26 Σεπτεμβρίου 2010

The Expendables [Οι Αναλώσιμοι] review

image

Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ensemble cast των τελευταίων ετών, ήρθε επιτέλους στις οθόνες μας και μένει να δούμε αν η ποσότητα συνάπτει με τη ποιότητα, ή στη περίπτωση του The Expendables, με τη διασκέδαση.

image

Μια ομάδα ανεξάρτητων μισθοφόρων αναλαμβάνει να βγάλει από τη μέση έναν Νοτιαμερικανό δικτάτορα που έχει βαλθεί να διώξει τις αμερικάνικες δυνάμεις και να εκμεταλλευτεί μόνος του τις ναρκοφυτείες του μικρού νησιού, το οποίο και καταδυναστεύει. Φυσικά από πίσω βρίσκεται ένας πρώην πράκτορας της CIA που του έχει δώσει όλα τα μέσα για να πετύχει το στόχο του και κατ’ επέκταση να γίνει άρχοντας των ναρκοδολλαρίων. Ε, δε φαντάζομαι να περιμένατε τίποτα περισσότερο από τη συνεργασία του σεναριογράφου του Doom και του Sylvester Stallone!

Έστω και αν αποτελεί μια απλή πρόφαση, το σενάριο λειτουργεί άψογα ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του Expendables, δηλαδή να μας δώσει ένα θορυβώδες tribute των action movies των 80s και 90s συγκεντρώνοντας όσο περισσότερους πρωταγωνιστές από τη συγκεκριμένη εποχή. Για να αρχίσουμε με τα αρνητικά, οι διάλογοι και τα “αστεία” είναι τουλάχιστον τραγικά, ενώ η απουσία συμβόλων όπως Steven Seagal, Jean-Claude Van Damme, Wesley Snipes που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δε συμμετείχαν στη ταινία παρά τη πρόταση που τους έγινε και αντικαταστάθηκαν από μη-ηθοποιούς αλλά απλά walking-muscles όπως οι άγνωστοι Terry Crews (αθλητής του αμερικάνικου football) και Randy Couture (ένας ακόμα παλαιστής-ηθοποιός, λέμε τώρα), σίγουρα αφαιρεί πόντους από ένα πιθανό all-star καφρίλας και ένοχης διασκέδασης.

image

Έστω όμως και χωρίς αυτούς, οι υπόλοιποι είναι αρκετοί για να κάψουμε λίγα ακόμα εγκεφαλικά κύτταρα, και κυρίως να το ευχαριστηθούμε. Sylvester Stallone, Jason Statham, Jet Li και Dolph Lundgren σαρώνουν την οθόνη. Παρά τη σκηνοθετική απειρία, ο Stallone έχει γνώθι σ' αυτόν και το αποδεικνύει με το να μη κλέβει χρόνο από τους πολύ νεώτερους και πολύ εντυπωσιακότερους Statham-Li, αφήνοντάς τους να σαρώσουν στη κλοτσοπατινάδα, περιορίζοντας τον εαυτό του σε αναίμακτες κυρίως σκηνές αλλά και στις σκηνές δράσης σχεδόν αποκλειστικά με όπλα.

Όπως είπα και πριν, οι διάλογοι είναι πραγματικά τραγελαφικοί και οι ερμηνείες των ηθοποιών ακόμα χειρότερες, με εξαίρεση των Rourke και Roberts που ουσιαστικά δεν έχουν σκηνή δράσης. Το καλό είναι όμως ότι οι συγκεκριμένες σκηνές είναι όσο το δυνατόν ελάχιστες και όσο και να βαρεθούμε σε λίγα λεπτά, μετά από λίγο θα μας αποζημιώσουν με, καλοσκηνοθετημένες, καλοχορογραφημένες, εντυπωσιακότατες σκηνές δράσης που είχαμε ξεχάσει εδώ και χρόνια μετά την εισβολή των “ανατολικών” πολεμικών τεχνών και την απορρόφησή τους από κάθε σχεδόν ταινία δράσης.

Αν οι μάχες με κάθε είδους οπλισμό φτάνουν τη διασκέδασή μας στο…πορτοκαλί (με αποκορύφωμα το “οπλάκι” του Terry Crews στο τέλος), οι hand-2-hand combat, ή αλλιώς κλοτσοπατινάδα, χαρακτηρίζεται από μάλλον ακατάλληλες λέξεις με κύριο εκφραστή τον Statham και με (κακώς) λιγότερο screentime τους Li και Lundgren με τους δύο πρώτους να συνεργάζονται για τρίτη φορά και να βρίσκονται, στη κυριολεξία με κλειστά τα μάτια. Όσο για τις συμμετοχές των Arnold Schwarzenegger και Bruce Willis που συζητήθηκαν, δεν είναι τίποτα περισσότερο από cameo του 2λέπτου που όμως έχουν το διπλό χαρακτήρα του να τονίζουν την ουσία του tribute αλλά και να δίνουν πιθανούς ρόλους για πιθανές συνέχειες (ήδη έχει ακουστεί ότι ο Willis θα είναι ο κεντρικός κακός στο sequel).

image

Είναι πανηλίθιο, έχει τραγικές ερμηνείες και ακόμα χειρότερους διαλόγους, ημιάθλια ψηφιακά εφέ, μόλις μία (και κάτι) θηλυκή παρουσία και αυτή μάλλον αδιάφορη, αλλά κατά βάθος, who cares? Τονίζοντας ότι ΔΕΝ ήμουν ποτέ φαν των καθαρά mucho ταινιών των 80-90s, το Expendables το ευχαριστήθηκα, γιατί ξαναείδα το είδος της δράσης που είχα να δω χρόνια και κυρίως το είδα στη (σχετικά) καλύτερή του μορφή. Ο τρόπος βαθμολογίας που έχω υιοθετήσει, σχεδόν δε μου επιτρέπει να του βάλω παραπάνω γιατί απλά δεν έχει το σύνολο που θα άξιζε το κάτι παραπάνω, αλλά μόνο σκηνές, έστω και αν αυτές δεν είναι λίγες. Το σίγουρο όμως είναι ένα, απολαύστε άφοβα…

6/10

 

21 Σεπτεμβρίου 2010

Repo Men review

image

Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον trailer, η επιστροφή του Jude Law ως action-hero (αν μπορεί να πει κανείς ότι είχε ποτέ αυτό το ρόλο) και η θεωρητική διαμάχη με Darren Lynn Bousman για τις “τυχαίες” ομοιότητες με το almost-cult, Repo! The Genetic Opera. Τρεις λόγοι που δε φάνηκαν αρκετοί για να φέρουν το Repo Men στις μεγάλες αίθουσες της Ελλάδας και είναι από τις λίγες φορές που θα συμφωνήσω απόλυτα με τις εταιρίες διανομής.

image[28]imageimageimage

Βρισκόμαστε στο κοντινό μέλλον, ένας καταστροφικός πόλεμος έχει φέρει το κόσμο στα όριά του και μετά το τέλος του οι εταιρίες κυριαρχούν με μία από αυτές, ονόματι The Union να κατασκευάζει τεχνητά όργανα, να είναι ικανή να αντικαθιστά οποιοδήποτε “ελαττωματικό” όργανο από καρδιά μέχρι αυτιά και από μάτια μέχρι το κεντρικό νευρικό σύστημα! Φυσικά τα όργανα κοστίζουν εξωφρενικά πολλά χρήματα τα οποία πληρώνει ο ασθενής σε τοκογλυφικές δόσεις, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα πολλοί από τους κατόχους των τεχνητών οργάνων να μην είναι ικανοί να αποπληρώσουν. Κάπου εκεί αναλαμβάνουν οι Repo Men, εργαζόμενοι στην Union που αν η πληρωμή καθυστερήσει πάνω από 96 μέρες, μπουκάρουν στο σπίτι σας, σας αναισθητοποιούν και έτσι απλά σας ανοίγουν και παίρνουν πίσω το όργανο! Οι Remy και Jake είναι δυο φίλοι και συνάδελφοι, κορυφαίοι στη συλλογή εκπρόθεσμων οργάνων. Μέχρι που ο Remy έχει ένα “εργατικό ατύχημα” και αναγκάζεται να βάλει τεχνητή καρδιά. Οι μήνες περνάνε, ο Remy δε μπορεί να ξεπληρώσει και ένα κυνηγητό ξεκινάει ώστε να γλιτώσει από τους πρώην συναδέλφους του που αργά ή γρήγορα θα τον ψάξουν για να πάρουν τη καρδιά. Μαζί του σε αυτή τη περιπέτεια, η Beth, μια πανέμορφη τραγουδίστρια που έχει 10 τεχνητά όργανα και έχει μάθει πως να επιβιώνει και να κρυφτεί από τους Repo Men.

image

Πολλές φορές έχουμε εξαπατηθεί από ένα trailer και στη περίπτωση του Repo Men, το σοκ είναι μεγάλο αφού από μια Hard-R περιπέτεια που περιμένεις να δεις, καταλήγεις με μια κοινωνική σάτιρα! Ολόκληρη η πρώτη ώρα είναι μια αποτυχημένα σκληρή σάτιρα μιας μελλοντικής δυστοπικής κοινωνίας, με το σενάριο να ασχολείται με τα προβλήματα της οικογένειας με τη δουλειά του Remy αλλά και την ευκολία αφαίρεσης μιας ζωής αφού αυτή δε κοστίζει τίποτα μπροστά στο υπερεξελιγμένο τεχνητό όργανο. Μπορεί θεωρητικά όλα αυτά να ακούγονται ενδιαφέροντα αλλά το σενάριο είναι τόσο φλύαρο που πολύ δύσκολα κρατάς την υπομονή ώστε να αντέξεις 60 ατελείωτα λεπτά. Κάπου εκεί νομίζεις/ελπίζεις ότι αρχίζει η ταινία που περιμένεις και εν μέρη, το Repo Men που περιμένεις αρχίζει με κατακόρυφη άνοδο της έντασης, κάποιες σκηνές δράσης και ουσιαστική προώθηση της ιστορίας έστω και αν είναι απολύτως αναμενόμενη. Όμως και εδώ, η απουσία ρυθμού κάνει τις προαναφερόμενες σκηνές ανούσιες και σε συνδυασμό με τη κακή fight choreography, το υπόλοιπο 40λεπτο περνάει απλά ανώδυνα. Και κάπου εκεί έρχεται το φινάλε που δε περιμένεις, και ίσως το μοναδικό εντυπωσιακό σεναριακό στοιχείο της ταινίας που αφήνει μια γλυκιά γεύση, έστω και του τελευταίου λεπτού.

Με τους Jude Law, Forest Whitaker, Alice Braga και Carice van Houten στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, περιμένεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Όμως η χημεία, δεν είναι μόνο μάθημα στο σχολείο, αλλά και η ιδιαίτερη σχέση που που κάνουν δύο συμπρωταγωνιστές να γίνουν πιστευτοί, κάτι που εδώ δεν υπάρχει ούτε σε νανομόρια. Εντελώς αταίριαστοι σε όλα τα ζευγάρια, είναι πραγματικό επίτευγμα πως κατάφεραν με το παραπάνω cast, οι μόνοι αξιόλογοι να είναι ο κυνικός διεθυντής Liev Schreiber και σε μικρό cameo ο John Leguizamo.

image

Πλήρης απογοήτευση σε όλο της το μεγαλείο. Δεν είναι action movie όπως διαφημίζεται, δεν αξιοποιείται το all-star cast, και κυρίως ΔΕΝ είναι εύκολο να κρατήσεις ανοιχτά τα μάτια κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας της ταινίας.

4/10

 

20 Σεπτεμβρίου 2010

Clash of the Titans [Η Τιτανομαχία] review

image

Αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία, δύο θέματα που πονάνε αφού πριν περίπου μια δεκαετία απορούσαμε γιατί δεν έχει βγει κάποια ταινία βασισμένη στις αμέτρητες ιστορίες των και σήμερα μετά τα Troy, Alexander, Percy Jackson και άλλα τόσα λιγότερο γνωστά, παρακαλάμε να μην είχαν γίνει ποτέ.

Σε παραγωγή του Ray Harryhausen, το πρώτο Clash of the Titans του 1981 ήταν μια ταινία αρκετά εντυπωσιακή για την εποχή της και με σχετικά καλές κριτικές για το είδος της έχοντας μεγάλα ονόματα όπως τους Laurence Olivier, Ursula Andress και Burgess Meredith στο cast της. Σήμερα ο Kevin De La Noy, παραγωγός πρόσφατων επιτυχιών όπως The Dark Knight και Public Enemies ανέλαβε να μας ξαναπαρουσιάσει την ιστορία του Περσέα ή πιο σωστά να μας κάνει επίδειξη ειδικών εφέ μπασταρδεύοντας την ιστορία του Περσέα.

image

Μπερδεύοντας την ελληνική, την αραβική με τη σκανδιναβική μυθολογία, οι σεναριογράφοι μας παρουσιάζουν με σχετική συνέπεια την ιστορία του ημίθεου Περσέα, γιου του Δία και της Δανάης να σώζεται ως βρέφος από έναν ψαρά με την οικογένεια του οποίου και μεγαλώνει, μέχρι που όλη η οικογένεια σκοτώνεται από τον Θεό Άδη. Ο ίδιος καταλήγει στο Άργος το οποίο απειλείται από τον Άδη ότι θα καταστραφεί από το τρομερό τέρας Kraken (!!) αν δε θυσιάσουν τη πριγκίπισσα Ανδρομέδα. Έτσι ο Περσέας φεύγει μαζί με τους καλύτερους πολεμιστές του Άργους για να βρουν τρόπο να σταματήσουν το Kraken και να σκοτώσει τον Άδη. Πιάσ' τ' αυγό και κούρευτο…

Τεράστιοι σκορπιοί, παραφυσικά Djinn (τζίνι), τεράστια τέρατα που μοιάζουν με μια μίξη του τέρατος του Cloverfield με τα Kraken (μυθικά θαλάσσια τέρατα) της Σκανδιναβικής μυθολογίας, η Μέδουσα και διάφορα άλλα τέτοια όμορφα θα παρακολουθήσετε στο μπαστάρδεμα της ιστορίας του Περσέα. Ουσιαστικά χωρίς αιτία, ο Περσέας και η παρέα του πηγαίνει από μάχη σε μάχη απλά για να παρουσιαστεί ακόμα ένα υπερφυσικό “μυθολογικό” τέρας.

image

Πριν 30 χρόνια, μια τέτοια αφέλεια ίσως ήταν ανεκτή αλλά σήμερα είναι κωμικοτραγικό, τουλάχιστον για τους θεατές που ξέρουν τα απολύτως βασικά για τη μυθολογία. Αλλά έστω και έτσι, αυτό δε θα ήταν τόσο μεγάλο παράπτωμα αν η ταινία ήταν αρκούντος διασκεδαστική και με καταιγιστική δράση. Αντίθετα, η πρώτη της ώρα είναι κουραστική με ερασιτεχνικά σκηνοθετημένες σκηνές δράσης κάνοντας τα μειονεκτήματα των όχι και τόσο τέλειων όσο διαφημίζονται, οπτικών εφέ που μας θυμίζουν έντονα τους πρόσφατους Transformers παρά μυθολογικά τέρατα, ακόμα πιο έντονα. Ευτυχώς για την υπομονή μας, μετά την πρώτη ώρα οι σκηνές δράσης, αν και υπερβολικά προβλέψιμες και χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, είναι έντονες και διασκεδαστικές.

image

Χωρίς το all-star cast των Liam Neeson, Ralph Fiennes, Jason Flemyng, Mads Mikkelsen, Liam Cunningham, Pete Postlethwaite, Alexander Siddig, Ashraf Barhom, τους νέους και ανερχόμενους Luke Evans, Nicholas Hoult, Hans Matheson, τις υπερβολικά όμορφες Gemma Arterton και Alexa Davalos και τον νέο μεγάλο blockbuster star Sam Worthington, το Clash of the Titans πιθανότατα δε θα ήταν καν ανεκτό. Όλο το budget καταξοδεύτηκε στα εφέ, κάνοντας ολόκληρη τη ταινία να μοιάζει φτηνή χωρίς ίχνος επικότητας, κάνοντας το τελικό αποτέλεσμα οριακά ικανό να μας κρατήσει στα 100 λεπτά της.

4,5/10

 

18 Σεπτεμβρίου 2010

Cherrybomb review

image

Η σειρά Harry Potter σε λίγο κλείνει δεκαετία και μαζί κλείνει και το κύκλο της με το τελευταίο της μέρος Deathly Hallows, και οι τρεις νεαροί πρωταγωνιστές του είναι στο σημείο που πρέπει να αποδείξουν ότι είναι κάτι παραπάνω από τον Harry, την Hermione και τον Ron. Περιέργως, αυτός που έχει μέχρι στιγμής τις περισσότερες ευκαιρίες είναι ο Rupert Grint με τρεις ταινίες ήδη στο ενεργητικό του και αρκετά καλές κριτικές. Μία από αυτές είναι το Ιρλανδικό Cherrybomb των μικρομηκάδων Glenn Leyburn και Lisa Barros D'Sa.

image

Στο Μπελφαστ της Β. Ιρλανδίας ζουν ο Malachy και ο Luke, δυο 16χρονοι φίλοι με τόσο διαφορετικές εντός-σπιτιού ζωές αλλά και άλλο τόσο κολλητοί εκτός αυτού. Ο Malachy είναι το καμάρι μια κλασσικής μικρομεσαίας οικογένειας με άριστους βαθμούς και καλοκαιρινή δουλειά στο γυμναστήριο της περιοχής για να βγάζει το χαρτζιλίκι. Ο Luke είναι σχεδόν καταδικασμένος ρεμάλι, με junkie πατέρα σε μόνιμη αφασία, παραπεταμένος σε ένα σπίτι από τον μεγαλύτερο και πετυχημένο αδερφό να προσέχει τον εαυτό του και τον πατέρα του. Μέχρι που κάνει την εμφάνισή της η femme fatale-lolita Michelle, κόρη του αφεντικού του Malachy και παίρνει τα μυαλά και των δύο αγοριών κάνοντάς τους να μπουν σε έναν εξαντλητικό αγώνα κατάκτησής της ενώ η ίδια “τους παίζει σαν κομπολόι” καμαρώνοντας του καυγάδες, τις παρανομίες και την κάθε άλλη προσπάθεια των αγοριών για να την κατακτήσουν. Μέχρι που τα πράγματα αρχίζουν να ξεφεύγουν από το όριο με τραγικές συνέπειες…

image

Το παραπάνω plot είναι περίπου αυτό με το οποίο πλασάρεται η ταινία και ως αρκετά ενδιαφέρον παρασύρθηκα να τη δω. Όμως αυτή είναι μόνο η μισή ιστορία γιατί το όλο background της κατεστραμμένης οικογένειας του Luke, της υπερφυσιολογικής οικογένειας του Malachy αλλά και της σχέσης της Michelle με τον πατέρα της καταλαμβάνουν περίπου τη μισή ταινία. Και το χειρότερο είναι ότι το δίδυμο των σκηνοθετών δε τα καταφέρνει σε κανένα από τα δύο τμήματα της ιστορίας. Παρά την ενδιαφέρουσα ιστορία, η σκηνοθετική απεικόνιση είναι σχεδόν ερασιτεχνική, λάμπει δια της απουσίας της η απαραίτητη ένταση που απαιτεί ένα τέτοιο σενάριο με μόνο μερικές μικρές εκλάμψεις που όμως τις περισσότερες φορές θάβονται από την τηλεοπτική σκηνοθεσία.

Για αυτούς που ενδιαφέρονται να μάθουν για την ερμηνεία του Grint, παρόλο που δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, ξεχωρίζει θετικά σε σύγκρισή με τον συμπρωταγωνιστή Robert Sheehan. Αρκετά καλύτερη η γυναικεία παρουσία της παρέας Kimberley Nixon και φυσικά ο βετεράνος James Nesbitt που ξεχωρίζει για τη ποιότητά του σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα.

image

Το Cherrybomb, εκτός μερικών καλοφωτογραφημένων σκηνών, μερικών ωραίων μουσικών κομματιών και της ερμηνείας του Nesbitt δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα και κυρίως τίποτα που δεν έχουμε ξαναδεί με πολύ καλύτερο τρόπο. Προσπεράστε εκτός και αν καίγεστε να δείτε τον Grint σε κάποιο άλλο ρόλο…

4,5/10

 

16 Σεπτεμβρίου 2010

The Runaways review

imageimage

Οι Runaways δημιουργήθηκαν το 1975 από την ντράμερ Sandy West και την κιθαρίστρια Joan Marie Larkin ή όπως έγινε γνωστή Joan Jett. Αν πω ότι τις είχα έστω ακουστά πριν δω την ομώνυμη ταινία, θα πω ψέματα, έστω και αν η Joan Jett είναι από τα ιστορικά ονόματα της ροκ σκηνής. Με δεδομένη την πλήρη άγνοιά μου, το The Runaways με εξίταρε να ακούσω κάποια από τα τραγούδια τους αλλά φτάνει μόνο αυτό;

image

Οι προαναφερόμενες, έφηβες στην ηλικία μουσικοί, μαζί με τον ημίτρελο αλλά πανούργο manager Kim Fowley, έκαναν την αρχή ανακαλύπτοντας στην 15χρονη Cherie Currie, την lead singer του συγκροτήματος ώστε να ταράξουν τα νερά της ροκ με το πιο άγριο all-girl rock band. Η σταδιακή εναρμόνιση-εκπαίδευση της Cherie αφού δεν ήταν καν τραγουδίστρια, η συγγραφή των τραγουδιών, τα πρώτα live σε prive παρτύ και λούνα παρκ, έφεραν την μεγάλη επιτυχία των τουρνέ σε όλο τη κόσμο, την αναγνωσιμότητα αλλά και τις κόντρες.

Ο δρόμος προς την επιτυχία παρουσιάζεται σχεδόν στρωμένη με ροδοπέταλα, κάτι που προφανώς δεν ίσχυε, με σκοπό η σκηνοθέτης να εστιάσει στις σχέσεις μεταξύ των μελών του γκρουπ αλλά και να imageαποτυπώσει πιστά την εποχή. Έχοντας ουσιαστικά τρία καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, το μοναδικό που είναι απολύτως επιτυχημένο είναι η αναπαράσταση της ροκ σκηνής της εποχής νοιώθοντας πραγματικά ότι βλέπεις τις αληθινές Runaways και μεγάλο ρόλο σε αυτή την επιτυχία έχουν οι εξαιρετικές ερμηνείες της Dakota Fanning και κυρίως των oscar-worthy Kristen Stewart και Michael Shannon στο ρόλο των Cherie Currie, Joan Jett και Kim Fowley αντίστοιχα.

Δυστυχώς τα υπόλοιπα “καρπούζια” πέφτουν από τα χέρια της Ιταλίδας σκηνοθέτιδας Floria Sigismondi, έστω και χωρίς να σπάσουν αφού και η καλλιτεχνική πορεία του συγκροτήματος και οι σχέσεις μεταξύ των μελών του, παρουσιάζονται με πολύ μικρή και επιφανειακή απλή καταγραφή γεγονότων χωρίς να δίνει ευκαιρία στο θεατή να συμπάσχει.

Το The Runaways σου προκαλεί σίγουρα τη περιέργεια να ενδιαφερθείς να μάθεις κάτι παραπάνω για την ιστορία αλλά και το μέλλον του συγκροτήματος και των μελών του ενώ ταυτόχρονα έχεις στο youtube να παίζουν τα Cherry Bomb, Crimson And Clover και I Love Rock N' Roll, αλλά μέχρι εκεί. Η ιστορία τους δεν έχει κάτι το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον εκτός του ιστορικού δεδομένου του girl-rock-band και των εκπληκτικών ερμηνειών της Kristen Stewart (ξεχάστε τις χαζομαρούλες των Twilight) και Michael Shannon.

6/10

 

12 Σεπτεμβρίου 2010

New Moon (The Twilight Saga: New Moon) [Νέα Σελήνη] review

image

Αρκετούς μήνες μετά τη κυκλοφορία της, και αφού έχει κοπάσει ο θόρυβος, βρήκα την ευκαιρία και κυρίως την υπομονή να δω το δεύτερο κεφάλαιο της Twilight Saga (πανάθεμά την, θέλει να είναι και saga. Ένα το Star Wars, ένα το Star Trek και ένα το Twilight!).Έχοντας μέτριες έως απογοητευτικές θύμησες από το πρώτο μέρος, και έχοντας ακούσει τα χειρότερο για τη συνέχειά του, δε περίμενα απολύτως τίποτα από το New Moon. Μόνη, έστω και μικρή ελπίδα, ο σκηνοθέτης Chris Weitz που μπορεί να κατέστρεψε το franchise του His Dark Materials με το μετριότατο Golden Compass αλλά λίγα χρόνια πριν, μας είχε δώσει (μαζί με τον αδερφό του) το διαμαντάκι About a Boy.

image

Το Twilight εκτός από απογοητευτική ιστορία και ύφος (αφού τότε περιμέναμε ένα vampire movie και μας βγήκε teen love story), δεν είχε να επιδείξει τίποτα παραπάνω από ένα πολυπληθές cast που τότε δεν ήξεραν παρά μόνο οι αναγνώστριες της Σούπερ Κατερίνας, ενώ σήμερα έχουν δείξει (αλλά όχι και αποδείξει) την αξία τους με ταινίες όπως το Remember Me και το Up in the Air. Με αυτή τη πιο εύκολη αναγνωρισιμότητα, έγινε και πιο εύκολη η παρακολούθηση της ιστορίας, μιας και από το πρώτο λεπτό οι πρωταγωνιστές αραδιάζουν ονόματα τα οποία δεν υπάρχει περίπτωση να θυμόμουν σε ποιον ανήκουν αλλά αυτή τη φορά εύκολα γνωρίζεις την Anna Kendrick ώστε να την ταυτίσεις με το όνομα. Όλη αυτή η εισαγωγή γιατί πραγματικά τα ονόματα είναι πάααρα πολλά και τα αραδιάζουν με το κιλό έστω και αν στη τελική δεν έχουν κανένα ρόλο στη κεντρική ιστορία. Και αφού φτάσαμε και στη κεντρική ιστορία, αυτή απλά δεν υπάρχει. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη ιστορία που υπάρχει στο τελευταίο τέταρτο των μισών μελοδραματικών ελληνικών ταινιών, με τη διαφορά ότι ο πλούσιος βιομήχανος έχει αντικατασταθεί με βρικόλακα. Το ζευγαράκι δε ταιριάζει λόγω φύσης, ο Edward (πολύ μ’αρέσει να τον λέω Eddie!) την στέλνει και εξαφανίζεται, για κάνα μισάωρο η Bella το μοιρολογάει, για την ολόκληρη επόμενη ώρα βρίσκει παρηγοριά στους κοιλιακούς του λυκάνθρωπου πιτσιρικά και στο τέλος πάει ταξιδάκι στην Ιταλία για να ξαναβρεί τον Eddie.

image

Η πλοκή πραγματικά δε μπορούσε να είναι μικρότερη, ειδικά για μία ταινία που διαρκεί 130 λεπτά. Κάπου εδώ μπαίνουν δύο στοιχεία, που καταφέρνουν και κάνουν τη Νέα Σελήνη πραγματικά υποφερτή. Το πρώτο είναι η απουσία του Pattinson από τη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας με αποτέλεσμα την απουσία πλήθους σαλιαρισμάτων με την Stewart αλλά και την ευτυχία να μη βλέπουμε το πασαλειμμένο με makeup πρόσωπο στον πιο κακογραμμένο ρόλο της σειράς. Το δεύτερο θετικό πρέπει να πάει στο σκηνοθέτη ο οποίος κατάφερε με διάφορα βιντεοκλιπίστικα τρικς, να κάνει τη ταινία λιγότερο βαρετή απ’ όσο πραγματικά είναι. Η ατμόσφαιρά της είναι ιδιαίτερη επιβλητική, πολύ καλύτερη από τη ξενέρωτη του πρώτου μέρους και είναι φανερό ότι καθοδηγεί τους ηθοποιούς του πολύ καλύτερα χωρίς απλά να τους έχει να κάθονται σαν κούτσουρα στην άκρη του πλάνου, ενώ ταυτόχρονα κρύβει την έντονη απουσία ταλέντου αρκετών από αυτούς και κυρίως του Taylor “six-pack” Lautner.

image

Δύο είναι τα δεδομένα, τα Twilight δεν απευθύνεται σε μένα και λίγο ενδιαφέρει τους δημιουργούς η άποψη μου αφού άλλες ηλικίες και κυρίως άλλου φύλου πληρώνουν τα χιλιάδες εισιτήρια για να καμαρώσουν και να καψώσουν με τα teen sex symbols. Δεύτερο δεδομένο, οι μικρές, αν όχι μηδαμινές προσδοκίες μου. Συνδυάζοντας τα δύο παραπάνω, το New Moon δεν απογοήτευσε, αφού τα 130 λεπτά του πέρασαν, με μικρές εξαιρέσεις και ένα μικρό διάλλειμα, σχετικά εύκολα και οι μικρές εκπλήξεις όπως η πολύ καλή σκηνοθεσία με τα προαναφερόμενα τρικς και την ατμόσφαιρα ήταν σίγουρα θετικά στοιχεία που με κράτησαν μακριά από αιχμηρά αντικείμενα καθόλη τη διάρκειά της.

4/10

 

11 Σεπτεμβρίου 2010

Salt review

image

Πριν αρκετά χρόνια, η Angelina Jolie είχε την άτυπη ταμπέλα της action-heroine με ταινίες όπως Tomb Raider και Gone in 60 Seconds, αποτυχίες κατά γενική ομολογία, και πιθανότατα για αυτό το λόγο τα επόμενα χρόνια βάλθηκε να μας πείσει, ή μάλλον να μας ξαναπείσει για τις υποκριτικές της ικανότητες με απανωτές “σοβαρές” ταινίες όπως τα A Mighty Heart, Alexander, The Good Shepherd με αποκορύφωμα το Changeling που της έφερε άλλη μία υποψηφιότητα για χρυσό αγαλματάκι μετά από 9 χρόνια. Έχοντας ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των δύσκολων κριτικών τα τελευταία χρόνια, το ξαναέριξε στις περιπέτειες, ξεκινώντας με το εντυπωσιακότατο Wanted και συνεχίζοντας με μια επανένωση με τον σκηνοθέτη του Bone Collector, Phillip Noyce σε μια ταινία στην οποία ο ρόλος της πολυχαρακτηρίστηκε ως θηλυκός James Bond. Δεν ήθελα να το πιστέψω, θεωρώντας ότι ήταν διαφημιστικό τρικ, αλλά τελικά μάλλον θα έπρεπε…

image

Η Evelyn Salt είναι πράκτορας της CIA, μέχρι που μια ωραία πρωία ένας αυτομολημένος Ρώσος πράκτορας ονόματι Orlov βρίσκεται στη πόρτα της υπηρεσίας λέγοντας ότι έχει να δώσει πληροφορίες. Ο Orlov λέει στη Salt ότι υπάρχει ένας Ρώσος διπλός πράκτορας στην Αμερική ο οποίος σκοπεύει να σκοτώσει το Ρώσο πρόεδρο που θα επισκεφτεί τη χώρα την επόμενη μέρα. Ο πράκτορας ονομάζεται Evelyn Salt. Η Salt τίθεται υπό περιορισμό μέχρι να αποφασίσουν αν μπορούν να εμπιστευτούν την επί χρόνια συνάδελφό τους και αν είναι δυνατόν να είναι διπλή πράκτορας. Η Salt ξεφεύγει και ένα ανελέητο κυνηγητό ξεκινάει…Τελικά, Who is Salt?

image[10]

Τα εισαγωγικά 25-30 λεπτά της ταινίας είναι πραγματικά βασανιστικά. Ιστορίες συνομωσίας, διπλοί πράκτορες, δολοφονίες και ότι άλλη μπουρδολογία μπορείτε να θυμηθείτε να είχαν τα αξιολύπητα James Bond των 80’s. Κάκιστες και κουραστικές ερμηνείες που προσπαθούν να δώσουν ζωή στις νεο-ψυχροπολεμικές φοβίες που ξέμειναν στους αμερικάνους μετά από τόσα χρόνια αλλά πραγματικά στον υπόλοιπο πλανήτη φαντάζουν όσο ρεαλιστικό είναι να κερδίσει ο Πανσερραικός το Champions League. Η κατάντια συνεχίζεται με μια πρώτη ερασιτεχνικά γυρισμένη σκηνή δράσης, της απόδρασης της Salt από το κλειδωμένο κρατητήριο γεμάτο φρουρούς και παίζοντάς το MacGyver, φτιάχνει ένα μίνι-μπαζούκα από έναν πυροσβεστήρα και ένα τραπέζι…έλεος! Και κάπου εκεί που έχει απογοητευτεί πλήρως, η δράση αρχίζει να παίρνει τα πάνω της, η σκηνές γίνονται όλο και πιο εντυπωσιακές, αν και φυσικά η Salt παραμένει bulletproof πηδώντας από γέφυρες, γαντζώνεται σε κτήρια και λοιπές “ομορφιές”. Όμως με τη φαιά μας ουσία σε πλήρη αποσύνθεση μετά το πρώτο μισάωρο, η ασταμάτητη δράση είναι πραγματικά διασκεδαστική. Με σκηνές δανεισμένες (κλεμμένες?) από τις Επικίνδυνες Αποστολές και τους Jason Bourne και φυσικά James Bond, η Salt εντυπωσιάζει το μάτι του θεατή και η επόμενη ώρα περνάει νεράκι. Φυσικά το σενάριο για να σώσει τα καμένα, τα κάνει ακόμα χειρότερα με διπλούς-τριπλούς-τετραπλούς πράκτορες και ένα από τα πιο ασυναισθηματικά love-story/δικαιολογίες ever.

image

Τα άθλια Bond της δεκαετίας του ‘80, μπορεί να θεωρούνται σχεδόν cult, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οποιοσδήποτε θα πρέπει να τα αντιγράφει και μάλιστα σε ένα big budget blockbuster. Παρόλαυτά με καμένα αρκετά εγκεφαλικά κύτταρα, το Salt είναι μια ιδιαιτέρως διασκεδαστική ταινία που όμως θα πρέπει να ντρέπεται για το σενάριό της. Αν αυτό δε σας πειράζει, και δε βαρεθήκατε να βλέπετε τους Αμερικάνους να μανουριάζουν για το ψυχρό πόλεμο, απολαύστε το άφοβα.

5,5/10

 

8 Σεπτεμβρίου 2010

Operation: Endgame review

Operation: Endgame

Όταν αντιμετωπίσεις ένα “σοβαρό” θέμα με κωμικό-ασόβαρο τρόπο, μπορείς να έχεις μια διασκεδαστικότατη κωμική περιπέτεια όπως τα Lethal Weapon ή το Smokin' Aces αλλά αν το μόνο που έχεις στα χέρια σου είναι η διάθεση, έναν πρωτάρη σκηνοθέτη και ένα τραγικό σενάριο, όσους stars και να βάλεις στο cast σου, το αποτέλεσμα δύσκολα μπορεί να είναι καλύτερο από τη ταινία του Fouad Mikati, Operation: Endgame, μέχρι προσφάτως τιτλοφορημένη Rogue's Gallery.

H Factory είναι μια υπερμυστική κυβερνητική οργάνωση που είναι υπεύθυνη για το καθετί που συμβαίνει στο κόσμο. Χωρισμένοι σε δύο ομάδες, την Alpha και την Omega, με τους Alpha να κρατάν τις…ανισορροπίες, να κανονίζουν νέους πολέμους κτλ, και του Omega να φροντίζουν να διατηρούνται τα όρια. Τα μέλη της έχουν κωδικά ονόματα από χαρτιά ταρώ όπως το Άρμα, η Κρίση, ο Ερημίτης με αρχηγό τον Διάβολο. Τη πρώτη μέρα του νέου μέλους, του Τρελού και ενώ ακόμα ξεναγείτε στο υπόγειο καταφύγιο, ο Διάβολος δολοφονείται και η επιχείρηση Endgame ξεκινάει, δηλαδή η πλήρης καταστροφή του καταφυγίου με όσους και ότι έχει μέσα. Οι ομάδες χωρίζονται σε δυάδες, ένας Alpha-ένας Omega και προσπαθούν να βρουν τρόπο να σταματήσουν την έκρηξη ή να βρουν διέξοδο. Και ξαφνικά αρχίζουν να αλληλοσκοτώνονται…

image

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας δεν είναι τίποτα παραπάνω από απανωτά σκετσάκια ζευγάρι-ζευγάρι να σκοτώνεται στο ξύλο με τον έναν να καταλήγει νεκρός κοκ. Και επιμένω στη λέξη σκετσάκια γιατί αυτή είναι η ποιότητά τους, παρά το splatter που προσπαθούν να βγάλουν, οι σκηνές είναι ερασιτεχνικές χωρίς ίχνος fight choreography κάτι που θα περιμέναμε γιατί ουσιαστικά μιλάμε για σούπερ-πράκτορες (χαρακτηριστικό ότι όλη η ταινία γυρίστηκε σε μόλις 20 μέρες με τις fight scenes να μη χρειάζονται πάνω από 3 ώρες!). Και μιας και περάσαμε στο θέμα των πρακτόρων, μοιάζουν περισσότερο με θίασο stand-up comedy παρά με πράκτορες με το μόνο που κάνουν όλη την ώρα είναι να βρίζουν ο ένας τον άλλον με κωμικοτραγικές ύβρεις που υποτίθεται ότι είναι αστείες αλλά είναι πραγματικά για κλάματα, στα ίδια επίπεδα δηλαδή με το υπόλοιπο σενάριο της ταινίας που δε βγάζει σχεδόν κανένα νόημα.

Τελικά όλα είναι τόσο χάλια; Σχεδόν, μιας και ο μόνος λόγος που με κράτησε, έστω και δύσκολα, να δω το Operation: Endgame μέχρι το τέλος είναι τα ευτυχώς μόλις 87 λεπτά διάρκεια, και κυρίως το cast με τα πουλέν μου Joe Anderson και Odette Yustman στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και μαζί τους οι Ellen Barkin, Maggie Q, Ving Rhames, Emilie de Ravin, Brandon T. Jackson, Adam Scott, Beth Grant αλλά και οι εξαιρετικοί κωμικοί Rob Corddry, Jeffrey Tambor και Zach Galifianakis. Δεν είναι και λίγοι, και παρά το δικαιολογημένο μικρό screentime του καθενός, στο σύνολο είναι αρκετοί για να αντέξεις, μπας και μάθεις τι στο διάολο θα γίνει στο τέλος.

4/10

 

6 Σεπτεμβρίου 2010

It's Not Me, I Swear! (C'est pas moi, Je le jure!) review

image

Μια από τις ταινίες που ξεχώρισε στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου κερδίζοντας τη Κρυστάλλινη Άρκτο καλύτερης ταινίας ήταν το Καναδέζικο It's Not Me, I Swear!. Είναι όμως ακόμα μια ιστορία μιας δυσλειτουργικής οικογένειας ή τελικά έχει να δείξει κάτι παραπάνω.

Ο 10χρονος Léon Doré ζει με τον μεγαλύτερο αδερφό του και τους γονείς του στο Μόντρεαλ του Καναδά κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Ο πολυάσχολος πατέρας, η στριμωγμένη από τη ρουτίνα και τις υποχρεώσεις μητέρα, οι συνεχείς καυγάδες δεν είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να μεγαλώσει ο Léon και ο τρόπος που βρίσκει να αντιδράσει είναι ισοπεδωτικός, κλέβει, πετάει αυγά στους γείτονες, ψεύδεται ασύστολα, καταστρέφει με μανία αλλά και προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Εκείνη την εποχή όμως, δεν υπήρχε ο ψυχολόγος για να στραφούν οι γονείς, και έτσι το μόνο που έκαναν ήταν να στρουθοκαμηλίζουν για να μη τους σχολιάσει η γειτονιά και ο κοινωνικός κύκλος του vip πατέρα. Μέχρι που το καλοκαίρι, η μητέρα τα μαζεύει και φεύγει για Ελλάδα και αφήνει τα δύο παιδιά με τον πατέρα. Οι αντιδράσεις του Léon χειροτερεύουν ενώ ταυτόχρονα βρίσκει και ένα φίλο, ή μάλλον το πρώτο έρωτα στο πρόσωπο της Léa, ενός κοριτσιού με τα δικά του οικογενειακά προβλήματα και με τη βοήθειά της ξεκινούν να βρουν τρόπο για να πάνε στην Ελλάδα ώστε να βρει τη μητέρα του.

image

Το σενάριο του Philippe Falardeau είναι βασισμένο σε βιβλίο του Bruno Hébert, πρέπει να τονιστεί ότι είναι γαλλόφωνο και μας παρουσιάζει τα ένα καταρρακωμένο παιδί που δε ξέρει πως να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που τον περιτριγυρίζουν και αντιδράει με κάθε δυνατό τρόπο. Το πρώτο τρίτο της ταινίας μας ξεδιπλώνει τις αμέτρητες “κακίες και σκανδαλιές” του Léon σε σημείο να μας γίνει αντιπαθής και στη συνέχεια σιγά σιγά και με μαεστρικότητα μας εξιστορεί και μα δικαιολογεί τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται με ρεαλιστικά σκληρό τρόπο. Ο τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης του Léon και της Léa είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας με τη ψυχολογία του θεατή να αλλάζει σταδιακά μαζί με αυτή του πρωταγωνιστή. Το πρόβλημα όμως σε όλο αυτό το εγχείρημα είναι ότι ο σκηνοθέτης μπερδεύει το ρεαλισμό με στοιχεία σουρεαλισμού και μειώνει αισθητά τη σοβαρότητα του θέματος που παρουσιάζει αλλά και το όλο ύφος της ταινίας προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι καταστρέψει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανεπτυγμένη ιστορία.

Ικανοποιητική σκηνοθεσία, αν και όχι Ευρωπαικού επιπέδου όπως θα περιμέναμε από μια γαλλόφωνη ταινία, πολύ καλές ερμηνείες από τα δύο παιδιά αλλά και τους γονείς αλλά κάποιες ανόητες επιλογές στη διάρκεια, ρίχνουν τη ταινία λίγο πιο πάνω από τη μετριότητα.

6/10

 

5 Σεπτεμβρίου 2010

A Christmas Carol [Χριστουγεννιάτικη Ιστορία] review

image

Το κλασσικό αριστούργημα του Καρόλου Ντίκενς που έγραψε τη δική του ιστορία στη Βρετανική και παγκόσμια λογοτεχνία, έβαλε στο στόχο του ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Robert “Forrest Gump” Zemeckis. Είναι περίεργο όταν συνειδητοποιείς ότι παρά τις αμέτρητες μεταφορές του βιβλίου και γενικότερα του ήρωα Ebenezer Scrooge στη μικρή ή μεγάλη οθόνη, λίγα ήταν πιστά στο βιβλίο και αποτύπωσαν τα γραπτά του Ντίκενς, ενώ αντίθετα τα πιο επιτυχημένα ήταν αυτά που πήραν τον Scrooge και του άλλαξαν τα φώτα, από το Scrooged του Bill Murray μέχρι τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία των Muppets και τον…Scrooge McDuck!

Αυτό ακριβώς έκανε ή τουλάχιστον ήθελε να κάνει στο A Christmas Tale ο Zemeckis, και κατά γενική ομολογία το πέτυχε αρκετά καλά. Σχεδόν για πρώτη φορά μια μεταφορά χρησιμοποιεί ακριβώς τα λόγια του Ντίκενς αλλά και τις περιγραφές του. Η γνωστή ιστορία που έχουμε δει πολλάκις δεν είναι ακριβώς όπως την έχουμε δει, εκτός αν έχουμε διαβάσει το βιβλίο, κάτι που ντρέπομαι που το λέω αλλά δεν έχω κάνει, και οι λεπτομέρειες των τριών φαντασμάτων κάνουν τη διαφορά. Το ανθρωπόμορφο κερί που δείχνει το φως του παρελθόντος, ο καλοκάγαθος γελαστός γίγαντας, σύμβολο της Βρετανικής παράδοσης, κάτι ανάμεσα σε Άγιο Βασίλη και Ιρλανδικό τρολ που αναλαμβάνει να μας κάνει βόλτα στο σήμερα και το ανατριχιαστικό, σχεδόν αόρατο πνεύμα του ζοφερού μέλλοντος, παρουσιάζονται με ένα επιμελημένο τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί.

image

Αλλά το αποτέλεσμα δε θα ήταν το ίδιο χωρίς το Jim Carrey. Η ταινία γυρίστηκε με τη τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε στα Polar Express και Beowulf, δηλαδή γυρίστηκαν οι σκηνές κανονικά με τους ζωντανούς ηθοποιούς και μετά επεξεργάστηκαν σε 3D ώστε να βγει το τελικό αποτέλεσμα που θαυμάσαμε για μια ακόμη φορά. Χωρίς το εύπλαστο πρόσωπο του Carrey και το εκπληκτικό ταλέντο στην απόδοση των διαφόρων φωνών αλλά και κινήσεων, μιας και υποδύεται συνολικά 7 χαρακτήρες (τον Scrooge σε διάφορες ηλικίες συν τα 3 πνέυματα), το Christmas Carol δε θα ήταν το ίδιο. Ο Scrooge απογειώνεται ως πραγματικά κακός και ανελέητα τσιγκούνας γέρος που έχει ξεχάσει να ζει. Μαζί του συμμετέχουν οι Gary Oldman, Colin Firth, Cary Elwes, Robin Wright και Bob Hoskins.

Τη μεγαλύτερη εντύπωση κάνει η ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα της Βικτοριανής Αγγλίας αφού ο Zemeckis παίρνει το ρίσκο να αποτυπώσει με σκληρό, σχεδόν ανατριχιαστικό τρόπο την ιστορία του Scrooge. Δε φοβάται να τρομάξει τους μικρούς θεατές ώστε να δείξει, αυτό που ήθελε να πει ο Ντίκενς, ένα νοσταλγικό διήγημα, ύμνο στην εξιλέωση και όχι ένα παιδικό παραμυθάκι. Αυτό που φοβάται όμως είναι τους ιθύνοντες νους της Disney, αφού έχει προσθέσει “τσόντα” μερικές παντελώς άχρηστες rollercoaster thrill ride σκηνές που μόνο σκοπό είχαν να “διαφημίσουν” και να δικαιολογήσουν την Disney 3D τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε, με αποτέλεσμα να χάνει μεγάλο μέρος της “σοβαρής μαγείας του βιβλίου”.

image

Το αρκετά πιο μέτριο δεύτερο μέρος δε φτάνει για να αμαυρώσει το αριστουργηματικό πρώτο μισό, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να χαλάσει μια σχεδόν “μυθιστορηματική” εμπειρία, έστω και αν έχασα την ευκαιρία να την απόλαυση σε όλο της το μεγαλείο στη μεγάλη οθόνη κάποιου κινηματογράφου και πρέπει να παραδεχτώ ότι το μετάνιωσα. Merry Christmas and God Bless Us Everyone…

7/10

 

4 Σεπτεμβρίου 2010

Archive reviews #2: No Reservations, I Am Legend, The Wicker Man (1973), Atonement, No Country for Old Men, King of California, The Nines

imageΜετά από 6 χρόνια απραξίας, ο Scott Hicks επιστρέφει με ένα remake μιας γερμανό-ιταλικής επιτυχίας του 2001. Η ιστορία για ακόμη μια φορά είναι απλούστατη. Η καταξιωμένη, εργασιομανής και μοναχική chef Catherine Zeta-Jones, μετά τον θάνατο της αδερφής της βρίσκεται ξαφνικά κηδεμόνας της ανιψιάς της (Abigail Breslin) που είχε να δει χρόνια. Ενώ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα, ένας "προσωρινός" αντικαταστάτης (Aaron Eckhart) έρχεται στο εστιατόριο και της κάνει τη ζωή άνω κάτω. Όλοι πρέπει ήδη να έχετε καταλάβει το τέλος και σας επιβεβαιώνω να μην περιμένετε κανένα plot twist ή έστω κάποια έκπληξη.

Μετά το εξαιρετικό Hearts in Atlantis περίμενα αρκετά από τον Hicks αλλά δυστυχώς το σενάριο δε τον βοήθησε καθόλου και υποθέτω ότι γι' αυτό το λόγο επιλέχθησαν και οι Zeta-Jones, Breslin μιας και μπορούν να δώσουν το κάτι παραπάνω. Και οι δύο ήταν πολύ καλές στους καθόλου-απαιτητικούς ρόλους τους, με τον Eckhart να μου θυμίζει την Ashley Judd που παίζει όλους τους ρόλους ακριβώς με τον ίδιο τρόπο,άοσμος και άγευστος. Μια ακόμα απογοήτευση ήταν η μη αξιοποίηση του θέματος του φαγητού που μπορούσε να κάνει το τελικό αποτέλεσμα κάπως πιο εύγευστο αλλά αγνοήθηκε παντελώς.

Δυστυχώς η ταινία πάει κατευθείαν για τα μεσημέρια της Κυριακής στο Mega. Δε ξεχωρίζει σε κανένα σημείο και το μόνο που καταφέρνει είναι να περάσεις ένα εύπεπτο 100λεπτό.

5,5/10


imageΠερίπου 3 χρόνια μετά το κουραστικό Contantine, ο Francis Lawrence επιστρέφει πίσω από την κάμερα με μια ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα του Richard Matheson (Stir of Echoes) σε σενάριο των Mark Protosevich (The Cell, Poseidon) και Akiva Goldsman (A Beautiful Mind, Cinderella Man, The Da Vinci Code).

Η ιστορία (της ταινίας γιατί το βιβλίο έχει μεγάλες διαφορές) θέλει τον Robert Neville (Smith) να είναι ο μοναδικός επιζών άνθρωπος στη γη με μοναδική παρέα την σκύλα του, Sam. Μας παρουσιάζει τις καθημερινές συνήθειές του, να γυμνάζεται, να κυνηγάει ελάφια στο κέντρο της Νέας Υόρκης, να νοικιάζει (και να επιστρέφει!!!) dvd από το video club αλλά κάπου εκεί μας παρουσιάζεται και η σκοτεινή πλευρά της καθημερινότητάς του, οι Dark Seekers. Το 2009, υποτίθεται  ότι ανακαλύφτηκε η θεραπεία για τον καρκίνο από κάποιους επιστήμονες μεταλλάσσοντας τον ιό της ιλαράς ώστε να καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα. Φυσικά τίποτα δεν πάει καλά και η θεραπεία μετατρέπεται σε έναν ιό που μεταδίδεται με τον αέρα και με το άγγιγμα και μετατρέπει τους ανθρώπους σε πλάσματα, με στοιχεία από zombies και vampires με αποτέλεσμα να αφήσει τον άνοσο Neville μοναδικό κάτοικο του πλανήτη. Η ιστορία έχει λίγο περισσότερο βάθος αλλά θα περάσω σε spoilers άρα το αφήνω...

Το trailer είναι αρκετά παραπλανητικό μιας και παρουσιάζει την ταινία ως survival action αντίθετα με την πραγματικότητα μιας και έχει μόνο 2-3 σκηνές δράσης και αυτές μικρής διάρκειας και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια για εντυπωσιασμό. Η ταινία είναι αργή, και βασίζεται στην ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την ερημωμένη μεγαλούπολη και στην προσπάθεια του Neville να κρατηθεί στη ζωή αλλά και στα λογικά του. Ο Lawrence εντυπωσιάζει με την απόφασή του να μην υπερβάλει σε κανένα στοιχείο και είναι πραγματικά η ευχάριστη έκπληξη κρατώντας τον ρυθμό σε ικανοποιητικά επίπεδα με εντυπωσιακά πλάνα, όχι υπερφορτωμένα και χειρίζοντας τον Will Smith όσο το δυνατόν καλύτερα. Όσο για τον Smith, αυτός είναι η μισή ταινία (η άλλη μισή είναι η σκηνοθεσία και η ατμόσφαιρα), αυτός κρατάει το θεατή πάνω του, αυτός βγάζει 100 λεπτά ταινία σχεδόν μόνος του, αυτός καταφέρνει να κάνει ρεαλιστικό ένα κατά τ'άλλα zombie-vampire movie και δείχνει την κλάση του.

Και για να πάμε και στα αρνητικά, μπορώ να πω ότι το βραβείο παίρνουν τα εφέ. Πολλοί μίλησαν για κακοφτιαγμένα πλάσματα αλλά εδώ θα διαφωνήσω, δεν είναι κακοφτιαγμένα μόνο τα πλάσματα. Παρά την μεγάλη λεπτομέρεια των εφέ, αυτά δεν έχουν συνοχή μέσα στον κόσμο, δεν γίνονται ρεαλιστικά, τα πλάσματα, το ψηλό χορτάρι που φύτρωσε μέσα στην πόλη, τα άγρια ζώα που γυρνοβολάνε ελεύθερα, το Ford Mustang που οδηγάει στους άδειους δρόμους με το αμάξι να είναι ένα layer, τον δρόμο άλλο και το περιβάλλον άλλο. Δεν ξέρω αν αυτά τα προβλήματα είναι εύθηνη μοντάζ ή της εταιρίας των ειδικών εφέ πάντως απογοητεύουν σε τραγικό σημείο. Ένα άλλο στοιχείο που κατακρίθηκε ήταν το τέλος που για μένα ήταν μισή απογοήτευσή μιας και ήταν γυρισμένο ευρωπαϊκά αλλά γραμμένο αμερικάνικα...Ότι καταλάβατε, καταλάβατε.

7/10


imageΒρετανικό original που βγάζει 7,8 ή αμερικάνικο remake που βγάζει 3,5. Δεν είναι δύσκολο να διαλέξεις...

The Wicker Man λοιπόν ή Το Καταραμένο Σκιάχτρο, ταινία του 1973 του Robin Hardy σε σενάριο του Anthony Shaffer (Sleuth, Frenzy, Sommersby) με τους Edward Woodward, Diane Cilento, Britt Ekland και φυσικά τον Christopher Lee. Η ιστορία χωρίς να μπω σε spoilers θέλει τον αστυνόμο Howie να δέχεται ένα ανώνυμο γράμμα το οποίο μιλάει για ένα εξαφανισμένο κορίτσι σε ένα νησί της Σκωτίας. Έτσι, πάει για να ερευνήσει την υπόθεση στο ιδιωτικό νησί το οποίο κυβερνείται από τον Λόρδο Summerisle στον οποίον και ανήκει. Και η ιστορία ξεδιπλώνεται... Το σενάριο είναι καλογραμμένο με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ρυθμική εξέλιξη και ανατριχιαστικά παιδάκια (που δεν είναι φαντάσματα)!

Ο σκηνοθέτης δεν εντυπωσιάζει με την δουλειά τους φτιάχνοντας μια τυπική ταινία με αρκετά λάθη και ψευτοεφέ εντυπωσιασμού που αποτυγχάνουν αλλά καταφέρνει να δημιουργήσει την εντυπωσιακά αντιφατική ατμόσφαιρα του μυστηρίου σε ένα πανέμορφο χωριουδάκι και χωρίς να χρειαστεί να γυρίσει παρά ελάχιστα νυχτερινά πλάνα. Ο πρωταγωνιστής Woodward είναι άκρως ικανοποιητικός μέχρι το φινάλε όπου το ρίχνει στο αρχαίο δράμα και είναι φανερό ότι δεν έχει το ταλέντο με αποτέλεσμα μια από τις πιο "τρομακτικές χωρίς τρόμο" σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου (όπως έχει ψηφιστεί από περιοδικά) να καταντάει γελοία. Φυσικά ξεχωρίζει ο Lee σε έναν ρόλο που του πάει γάντι και μάλιστα για τον οποίον δεν πληρώθηκε δραχμή.

Συνολικά η ταινία σε αφήνει ικανοποιημένο αλλά όχι και εντυπωσιασμένο μιας και το τέλος της που θεωρείται κλασικό, αν και plot twist, δεν είναι τόσο αδύνατο να το προβλέψεις και η κακή ερμηνεία του πρωταγωνιστή χαλάει την τελική εικόνα.

6/10


imageΈχω κακό ιστορικό για τις ταινίες που είναι βασικές υποψήφιες για Oscar είτε γιατί μου πέφτουν πολύ βαριές και δε τις βλέπω είτε όταν τις βλέπω, είναι σκέτη απογοήτευση (The Departed). Παρ'όλ'αυτά, αυτή τη φορά είδα το Atonement, την τελευταία ταινία του 35χρονου Joe Wright (Pride & Prejudice) με τους Saoirse Ronan, James McAvoy, Keira Knightley, Romola Garai και Vanessa Redgrave βασισμένη σε νουβέλα του Ian McEwan (The Cement Garden, The Good Son).

Η ιστορία μας βάζει λίγο πριν την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα Αγγλικό πλουσιόσπιτο και αποτελεί την παρουσίαση της ζωής της 13χρονης Briony Tallis (Ronan) και τις συνέπειες των πράξεών της. Η μικρή Briony είναι κρυφά ερωτευμένη με τον κηπουρό Robbie Turner (McAvoy) ο οποίος έχει μάτια μόνο για την μεγάλη αδερφή της, την Cecilia (Knightley). Η μικρή ζηλεύει την αδερφή της και όταν πιάνει τους δύο νέους να...βγάζουν τα μάτια τους στη βιβλιοθήκη εξοργίζεται. Λίγο αργότερα στους κήπους της έπαυλης, βιάζεται η ξαδέρφη της, και η μικρή έχοντας δει μόνο τη σκιά του βιαστή, δείχνει με σιγουριά τον Robbie με αποτέλεσμα την φυλάκισή του. Μάλλον είπα ήδη πολλά, άρα κάπου εδώ σταματάω, με την ιστορία να συνεχίζει παρουσιάζοντας την πολύπλοκη συνέχεια των ζωών των τριών χαρακτήρων και τις συνέπειες των πράξεων της μικρής Briony. Συνολικά η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα μιας και δείχνει πως μια απόφαση ενός παιδιού μπορεί να επηρεάσει τη ζωή τόσων ανθρώπων.

Η προηγούμενη ταινία του Wright, το Pride and Prejudice, δεν είχε πάρει και τις καλύτερες κριτικές αλλά προσωπικά μου είχε αρέσει πολύ και με τις καλές κριτικές του Atonement, περίμενα ακόμα περισσότερα. Η σκηνοθεσία είναι σχεδόν άριστη, με ωραία πλάνα, καλό ρυθμό, ρεαλιστική ατμόσφαιρα και παρουσίαση χαρακτήρων. Περίμενα λίγο καλύτερη φωτογραφία αλλά μετά πρόσεξα ότι ο διευθυντής φωτογραφίας δεν είναι ο Roman Osin του Pride & Prejudice αλλά ο Seamus McGarvey (High Fidelity, The Hours, World Trade Center).

Όσο για τις ερμηνείες, αυτή που ξεχωρίζει είναι αυτή της μικρής Saoirse Ronan (έτσι εξηγείται και η συμμετοχή της στο Lovely Bones) που δεν είναι το κλασσικό χαριτωμένο κοριτσάκι που μπορεί να γεμίσει την οθόνη μόνο με την παρουσία του αλλά ένα άχαρο ψιλόλιγνο freckles που καταφέρνει να γεμίσει την οθόνη και να εντυπωσιάσει με την ερμηνεία και την σοβαρότητά της. Όσο για το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής, η Keira Knightley δίνει την πιο ώριμη ερμηνεία της και αποδεικνύει και στους πιο άπιστους ότι όσο μπούστο της λείπει, τόσο ταλέντο έχει. Όσο για τον McAvoy, δεν μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα μιας και είναι φανερό ότι δεν μπορεί να κρατήσει ακόμα μια ταινία πάνω του (μιας και έχει το μεγαλύτερο screentime) αλλά σε καμιά περίπτωση δεν απογοητεύει, απλά είναι ακόμα ταλέντο και όχι καταξιωμένος πρωταγωνιστής και του φαίνεται. Αποκορύφωμα, φυσικά, η Vanessa Redgrave με ένα μονόλογο που αποτελεί και το το φινάλε της ταινίας να σου αφήνει την καλύτερη δυνατή τελική εντύπωση.

Συνολικά η ταινία είναι από τις καλύτερες της χρονιάς, βάζοντας τον Wright στη λίστα με τους μικρότερους αλλά και πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες. Αρκεί να το αποδείξει και στο μέλλον με μεγαλύτερη ποικιλία στις επιλογές του.

7,5/10


imageΈχοντας δει μόνο το Lady Killers και το Intolerable Cruelty, σίγουρα δεν έχω δει τίποτα από τους περιβόητους αδερφούς Coen, και τώρα με την τελευταία τους ταινίας No Country for Old Men, νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω το ταλέντο τους. Αν μετράω σωστά είναι η 12η τους ταινία (+ το segment Tuileries απ'το Paris, Je T'Aime) και πρωταγωνιστές τους Josh Brolin, Javier Bardem, Tommy Lee Jones, Kelly Macdonald και Woody Harrelson. Εκτός από την Macdonald που έχει μια μικρή πορεία σε ταινίες όπως Trainspotting, Elizabeth, Gosford Park, Intermission, οι υπόλοιποι φυσικά δε θέλουν καμία σύσταση.

Η ιστορία θέλει τον άνεργο, ψιλορεμάλι Llewelyn Moss (Brolin) που ζει με την γυναίκα του (Mcdonald) σε ένα τροχόσπιτο κάπου στο Τέξας, να βρίσκει μέσα στην έρημο τα αποτελέσματα ενός deal ναρκωτικών που πήγε στραβά, δηλαδή πτώματα, ένα φορτηγό κοκαΐνη και μια βαλίτσα λεφτά. Έτσι, αποφασίζει να πάρει τα λεφτά αλλά για κακή του τύχη τον βλέπουν και αρχίζει το κυνηγητό. Απλά να πω ότι ο Bardem είναι ο κυνηγός και το TLJ είναι ο σερίφης γιατί η ιστορία ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά και δε θέλω να χαλάσω τη συνέχεια. Παρόλο που δεν εξηγεί πολλά πολλά για το πως, ποιοί, γιατί, δε χαλάει καθόλου την εικόνα μιας και το παιχνίδι γάτας-ποντικιού είναι εξαιρετικά σκηνοθετημένο, με δύο χαρακτήρες ελαφρώς καρτουνίστικους, ο ένας παρανοϊκός και ο άλλος καιροσκόπος και ανάμεσά τους ένας βετεράνος σερίφης  (εδώ κολλάει και το "Old Men" του τίτλου) που καταλαβαίνει ότι δεν τον παίρνει να ανακατευτεί και απλά παρακολουθεί, ακολουθεί, και φιλοσοφεί. Πολύ ευχάριστη νότα μερικές ατάκες που δε μπορείς να τις χαρακτηρίσεις αστείες αλλά σίγουρα φέρνουν το γέλιο.

Σε καμιά περίπτωση δεν μπορείς να με πεις κουλτουριάρη και η ανοχή μου με τις αργέεες ταινίες δεν είναι μεγάλη αν και μπορώ να πω ότι έχω μάθει να ξεχωρίζω το αργό του Αγγελόπουλου με το αργό του Jarmush. Εδώ οι Coen ακροβατούν.Σίγουρα μένουν πάνω στο σκοινί αλλά δε σημαίνει ότι δεν έχουν και τα τραντάγματά τους, που σημαίνει ότι υπήρχαν κάνα δυο σκηνές που κούραζαν και άλλες μια-δυό που κρατούσαν λίγο παραπάνω. Ήθελε κανένα 10λεπτο κόψιμο ακόμα στο μοντάζ και θα ήταν perfect. Εξαιρετικές σκηνές δράσης (1-2 μικρές φυσικά, δεν είναι Die Hard) και με πολύ καλό ρυθμό. Λίγο άνευρη φωτογραφία αλλά για αμερικάνικη παραγωγή, πολύ πάνω του μέσου όρου.

Ο Brolin κλέβει την παράσταση ερμηνευτικά και είναι απόλυτα άψογος. Έχω μια μικρή ένσταση για τους επαίνους που έχει πάρει ο Bardem, μιας και σίγουρα δεν είναι κακός αλλά ο ρόλος του είναι εξαιρετικά απλός (τουλάχιστον έτσι φαίνεται στα μάτια του θεατή), και ο ταλαντούχος Ισπανός απλά τον κάνει πραγματικά δικό του, αλλά δεν είναι τόσο η ερμηνεία που εντυπωσιάζει ώστε να δικαιολογήσει τα βραβεία όσο ο χαρακτήρας αυτός καθ'αυτός. Ο Tommy Lee Jones έχει σχετικά μικρό screentime και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία εκτός για να δικαιολογήσει τον τίτλο της ταινίας.

Συνολικά η ταινία εντυπωσιάζει σε κάθε σκέλος της και σίγουρα είναι από τις καλύτερες τις χρονιάς. Επειδή όμως έτυχε να την δω σχεδόν σερί μετά το Atonement, σίγουρα υστερεί και χάνει στα σημεία.

7/10


imageΠρόκειται για την πρώτη σκηνοθετική δουλεία (και συγγραφική μιας και έχει γράψει και το σενάριο) κάποιου Mike Cahill με πρωταγωνιστές τους Michael Douglas και Evan Rachel Wood (S1m0ne, Thirteen, Down in the Valley για όσους λίγους δε την ξέρουν).

Η ιστορία ξεκινάει σαν μια κλασική παρουσίαση μιας δυσλειτουργικής οικογένειας. Η 17χρονη (θά'θελε) Miranda (Wood) μένει μόνη της μιας και ο πατέρας της είναι σε ψυχιατρείο και η μητέρα της..χμμμ,για να πω την αλήθεια δε θυμάμαι ακριβώς τι παίζει με την μητέρα αλλά νομίζω ότι έχει πεθάνει. Τέσπα, η Miranda πάει να πάρει, με το σαραβαλάκι αυτοκίνητο που με πολλές ώρες δουλειάς στα McDonalds κατάφερε να αγοράσει, τον πατέρα της (Douglas) από το ψυχιατρείο ο οποίος όμως δεν είναι και τόσο καλά στα μυαλά του ακόμα. Τις κάνει τη ζωή δύσκολη με τις τρέλες του ώσπου μετά από λίγο καιρό της αποκαλύπτει το μυστικό. Διάβασε ένα βιβλίο που έλεγε για έναν θησαυρό που ήταν θαμμένο κάπου στην California από κάποιους Ισπανούς κατακτητές. Και έτσι ξεκινάει ένα κυνήγι θησαυρού.

Βλέποντας την ταινία καθαρά τεχνικά, η απειρία του σκηνοθέτη δεν φαίνεται καθόλου με έξυπνα πλάνα, καλό μοντάζ και αξιοποίηση των ταλαντούχων πρωταγωνιστών. Αλλά δεν καταφέρνει να κρατήσει ψηλά και τον ρυθμό με αποτέλεσμα, κυρίως το πρώτο μισό της ταινίας να είναι κάπως βαρετό και αργό. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές και πραγματικά δε ξέρεις ποια να ξεχωρίσεις, χωρίς να είναι όμως και ιδιαίτερης δυσκολίας. Απολαυστική ερμηνεία από τον Douglas στα πρότυπα του One Night at McCool's αλλά πολύ καλύτερη. Η ERW βγάζει μάτια...με την κάθε έννοια της έκφρασης ;)

Τελικά ήταν μια αρκετά καλή και σχετικά διασκεδαστική δραματική κωμωδία που όμως δε θα θυμόμαστε για πάνω από μια βδομάδα.

5,5/10


imageΆλλη μία σχετικά άγνωστη ταινία είχε σειρά αλλά σίγουρα δύσκολο να αγνοήσεις. Μιλάω για το The Nines, την πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια του σεναριογράφου John August (Go, Titan A.E., Charlie's Angels, Big Fish, Charlie and the Chocolate Factory, Corpse Bride) με τους Ryan Reynolds, Hope Davis, Melissa McCarthy και Elle Fanning. Δε γνωρίζω αν πρόκειται για κάποιο dream project του δημιουργού αλλά προφανώς έχει δουλευτεί πολύ και είναι εξαιρετικά περίπλοκο και θέλει πολλαπλές θεάσεις για να βγάλεις κάποιο νόημα. Κάποιοι (ιερόσυλοι) το παρομοιάζουν με το Donnie Darko, και στο σημείο του σεναρίου μπορώ να πω ότι μοιάζει μιας και πρόκειται για ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία και ξεχωριστά bits and pieces που πρέπει να προσέξεις ώστε να βγάλεις νόημα. Δυστυχώς όμως δεν έχει και την ποιότητα στη σκηνοθεσία ώστε να γίνει ένα cult masterpiece και καταλήγει να γίνει μια ακαταλαβίστικη φούσκα που απλά στο τέλος έχεις καταλάβει ελάχιστα αλλά δε σε κάνει και να ενδιαφερθείς να το ξαναδείς μπας και καταλάβεις τίποτα περισσότερο.

Αργός ρυθμός, σχεδόν καθόλου ένταση, αδιάφορα αναπτυγμένοι χαρακτήρες. Είναι χωρισμένη σε τρία κεφάλαια με τους ηθοποιούς να παίζουν διαφορετικό ρόλο σε κάθε ένα με την Elle να αποτελεί το συνδετικό νήμα και μπερδεύει αποτυχημένους ηθοποιούς, μπερδεμένους σεναριογράφους και κολλημένους game designers, που σύμφωνα με κάποιους αποτελούν εμπειρίες του σεναριογράφου. Στο τέλος αφήνει και μια θεολογική πινελιά και το αποκάνει. Απλά το παρατάς. Καλές ερμηνείες σε γενικές γραμμές, χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος.

Αξίζει μια ματιά, αλλά αν δε καταλάβετε τίποτα μην απογοητευτείτε, δεν είστε μόνοι..

5,5/10

3 Σεπτεμβρίου 2010

The Yellow Handkerchief review

imageΠριν η Kristen Stewart πέσει στη δύνη του Twilight, είχε συμμετάσχει σε μερικές εξαιρετικές indie ταινίες, στις οποίες και απέδειξε επανειλημμένα το ταλέντο της. Η τελευταία, πριν η νεαρή ηθοποιός γίνει ξαφνικά pop είδωλο, ήταν τον The Yellow Handkerchief, remake της ομώνυμης γιαπωνέζικης ταινίας του 1977 του Yôji Yamada (The Twilight Samurai) βασισμένη περιέργως σε μυθιστόρημα του Νεοϋορκέζου Pete Hamill. Παρόλο που το συγκεκριμένο remake του σκηνοθέτη Udayan Prasad γυρίστηκε το 2007, η ταινία τριγύρισε σε αρκετά φεστιβάλ μέχρι να βρει μια έστω και μικρή διανομή στις αμερικάνικες αίθουσες τον Φεβρουάριο του 2010.

image

Τρεις άγνωστοι πρωταγωνιστούν σε αυτό το road movie. Ο Brett, ένας άνδρας που μόλις αποφυλακίστηκε μετά από 6 χρόνια, και δύο έφηβοι, η Martine και ο Gordy που βρίσκονται ξαφνικά μαζί σε ένα καμπριολέ να πηγαίνουν…κάπου, ή να φεύγουν μακριά από κάπου. Ο σεναριογράφος Erin Dignam παίζει πολύ επιτυχημένα με την άγνοια των θεατών για το πρωταγωνιστικό τρίο και το ένστικτο ή την τύχη που τους έφερε σε αυτό το ταξίδι. Δίνοντας ελάχιστες βασικές λεπτομέρειες για τους δύο εφήβους ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης της ιστορίας του Brett και πως κατέληξε στη φυλακή.

Το περίεργο τρίο προσπαθεί να συνειδητοποιήσει γιατί κάνει αυτό το ταξίδι προς το πουθενά και μαζί τους και οι θεατές. Άλλος ψάχνει τη διέξοδο από τη μοναξιά, άλλος την τυχαία ερωτική περιπέτεια αλλά και την κοινωνική αποδοχή ενώ άλλος απλά τη συνέχεια της ζωής του. Το πρώτο μισό της ταινίας παίζει με την άγνοια των θεατών για το ποιοι είναι και που πάνε με μικρά flashbacks της ζωής του Brett, ταξιδεύοντας σε motel και παράγκες του Αμερικάνικου νότου. Παρά την ουσιαστική έλλειψη εξέλιξης της ιστορίας, οι εξαιρετικά καλογραμμένοι χαρακτήρες/διάλογοι σε συνδυασμό με τις υπέροχες ερμηνείες των πρωταγωνιστών αλλά και τη φωτογραφία του Chris Menges (The Three Burials of Melquiades Estrada), κάνουν αυτό το πρώτο 50λεπτο ένοχα απολαυστικό. Όμως κάπου εκεί τα προαναφερόμενα flashbacks πυκνώνουν, κερδίζοντας υπερβολικά μεγάλο χρόνο μιας σχεδόν αδιάφορης ιστορίας οικογενειακού δράματος, παραμελώντας τελείως τους εξαιρετικά ενδιαφέροντες πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του σήμερα, και ειδικά τους δύο εφήβους, αφήνοντάς μας χωρίς κανένα νέο στοιχείο για τη ζωή τους, επιμένοντας εκνευριστικά στο παρελθόν του Brett. Αυτό λοιπόν το 35-40λεπτο ήταν κάτι παραπάνω από βασανιστικό. Τα λεπτά δε περνούσαν και η θεωρία της σχετικότητας του χρόνου ήταν μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα σκέψη από τα τεκταινόμενα στην οθόνη. Το “Κίτρινο Μαντήλι” ξεπέφτει σε οικογενειακό δράμα με ένα συγκινητικό μεν, εκτός τόπου και χρόνου δε, happy end.

image

Οι εξαιρετικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών William Hurt, Eddie Redmayne και Kristen Stewart, η σπουδαία φωτογραφία και το έξυπνο σενάριο του πρώτου μέρους δε φτάνει για να μετριάσει την υπέρμετρη απογοήτευση του βασανιστικού δεύτερου μέρους. Για τα παραπάνω άριστα συστατικά αξίζει να δώσετε μια ευκαιρία στο The Yellow Handkerchief, αλλά δυστυχώς δύσκολα δε θα απογοητευτείτε με τη τελική εικόνα.

5/10

 

Related Posts with Thumbnails