλάβουν σε όλο το κόσμο. Μέσα σε λίγα χρόνια γίνεται ο νεότερος δισεκατομμυριούχος αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται και σε δύο μεγάλες εξωδικαστικές διαμάχες με τους φοιτητές που είχαν την αρχική ιδέα αλλά και με τον πρώην καλύτερό του φίλο.

image

Το μεγαλύτερο ερώτημα που ίσως εγείρω το The Social Network, είναι κατά πόσο ενδιαφέρουσα και κατανοητή είναι μια ταινία για την ιστορία μιας ιστοσελίδας σε αυτούς που δεν έχουν ιδέα τι είναι facebook, έστω και αν αυτοί είναι λίγοι. Η απάντηση είναι ναι και όχι. Η εκπληκτική σκηνοθεσία του David Fincher μιας τόσο “απλής¨ιστορίας δίνει μια τρομερή ταχύτητα στο ρυθμό της ταινίας με μόνο μειονέκτημα ότι αυτός ο διαολεμένος ρυθμός πέφτει σε δύο-τρία σημεία της, τα οποία γίνονται άμεσα και έντονα κουραστικά. Υπερηχητικά γρήγοροι διάλογοι που τονίζουν την ευφυΐα, την αντικοινωνικότητα, την ειρωνεία της τεχνολογίας που σε κάνουν να ανατριχιάζεις. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη μουσική του Trent Reznor και τις εξαιρετικές ερμηνείες των Jesse Eisenberg, Andrew Garfield αλλά και του Justin Timberlake, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα που σπάνια βλέπουμε πια.

image

Το The Social Network ΕΙΝΑΙ μια ταινία για το Facebook και δε μπορώ να εγγυηθώ ότι αν δεν έχετε καμία σχέση με το θέμα θα την ευχαριστηθείτε τόσο πολύ αλλά σίγουρα έχει τόσα “τυπικά” συστατικά που δε μπορείς παρά να μείνεις άναυδος με μια τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία που πραγματικά μπορείς να πιστέψεις ότι είναι αληθινή, όσο εξωπραγματική και αν φαίνεται. Ο Fincher επιστρέφει και αξίζει να τον απολαύσετε.

7,5/10

 

10 Νοεμβρίου 2010

Darfur review

image

Τελικά δε βάζω μυαλό. Ακόμα δε μπορώ να εξηγήσω γιατί, αλλά επιμένω να βλέπω όσο περισσότερες ταινίες του Herr Doktor Uwe Boll, ίσως θέλω να δω πόσο πιο χαμηλά θα πέσει. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, καταπιάνεται με την πολυξακουσμένη αλλά ουσιαστικά άγνωστη στους περισσότερούς μας, σφαγή στο Νταρφούρ, ένα μικρό σουλτανάτο στα δυτικά του Σουδάν. Με λίγα λόγια πρόκειται για τη μαζική εξόντωση των μαύρων Αφρικανών της περιοχής από τους Σουδανούς Άραβες. Η “μάχη” μαίνεται από το 2003 και πάνω από 300000 άμαχοι έχουν σφαγιαστεί αδιακρίτως ηλικίας και φύλου.

imageΤο Darfur (ή Attack on Darfur) ακολουθεί μια ομάδα αμερικάνων δημοσιογράφων που έχουν πάει στη περιοχή για να καταγράψουν τις θηριωδίες και να μιλήσουν με τους κατοίκους. Με τη συνοδεία του λοχαγού Jack Tobamke της A.U. (African Union) που βρίσκεται στη περιοχή ως παρατηρητής και με ιδιαίτερη προσοχή, μεταφέρονται στο μικρό χωριό Nabagaia, κάπου στη μέση της ερήμου, το τελευταίο χωριό που έχει επιζήσει από τις επιθέσεις των αράβων πολεμιστών Janjaweed, που έγιναν γνωστοί για τις σφαγές, τους βιασμούς και τις κακοποιήσεις που διαπράττουν. Οι 6 δημοσιογράφοι μαζί με τον Tobamke, φτάνουν στο χωριό και με τη πίεση του χρόνου μαθαίνουν για τη πραγματική γενοκτονία, μιλάνε με τους κατοίκους, τους λένε συγκλονιστικές λεπτομέρειες όπως ο βιασμός ώστε να μολύνουν τις γυναίκες με AIDS. Όμως οι Janjaweed τους προλαβαίνουν αλλά αυτοί αποφασίζουν να μείνουν στο χωριό πιστεύοντας ότι μπροστά σε δημοσιογράφους δε θα τολμούσαν να κατακρεουργήσουν άλλο ένα χωριό. Όμως οι Άραβες τους διώκουν κακήν-κακώς και αναγκαστικά μπαίνουν στα αυτοκίνητα και παίρνουν το δρόμο προς το γυρισμό ουσιαστικά καταδικάζοντας το χωριό. Οι τύψεις μερικών από τους δημοσιογράφους είναι τόσο πολλές που αναγκάζονται να αντιδράσουν. Δύο από αυτούς, μαζί με τον Tobamke επιστρέφουν στο χωριό για να σώσουν ότι μπορούν…

image

Η ταινία είναι ξεκάθαρα χωρισμένη σε 3 acts με εντελώς διαφορετικό ύφος το ένα από το άλλο με μόνο κοινό την handheld camera στη οποία έχει καταφύγει ο Boll στις τελευταίες του ταινίες για ρεαλιστικούς λόγους, όπως ο ίδιος δήλωσε. Το πρώτο μέρος είναι ένα καθαρά δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με τους δημοσιογράφους να οδηγούνται στο χωριό ενώ ταυτόχρονα να μας παρουσιάζεται η καθημερινότητα των χωρικών. Οι δημοσιογράφοι φτάνουν και μέσω των συνεντεύξεων που παίρνουν από τους κατοίκους, μαθαίνουμε πολλές πληροφορίες για το πόλεμο του Νταρφούρ, τις θηριωδίες των Αράβων και γενικά πολλές πληροφορίες, ιδιαιτέρα χρήσιμες για αυτούς που δε ξέρουν και πολλά για το θέμα. Όντας ένας από τους τελευταίους, το συγκεκριμένο μέρος που έδωσε με πολύ έξυπνο τρόπο όλο το background που δε γνώριζα. Όμως ο Boll, υπερεκτίμησε τους ηθοποιούς του και ουσιαστικά έκανε το γύρισμα χωρίς σενάριο. Αντίθετα, για λόγους ρεαλισμού, πήρε πραγματικούς Σουδανούς που έζησαν το πόλεμο και έβαλε τους ηθοποιούς του να τους πάρουν συνέντευξη. Αξιοπρόσεκτη προσπάθεια για αποτύπωση με μέγιστο ρεαλισμό αλλά το όλο εγχείρημα του γύρισε μπούμερανγκ λόγω…αταλαντοσύνης. Μπορεί το cast να είναι σχετικά γνωστό αλλά δε φημίζεται για το ταλέντο του και τόσο οι ερωτήσεις που έκαναν στους χωρικούς, όσο και ο τρόπος αντίδρασής τους σε αυτές αλλά κυρίως ο τρόπος αφήγησής από τους ίδιους τους χωρικούς που έπρεπε να υποδυθούν τη ζωή τους, είναι παντελώς μη πιστευτή όσο αληθινά και αν είναι ή προσπαθεί να μας πείσει ο σκηνοθέτης ότι είναι.

imageΤο δεύτερο μέρος αποδεικνύει περίτρανα τη μεγαλομανία του σκηνοθέτη. Δεν του έφτανε ότι ήδη είχε στα χέρια του ένα τόσο τραγικό και σκληρό θέμα, έπρεπε να το παρουσιάσει οπτικά με το πιο σκληρό και σοκαριστικό τρόπο. Βιασμοί, ακρωτηριασμοί, δολοφονίες παιδιών, μέχρι και “παλούκωμα” βρέφους! Απίστευτα σκληρές σκηνές που μπορεί, εν μέρη, να έχουν λόγο παρουσίας για ψυχολογικούς ή μάλλον ψυχοβγαλτικούς λόγους αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Boll ξέφυγε από τα όριο της υπερβολής. Η αποχώρηση των δημοσιογράφων από το χωριό που ουσιαστικά το καταδίκασε, ήταν η πιο συγκλονιστική σκηνή αφού πολλές φορές η απουσία διαλόγου είναι πολύ καλύτερη από τη παρουσία του. Και κάπου εκεί, ένας από αυτούς (εντελώς τυχαία ο μικροκαμωμένος Σκοτσέζος!) ξεσπάει και αποφασίζει να αντιδράσει. Όση ανθρωπιά και να έχω, δε μπορώ να πιστέψω ότι ένας έμπειρος δημοσιογράφος θα έπαιρνε ένα όπλο και θα πήγαινε να το παίξει John Rambo εναντίον ολόκληρης ομάδας πολεμιστών, οπλισμένοι μέχρι τα μπούνια. Ακόμα όμως και αυτός ο παραλογισμός που χαλάει πολύ μεγάλο μέρος του ρεαλισμού, έχει ένα άκρως ικανοποιητικό και κινηματογραφικό φινάλε που όμως δεν αθωώνει την επιλογή του Ράμπο δημοσιογράφου.

Για δεύτερη φορά μετά το Heart of America, ο γερμανός σκηνοθέτης μας αποδεικνύει ότι δεν είναι εντελώς παρανοϊκός αλλά έχει και κάποιο ταλέντο και πραγματικά αγαπάει αυτό που κάνει. Ενώ κάθε act έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι πλημυρισμένο από λάθη ή υπερβολικές επιλογές που δε μπορεί να αποδεχτεί το κοινό. Ακόμα και έτσι όμως, είναι μια ταινία που, αν έχετε γερό στομάχι, αξίζει να δείτε, έστω και μόνο τον δυνατό, σκληρό, βασανιστικό ρεαλισμό που την διέπει στη μεγαλύτερή της διάρκεια.

5/10

 

4 Νοεμβρίου 2010

Splice review

image

Έχουν περάσει πάνω από 13 χρόνια, όταν ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Vincenzo Natali σάρωσε την horror σκηνή με ένα εξωφρενικά πρωτότυπο κλειστοφοβικό θρίλερ που φαντάζομαι όλοι λίγο πολύ ξέρετε, το Cube. Τότε όλοι περίμεναν με αγωνία την επόμενή του κίνηση. Και περίμεναν, και περίμεναν…Και ξαφνικά (λίγοι) είδαν το Cypher, ένα αρκετά καλό sci-fi thriller που όμως είχε την ατυχία να συμπέσει με το Minority Report και να περάσει τελείως απαρατήρητο, όχι βέβαια ότι άξιζε και πολλά περισσότερα, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά μας παρουσίασε το Nothing…σύμφωνα με τη φιλμογραφία του γιατί αμφιβάλλω αν υπάρχουν δέκα άνθρωποι που την έχουν καν ακουστά, και μετά…εξαφανίστηκε. Ήταν τον Cube, ένα one-time-hit για τον Natali ή μπορεί, έστω και αργά να αποδείξει το αντίθετο;

image

Πάνω από μια δεκαετία μετά, ανακοινώθηκε το Splice που είχε όλα τα φόντα για να ξαναφέρει τον Natali στο προσκήνιο. Στο Splice (splice=ενώνω, συγκολώ) ένα ζευγάρι επιστήμονες, ο Clive και η Else εργάζονται στη δημιουργία υβριδίων ενώνοντας το DNA διαφόρων ειδών (φυτών, εντόμων, ζώων) με σκοπό τη παραγωγή μιας πρωτεΐνης, με μεγάλη φαρμακολογική σημασία. Οι προσπάθειες κάποια στιγμή φέρνουν αποτέλεσμα και δυο περίεργα πλάσματα “γεννιούνται” που παράγουν αυτή τη πρωτεΐνη. Όμως οι δύο επιστήμονες και κυρίως η Elsa θέλει να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, έστω και παράνομα, έστω και χωρίς να το ξέρει η εταιρία για την οποία εργάζονται, της εισαγωγής ανθρώπινου DNA σε αυτό το σύνολο γενετικού υλικού διαφόρων ειδών. Παρά τις αντιρρήσεις του Clive το πείραμα πραγματοποιείται και “γεννιέται” η Dren, ένα πλάσμα που μπορεί να μοιάζει με άνθρωπο αλλά κανείς δε ξέρει πως θα εξελιχθεί…

image

Με το όνομα του Guillermo del Toro να δεσπόζει στη παραγωγή και φυσικά να αποτελεί μεγάλο εμπορικό δέλεαρ, το Splice με το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον του θέμα και το οσκαρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο Adrien Brody-Sarah Polley είχε όλα τα φόντα για να πρωταγωνιστήσει, και αυτό φάνηκε από την ενθουσιώδη υποδοχή του trailer. Όταν όμως η ταινία επιτέλους κυκλοφόρησε, μετά από αρκετές ανεξήγητες (???)καθυστερήσεις, τα περισσότερα κεφάλια έσκυψαν με απογοήτευση. Ο Natali είχε ίσως τη μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας του και αποφάσισε να σβήσει κυριολεκτικά οτιδήποτε ενδιαφέρον έχει το συγκεκριμένο είδος ταινίας. Και θα εξηγηθώ ακριβώς από κάτω…

Ο τρόπος προώθησης της ταινίας ήταν η σύγκριση με το μύθο του Frankenstein και η ανεξήγητη ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει ζωή, σε όποια μορφή και αν είναι αυτή. Στο Splice όμως όλη αυτή η ανάγκη παρουσιάζεται τόσο κυνικά, τόσο άψυχα, σχεδόν παρωδιακά. Οι δύο γενετιστές συζητάν και διαφωνούν για το αν θα πρέπει να δημιουργήσουν το υβρίδιο χωρίς να δείχνουν ότι πραγματικά τους πολυνοιάζει αν θα το κάνουν η όχι. Οι σεναριακές αντιδράσεις των πρωταγωνιστών είναι εξίσου “αστείες” αφού εκεί που έχουμε δύο πολύ σοβαρούς και επαγγελματίες επιστήμονες, η Elsa ξαφνικά με ανεξήγητα τεράστια ένταση πείθει τον αντίθετο αλλά μετριοπαθή Clive να προχωρήσουν σε αυτό το “πείραμα”. Εδώ μπαίνει και η υποιστορία την μητρότητας, που μας λέει με λίγα λόγια ότι ο Clive θέλει παιδί και η Elsa όχι, ενώ στο εργαστήριο η Elsa σχεδόν υιοθετεί την Dren ενώ ο Clive της φέρεται σαν πείραμα. Τώρα αν αυτή “λεπτομέρεια” σας λέει εσάς τίποτα, μπράβο γιατί εμένα δε μου είπε απολύτως τίποτα και έμοιασε σαν μια υποιστορία που δεν αναπτύχθηκε ποτέ και ξεχάστηκε στο τελικό cut μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο τη δυσαρέσκεια των θεατών.

image

Εκτός από λογική, από το Splice λείπει και ουσία. Είναι θρίλερ χωρίς ίχνος έντασης, πόσο μάλλον τρόμου, είναι δράμα χωρίς ίχνος ανάπτυξης των χαρακτήρων κάνοντάς τους να μοιάζουν πλαστικούς και κυρίως λάμπει δια της απουσίας της η πολυπόθητη ατμόσφαιρα. Ποτέ δε καταφέρνεις πραγματικά να νοιαστείς για την Dren και τους δύο πρωταγωνιστές. Δε ξέρεις τι θέλουν, δε ξέρεις αν είναι καλοί, κακοί, τρελοί ή διάνοιες. Δε σε ενδιαφέρει η νοημοσύνη της Dren αν και αν μπορεί να ταιριάξει τα αρκουδάκια, δε σε ενδιαφέρει το τεράστιο κεντρί στην ουρά της γιατί σχεδόν σε καμιά στιγμή δε το νοιώθεις σαν απειλή και όλα αυτά ενώ η Dren βγάζει μερικές από τις πιο ενοχλητικές “κραυγές” που μπορώ να θυμηθώ προσπαθώντας να επικοινωνήσει και σμπαραλιάζουν τα νεύρα σου.

image

Χωρίς να μπαίνω καν στο κόπο να σχολιάσω τη τραγική προσπάθεια να σώσουν τις εντυπώσεις έστω και στο φινάλε με μερικές πραγματικά ερασιτεχνικές σκηνές δράσης, αν μπορείς καν να τις χαρακτηρίσεις έτσι, το Splice απέτυχε παταγωδώς. Αν δεν υπήρχε το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των πρωταγωνιστών που τόσο πολύ προσπάθησε να κρύψει ο σκηνοθέτης αλλά ευτυχώς δεν το κατάφερε πλήρως, η ταινία θα ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Τώρα είναι απλά απογοητευτική, και όχι μόνο των μεγάλων προσδοκιών που είχαμε για αυτή από πριν, αλλά γιατί είναι μια ταινία που ακροβατεί με πολύ δυσκολία για να μη πέσει κάτω από τη μετριότητα.

4/10

 

1 Νοεμβρίου 2010

Cemetery Junction [Μεγάλα Κόλπα σε Μικρή Πόλη] review

image

Ο Ricky Gervais είναι ένας Βρετανός κωμικός ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μουσικός, κανονικός ελβετικός σουγιάς. Η φήμη του έχει επεκταθεί και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με συμμετοχή σε ταινίες όπως Ghost Town και Night at the Museum αλλά προς τα μέρη μας, μάλλον λίγοι τον ξέρουν. Για να δούμε αν αξίζει να τον μάθουμε…

image

Βρισκόμαστε στην Αγγλία των αρχών της δεκαετίας του ‘70. Ο Freddie, ο Bruce και ο Snork είναι τρεις φίλοι γύρω στα 20 τους που ζουν στη πιο κακόφημη περιοχή του Reading, το Cemetery Junction. Ο Freddie όμως έχει φιλοδοξίες και δε θέλει να καταντήσει σαν τους γονείς τους, εργάτης σε κάποιο εργοστάσιο, μέθυσος και μίζερος. Έτσι πιάνει δουλειά στην μεγάλη εταιρία ασφαλειών ζωής ώστε να γίνει κάποια στιγμή πλούσιος και να έχει αυτά που πάντα ζητούσε. Οι φίλοι του όμως παραμένουν στην εφηβική ηλικία και δε τον αφήνουν να σοβαρευτεί, κάνουν φάρσες, πίνουν, τσακώνονται και τον κοροϊδεύουν που πιστεύει ότι μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του Cemetery Junction. Όμως η πραγματική ζωή τους καταδιώκει και μέσα από τα προβλήματα θα πάρει ο καθένας το δρόμο του…

image

Νέοι από κακόφημη γειτονιά μοιρολατρικά καταδικασμένοι, άλλοι κυνηγάν το όνειρο και άλλοι αφήνονται στη κατάντια τους. Ένας από αυτούς μπλέκεται συνέχεια σε καυγάδες γιατί δε μπορεί να χτυπήσει τον μέθυσο πατέρα του που άφησε τη μητέρα του να φύγει, ο δεύτερος πιστεύει ότι θα γίνει εκατομμυριούχος πουλώντας ασφάλειες ζωής και τελικά ανακαλύπτει ότι μάλλον κάνει λάθος ενώ ταυτόχρονα ερωτεύεται τη κόρη του αφεντικού, με τον τρίτο να κάνει τατουάζ μια βαμπιρέλλα στο στήθος του προσπαθώντας να τραβήξει τα βλέμματα. Αραδιασμένα politically-correct ηθικοπλαστικά μηνύματα, λίγο σεξοκωμωδία με ελάχιστα πραγματικά καλά αστεία (μόνο δυο, αν θυμάμαι σωστά) και λίγο love-story εν μέσω οικογενειακής κρίσης για να ικανοποιηθούν και τα θηλυκά της παρέας.

image

Υπό το κάλυμμα της ψευτοσεξοκωμωδίας, ο Gervais φτιάχνει μια ταινία που θα μπορούσε να διδάσκεται από καθηγητή κοινωνιολογίας…στο γυμνάσιο. Γεμάτο κλισέ, προβλεπόμενη μέχρι τελευταίας σκηνής και ανησυχητικά μη-αστείο.Pass…

4,5/10

 

Related Posts with Thumbnails