29 Οκτωβρίου 2010

Donnie Darko review

image

28 days... 6 hours... 42 minutes... 12 seconds. That... is when the world... will end.

Μιας και πλησιάζει η αμερικάνικη γιορτή του Halloween, βρήκα ευκαιρία να ξαναδώ για ν-οστή φορά (άλλο που δε ήθελα) το μεγαλύτερο αριστούργημα της πρώτης τουλάχιστον δεκαετίας του 2000, το πρώτο cult-classic της νέας χιλιετίας και απλά την καλύτερη ταινία που έχω δει ποτέ μου και μέχρι σήμερα δεν είχα τολμήσει να ασχοληθώ κριτικά μαζί της.

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ο Richard Kelly, ένας 26χρονος νέος σκηνοθέτης, απόφοιτος του USC School of Cinematic Arts που μετά από μερικές ταινίες μικρού μήκους έγραψε το σενάριο για τη πρώτη του μεγάλη μήκους ταινία με τον περίεργο τίτλο Donnie Darko. Είχε την τύχη να βρει τη στήριξη που χρειάζεται στην Drew Barrymore και συγκεκριμένα στην εταιρία παραγωγής της Flower Films, η οποία ενθουσιάστηκε από το σενάριο με αποτέλεσμα το όνομά της να κάνει τη δημιουργία αρκετά πιο εύκολη. Με μεγαλύτερο όνομα για την εποχή την, δις υποψήφια για Όσκαρ, Mary McDonnell το cast συμπληρώθηκε με ονόματα που το 2001 δεν έλεγαν σχεδόν τίποτα αλλά σήμερα είναι A-list όπως τα ταλαντούχα αδέρφια Jake και Maggie Gyllenhaal, Jena Malone αλλά και τον Seth Rogen στη πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση.

image

Τα γυρίσματα τέλειωσαν γρήγορα, μόλις σε 28 μέρες (όσο ακριβώς είναι και η διάρκεια των γεγονότων της ταινίας), αφού με budget μόλις 4,5 εκατομύρια δολάρια δε μπορούσαν να κάνουν και πολλά “φαντεζί” τεχνουργήματα, δε χρειαζόταν άλλωστε. Μετά από μια επιτυχημένη παρουσία στο φεστιβάλ Sundance, είχε έρθει η ώρα να βγει και στις αίθουσες της Αμερικής τον Σεπτέμβριο του 2001. Σας λέει κάτι η ημερομηνία; Η τραγωδία των Δίδυμων Πύργων παρέλυσε την Αμερική και η ανεξήγητη πτώση μιας μηχανής ενός αεροπλάνου που περιεχόταν στη ταινία, έκανε τη κατάσταση χειρότερη. Η έξοδος, φυσικά αναβλήθηκε μέχρι τον επόμενο μήνα και σε ελάχιστες αίθουσες, με αποτέλεσμα την επόμενη εβδομάδα να εξαφανιστεί σαν να μη βγήκε ποτέ.

Όμως ο Donnie δεν είχε πει τη τελευταία του λέξη, αφού ένα χρόνο αργότερα έκανε την εμφάνισή του σε dvd αλλά και στους κινηματογράφους του υπόλοιπου πλανήτη και εκεί έγινε η μεγάλη έκρηξη. Οι πωλήσεις ξεπερνάνε κάθε προσδοκία αφού στόμα-στόμα, η ταινία από το πουθενά κάνει πάνω από 10 εκατομμύρια πωλήσεις, μια fanbase όσο λίγες δημιουργείται που πλημυρίζει τα fora με θεωρίες και απόψεις και το Donnie Darko γίνεται και επίσημα το πρώτο cult-classic της νέας χιλιετίας.

Κάπου εκεί, γύρω στα μέσα του 2002 έπεσε στα χέρια μου το αισχρής ποιότητας, ελληνικής παραγωγής dvd της Σπέντζος που έμοιαζε χειρότερο και από βιντεοκασέτα. Τίποτα όμως δε μπορούσε να εμποδίσει το μάτι του θεατή από το να απολαύσει το Donnie Darko…

image

Ο Donnie Darko είναι ένας νεαρός που ζει με την οικογένειά του στη μικρή πόλη του Middlesex, το 1988. Ένας πανέξυπνος, ώριμος αλλά προβληματικός νεαρός. Τα ψυχολογικά προβλήματα εντείνονται με την εμφάνιση του Frank, ενός ανθρωπόμορφου λαγού που τον βγάζει ένα βράδυ από το σπίτι σώζοντας τον από βέβαιο θάνατο ενώ παράλληλα τον προειδοποιεί ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε 28 μέρες. Με τη βοήθεια την οικογένειάς του και κυρίως της νέας συμμαθήτριας Gretchen, μια σειρά από εμφανώς άσχετα αλλά πλήρως αλληλοεξαρτώμενα γεγονότα και καταστάσεις θα ξετυλιχθούν που θα φτάσουν τον Donnie στα όρια της λογικής. Εφαπτόμενα σύμπαντα, σχιζοφρένεια, φιλοσοφία των χρονοταξιδιών, προορισμός και βοηθοί, η cellar door και μια μηχανή αεροπλάνου που έπεσε από το πουθενά στο δωμάτιό του. Δικαιοσύνη, θρησκεία αλλά και η πλήρης κατάλυση αυτής, χωροχρόνος και η δυνατότητα να αλλάξουμε το μέλλον. Αλλά και η εφηβεία, οι βαθυστόχαστες συζητήσεις για τη σεξουαλικότητα των Στρουμφ (ιστορική σκηνή), οι κολλημένοι καθηγητές και οι bullies συμμαθητές, η όμορφη συμμαθήτρια και οι ονειρώξεις με την Christina Applegate. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα μας παρουσιάζει το once-in-a-lifetime δημιούργημα του Richard Kelly.

Το Donnie Darko είναι μια teen movie, με σχεδόν κανένα από τα χαρακτηριστικά των teen movies. Με το μυστήριο να κυριαρχεί, η επιστημονική φαντασία, το δράμα, το θρίλερ, μέχρι και η κωμωδία είναι όλα genres που μπορούν να το χαρακτηρίσουν χωρίς καμία υπερβολή.

image

Σε συνέντευξή της, η Mary McDonnell δήλωσε ότι όταν πρωτοδιάβασε το σενάριο, παρά τον άμεσο ενδιαφέρον της, δε μπορούσε να φανταστεί κανέναν σκηνοθέτη που θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με ένα τέτοιο πολύπλοκο θέμα. Μέχρι που έμαθε ότι ο νεαρός, παντελώς άγνωστος μέχρι τότε σεναριογράφος, θα αναλάμβανε και τη σκηνοθεσία. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι κανένας τρίτος δε θα μπορούσε να οπτικοποιήσει ένα τόσο πολύπλοκο κείμενο. Ο Kelly αμείφτηκε με το “τεράστιο” ποσό των 9 χιλιάδων δολαρίων για το σενάριο και τη σκηνοθεσία, και παρέδωσε ένα αποτέλεσμα για σεμινάριο. Το γεγονός ότι το Donnie Darko ήταν ένα ολοκληρωτικά δικό του project, διευκόλυνε τον τρόπο που μας παρουσίασε όλο αυτό το “διαπλεκόμενο”, και όχι πολύπλοκο, σενάριο. Με τη συνεργασία του διευθυντή φωτογραφίας Steven Poster, κατάφερε να κάνει κάθε πλάνο της ταινίας σημαντικό. Δεν υπάρχει ούτε πλάνο που να μπήκε τσόντα, χωρίς να έχει να πει κάτι, χωρίς να πρέπει να προσέξεις και τη παραμικρή λεπτομέρεια για να πάρεις ακόμα ένα στοιχείο για τη πλοκή. Εκπληκτικά κάδρα με εναλλάξ εντελώς ακίνητα και αεικίνητα πλάκα, πλήρης και απόλυτος έλεγχος των ηθοποιών του από τους οποίους κατάφερε να πάρει τα μέγιστα και όλα αυτά υπό τον ήχο ενός από τα καλύτερα soundtracks των τελευταίων ετών, γεμάτο με επιτυχίες των ‘80s όπως The Killing Moon από Echo & The Bunnymen, Notorious από Duran Duran, Under the Milky Way των The Church αλλά και το Mad World των Gary Jules και Michael Andrews που έγινε μεγάλη επιτυχία λόγω της ταινίας και έβαλε το κερασάκι στο φινάλε της τούρτας, ενώ εναλλάξ με τα pop hits ακούγονται ανατριχιαστικές original συνθέσεις του Michael Andrews που, όσο και να μη θες, σε βυθίζουν στον κόσμο του Donnie.

image

Για εσάς που δεν την έχετε ήδη δει (ντροπή σας!), πρέπει να σας προειδοποιήσω. Τη πρώτη φορά που θα τη δείτε, δε θα καταλάβετε σχεδόν τίποτα. Εκεί πρέπει να πρυτανεύσει η υπομονή, γιατί αν σας άρεσε έστω και λίγο, θα πρέπει να την ξαναδείτε. Όταν αρχίσουν να ταιριάζουν τα στοιχεία, να προσέχετε καινούριες λεπτομέρειες και αρχίσετε να διατυπώνετε μια θεωρία, όποια και αν είναι αυτή, θα ενθουσιαστείτε. Το τονίζω γιατί οι θεωρίες που κυκλοφορούν είναι σχεδόν αμέτρητες και το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι ο σκηνοθέτης μας δίνει τόσα πολλά στοιχεία που όλες, λιγότερο ή περισσότερο, έχουν τη λογική τους. Μπορεί ο σκηνοθέτης να έχει τη βασική θεωρία, αλλά δε σημαίνει ότι είναι και η καλύτερη ή ότι πρέπει να την υιοθετήσεις πλήρως. Αυτή είναι η γοητεία. Μπορείς να εξηγήσεις τη ταινία όπως ακριβώς θες, χωρίς να υπάρχει λάθος και σωστό. Θα αναγκάσετε το μυαλό σας να πάρει φωτιά προσπαθώντας να ταιριάξει εικόνες και λόγια, θα θέλετε να τη δείτε ξανά και ξανά.

image

Σας το είπα; Δε σας το είπα. Το Donnie Darko είναι η καλύτερη ταινία που έχω δει ΠΟΤΕ μου. Πραγματικά δε μπορώ να της βρω κανένα μειονέκτημα ενώ κάθε φορά που τη βλέπω παίζει με τη φαντασία μου, τα συναισθήματά μου, τους φόβους μου, το μυαλό μου. Σενάριο, σκηνοθεσία, ερμηνείες με κυρίαρχο τον έφηβο τότε Jake Gyllenhaal να σε ανατριχιάζει μέχρι…τις κάλτσες, φωτογραφία, μουσική…τα πάντα στο ζενίθ τους.

Every living creature on earth dies alone.

9,5/10

(Γιατί 9,5 και όχι 10; Γιατί πάντα υπάρχει η ελπίδα για κάτι ακόμα καλύτερο στο μέλλον…αν και πολύ αμφιβάλλω)

 

 
ΥΓ. Έχει κυκλοφορήσει και το Director’s Cut αλλά τουλάχιστον για τη πρώτη θέαση, το original cut είναι ενδεδειγμένο γιατί το DC προσπαθώντας να εξηγήσει μερικές λεπτομέρειες, χάνει μέρος της μαγείας.

28 Οκτωβρίου 2010

Monsters review

image

Θέλω να γίνω District 9, Θέλω να γίνω District 9! Οι αφίσες, τα trailers, το promotion, τα πάντα τόνιζαν ότι το Monsters του Gareth Edwards ήθελε να γίνει το District 9. Αν και ήταν δύσκολο να επαναληφθεί η εμπορική επιτυχία του Blomkamp, προσωπικά περίμενα κάτι καλύτερο αφού το D9 με είχε απογοητεύσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό.

image

Βρισκόμαστε στο κοντινό μέλλον. Πριν από 6 χρόνια, η NASA ανακάλυψε σημάδια ζωής σε κάποιο σημείο του γαλαξία μας. Όμως η αποστολή που στάλθηκε να συλλέξει δείγματα, δε πρόλαβε να γυρίσει ασφαλής αφού συνετρίβει πάνω από τα βόρεια σύνορα του Μεξικό. Ολόκληρη η περιοχή “μολύνθηκε” από τα εξωγήινα δείγματα και μπήκε σε καραντίνα αφού νέοι άγνωστοι οργανισμοί έκαναν την εμφάνισή του. Στο σήμερα, ένα μεγάλο μέρος γύρω από τα σύνορα Αμερικής- Μεξικού έχει χαρακτηριστεί “Μολυσμένη Ζώνη” και έχει περιφραχθεί με ένα τεράστιο τείχος αφού οι εξωγήινοι οργανισμοί έχουν πάρει τεράστιες διαστάσεις.

image

Ο Andrew είναι φωτογράφος για ένα περιοδικό και η Samantha, κόρη του αφεντικού του Andrew. Και οι δύο βρίσκονται στο Μεξικό για διαφορετικούς λόγους και θέλουν να περάσουν τα σύνορα προς την Αμερική. Έτσι, το αφεντικό του Andrew του αναθέτει το…babysitting της Sam ώστε να φτάσει ασφαλής στο σπίτι της, και φυσικά αυτός δε μπορεί να πει όχι στο αφεντικό του. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν μόλις δύο μέρες να καταφέρουν να περάσουν απέναντι γιατί τα σύνορα θα κλείσουν. Το αν και πως θα τα καταφέρουν, μας εξιστορεί ο Edwards σε μια ταινία που δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που διαφημίζεται. Η χαρακτηριστικότερη περιγραφή που θα μπορούσες να της δώσεις είναι road-movie και θα καταλάβετε παρακάτω γιατί…

Εκτός από την επιθυμία να γίνει D9, το Monsters έχει κληρονομήσει και τα περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Το πιο κουραστικό και βαρετό κομμάτι του D9 ήταν η ατελείωτη εισαγωγή που θεωρητικά είχε σκοπό να σε βάλει στο κλίμα αλλά ουσιαστικά σε έριχνε σε λήθαργο. Κάτι αντίστοιχο, και σε μεγαλύτερη κλίμακα κάνει και το Monsters. Ολόκληρη η πρώτη ώρα είναι η παρουσιασμένη ανούσια διαδικασία των δύο νέων να βρουν εισιτήρια, να περάσουν την ώρα τους στο Μεξικό μέχρι να φύγουν, να αλλάξουν 2-3 μεταφορικά μέσα και άλλα τέτοια ενδιαφέροντα. Και σα να μην έφταναν αυτά, το σενάριο και κυρίως οι διάλογοι είναι εντελώς μη πιστευτοί σε σημείο γελοιότητας.

image

Και ξαφνικά το ρολόι περνάει τα 59 λεπτά. Και τα πάντα αποκτούν υπόσταση. Οι χαρακτήρες γίνονται ρεαλιστικοί και συμπαθείς, εξαιρετική μουσική και σκηνοθεσία δημιουργούν μια απόκοσμη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ακόμα και αν αυτοί βρίσκονται στα ανοιχτά της ζούγκλας. Η αγωνία κάνει την εμφάνισή της και σταδιακά αυξάνεται μέχρι το ελαφρώς σοκαριστικό φινάλε. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος δράσης. Μια συγκλονιστική σκηνή λίγο πριν το φινάλε θα δώσει άλλο νόημα σε όλη τη ταινία δίνοντας την πολυαναμενόμενη απάντηση του τίτλου, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή πιστεύουμε ότι είναι απλά ένα διαφημιστικό τρικ. Με άλλα λόγια το τελευταίο μισάωρο θα δείτε μια τελείως διαφορετική ταινία. Όχι φυσικά το sci-fi action thriller που ψευτοδιαφημίζεται αλλά ένα ψυχολογικό, ανθρώπινο, σχεδόν ειρωνικό δραματικό θρίλερ.

Και εδώ ερχόμαστε στο στοιχείο που όσο και να θέλαμε, δε πρέπει να αγνοήσουμε. Το Monsters είναι κυριολεκτικά ένα one-man show, όσο ικανοποιητικό ή μη είναι το τελικό αποτέλεσμα. Με budget μόλις 15 χιλιάδες (ναι, χιλιάδες) δολάρια (αν και λίγοι πιστεύουν ότι μπορεί να είναι τόσο λίγα, μεταξύ τους και εγώ), ο Gareth Edwards είναι όχι μόνο σκηνοθέτης και υπεύθυνος σχεδιασμού αλλά ήταν και σεναριογράφος, και φωτογράφος, και δημιούργησε τα ψηφιακά εφέ! Πραγματικό επίτευγμα.

image

Το πολύ καλό τελευταίο μισάωρο μαζί με το εξαιρετικό φινάλε, μετριάζουν αρκετά την απίστευτα κουραστική πρώτη ώρα αλλά φυσικά δε μπορούν και να την διαγράψουν. Το Monsters αξίζει έστω κα λίγη από τη προσοχή σας, αλλά απαιτεί και την υπομονή σας αφού μέχρι να αρχίσει να γίνεται ενδιαφέρον, θα θελήσετε πολλές φορές να αποχωρήσετε κουρασμένοι και νυσταγμένοι.

5,5/10

 

25 Οκτωβρίου 2010

After.Life review

image

Η μετά θάνατον ζωή, είτε αυτή είναι στη μορφή φαντάσματος, ζόμπι, μετενσαρκώσεως ή ότι άλλο έχουν να επιδείξουν οι κατά τόπους μυθοπλασίες και πεποιθήσεις, έχουν απασχολήσει άπειρες φορές το κινηματογράφο αλλά λίγοι είναι αυτοί που ασχολήθηκαν με τη κατάσταση αμέσως μετά το θάνατο. Αυτή τη κατάσταση παίρνει η Agnieszka Wojtowicz-Vosloo (όποιος το προφέρει σωστά, δώρο χρυσό ρολόι!) και πλέκει ένα σκοτεινό, μακάβριο ψευδοθρίλερ. Μένει να δούμε αν το τελικό αποτέλεσμα ικανοποιεί…

image

Η Anna είναι μια νεαρή δασκάλα που χάνει τη ζωή της (;;;) σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα μετά από έναν ακόμα καυγά με τον φίλο της Paul. Ξυπνάει στο τραπέζι του γραφείου κηδειών, ανήμπορη να κινηθεί και με τον Eliot Deacon, τον τοπικό νεκροθάφτη να την ετοιμάζει για τη κηδεία της. Πως γίνεται όμως να είναι νεκρή και να συζητάει. Ο Eliot της ομολογεί ότι έχει ένα χάρισμα να μιλάει με τους πρόσφατα πεθαμένους και να τους προετοιμάζει για τη μετά-θάνατο ζωή. Είναι όμως έτσι τα πράγματα ή μήπως όντως είναι ακόμα ζωντανή;

Η Πολωνή σκηνοθέτης παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο και παίζει για υπερβολικά πολύ ώρα με το θέμα της μετά-θάνατο ζωής, την άρνηση του νεκρού ότι όντως πέθανε και άλλα παρόμοια φιλολογικά ερωτήματα πριν κάνει τη κίνηση της. Για περίπου μία ώρα, ο θεατής είναι κατά 98% πεπεισμένος ότι η Anna είναι νεκρή και σχεδόν ο μόνος λόγος που υποψιάζεται το αντίθετο είναι η ελπίδα ότι δε μπορεί να συνεχίσει να φλυαρεί έτσι μέχρι το τέλος χωρίς λόγο και ενδιαφέρον. Γύρω στα 50-60 λεπτά αρχίζουν να πέφτουν τα πρώτα υπονοούμενα που επιτέλους προκαλούν κάποιου είδους ενδιαφέρον ώστε να νοιαστείς να προσέξεις λίγο περισσότερο για να καταλάβεις αν είναι τελικά ζωντανή ή νεκρή. Με πιο απλά λόγια, ολόκληρη η πρώτη ώρα είναι μια μεγάαααλη εισαγωγή που σε ένα τυπικό θρίλερ θα κρατούσε 10-20 λεπτά το πολύ.

image

Το δεύτερο μέρος, μαεστρικά συνδεδεμένο με το σχεδόν αδιάφορο πρώτο, καταφέρνει επιτέλους να σε βάλει στο τριπάκι του να αναρωτηθείς αν τελικά η Anna είναι ζωντανή ή όχι. Όμως η πολύ αργή ροή συνεχίζεται. Η μεγάλη αποτυχία της ταινίας είναι ότι δε μπορείς να ταυτιστείς με κανέναν από τους δύο πρωταγωνιστές γιατί απλά έχουν μέτριες (Neeson) ή κάκιστες (Ricci) ερμηνείες. Μόνο ο Justin Long τα καταφέρνει κάπως καλύτερα και γίνεται σταδιακά ο μόνος ενδιαφέρον χαρακτήρας.

Η Agnieszka Wojtowicz-Vosloo έπαιξε και έχασε. Προφανώς δεν ήθελε να φτιάξει ένα τυπικό θριλεράκι αλλά το μόνο που κατάφερε είναι να φτιάξει μια ταινία χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς ένταση, που το μόνο που περιμένεις όσο την βλέπεις είναι…να τελειώσει.

4/10

 

21 Οκτωβρίου 2010

Iron Man 2 review

image

Πριν από τρία περίπου χρόνια, η μεγάλη Marvel πήρε επιτέλους τη τύχη στα χέρια της αποβάλλοντας τα μεγάλα κεφάλια των αδηφάγων εταιριών, αναλαμβάνοντας πλήρως τη παραγωγή ταινιών βασισμένων στους ήρωές της. Το πρώτο “εισαγωγικό μπαράζ” έγινε με το εξαιρετικό reboot του Hulk αλλά και την πρώτη εμφάνιση του Iron Man. Αντίθετα στη γενική άποψη, The Incredible Hulk μου φάνηκε πολύ πιο ενδιαφέρον από το Iron Man 1 που βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στο κωμικό ταλέντο του πρωταγωνιστή Robert Downey Jr. Δυστυχώς λόγω διάφορων διαφωνιών του Edward Norton με την παραγωγή αλλά και το σκηνοθέτη, το sequel του Incredible Hulk δεν ήρθε ποτέ και ούτε θα έρθει αφού ο ηθοποιός ανακοίνωσε ότι οι λόγοι που τον κάνουν να μην επιστρέψει είναι πολλοί και απροσπέραστοι, αντίθετα με το Iron Man που πριν ακόμα καταλαγιάσει ο εμπορικός θρίαμβος, είχε ξεκινήσει η προ-παραγωγή του δεύτερου μέρους που είδαμε πριν από μερικούς μήνες. Ο λόγος που άργησα τόσους μήνες να δω το δεύτερο μέρος μπορούν να χαρακτηριστούν εγωιστικοί, αφού για ακατανόητους, σε μένα, λόγους έβλεπα ένα εκνευριστικό πλασάρισμα του “καλούτσικου” Iron Man έναντι του Incredible Hulk που προανήγγειλε το τέλος του franchise πριν καν το δηλώσει ο Norton.

image

Όπως κάθε super-hero movie, τα πιθανά σενάρια είναι ανεξάντλητα αφού το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να διαλέξουν ένα ή περισσότερα τεύχη του comic, έναν-δυο villians για να ικανοποιήσουν την fanbase και έχεις ένα sequel. Αυτό ακριβώς έκανε και το υβρίδιο human-hobbit που αυτοαποκαλείται σκηνοθέτης με το όνομα Jon Favreau. Επέλεξε την ιστορία κατά την οποία η κυβέρνηση θέλει να πάρει στα χέρια της τη τεχνολογία του Stark και αυτός προσπαθεί να τους πείσει ότι δεν αποτελεί κίνδυνο αφού κανείς δε μπορεί να την αντιγράψει, πετάει τον Whiplash, έναν Ρώσο φυσικό που φυσικά ήδη τα κατάφερε και θέλει να ξεπαστρέψει τον Stark, πασπαλίζει με μια sexy μυστική πράκτορα αφού η wanna-be-brittish Gwyneth Paltrow είναι πιο κρύα και από τον Mr Freeze και έναν εταιρικό ανταγωνιστή της Stark και μας σέρβιρε το Iron Man 2.

Το σχέδιό του ήταν απλό και μπορούσε να έχει επιτυχία αν δεν είχε προσλάβει τον Justin Theroux, εξαιρετικό ηθοποιό αλλά κάκιστο σεναριογράφο, προσωπική επιλογή του Downey Jr, ο οποίος μετά το καταστροφικά μη-αστείο Tropic Thunder, ανέλαβε να ξεπαστρέψει και καθετί θετικό είχε το πρώτο μέρος. Διασκεδαστικότατος Tony Stark: απών, εντυπωσιακές σκηνές δράσης: απούσες, δευτερεύοντες χαρακτήρες: δυστυχώς παρόντες αφού είναι πιο κουραστικοί και από τον Tim Robbins στο War of the Worlds. Με άλλα λόγια, ότι χιούμορ και “αστείες” σκηνές είχε το το πρώτο μέρος, ξεχάστε τα χωρίς ταυτόχρονα να γίνεται πιο σοβαρό, ο Robert Downey Jr. σε μια από τις πιο βαρετές ερμηνείες από εποχής…Tropic Thunder (τυχαίο; δε νομίζω), μια Paltrow να μυξοκλαίγεται σε όλη τη ταινία, μια Johansson να διατυμπανίζει τους 4 μήνες προετοιμασία για μία σκηνή δράσης 2 λεπτών και το υπόλοιπο πολυδιαφημισμένο cast απλά…να υπάρχει χωρίς να προσφέρει τίποτα. Μέχρι και τον uber-cool Samuel Jackson κατάφερε να κάνει αδιάφορο!

image

Το Iron Man 1 δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αριστούργημα αλλά ήταν αρκετά διασκεδαστικό με έναν απολαυστικότατο Robert Downey Jr. και εντυπωσιακή χρήση των εφέ. Αν περιμένετε κάτι παρόμοιο, ξεχάστε το. Το Iron Man 2, δεν είναι αστείο, δεν είναι διασκεδαστικό, και απλά το βλέπεις ελπίζοντας να αρχίσει το “καλό” το οποίο δε διαρκεί πάνω από 4-5 λεπτά σε σύνολο 124 λεπτών. Μάλλον κακή αναλογία…

5/10

 

15 Οκτωβρίου 2010

Buried review

image

Ασφυκτικά κλειστό περιβάλλον. Ήξερα ότι είναι μια κατάσταση που σε έναν κλειστοφοβικό μπορεί να προκαλέσει πανικό, αλλά δεν ήξερα ότι σε έναν μη-κλειστοφοβικό μπορεί να προκαλέσει τρομερά έντονη κινηματογραφική αίσθηση. Το The Descent του 2005 μου δημιούργησε πρωτοφανή συναισθήματα κλειστοφοβίας τα οποία ήλπιζα να νοιώσω και στο Buried, τη καινούρια ταινία του Ryan Reynolds.

image

Ο Reynolds υποδύεται τον Paul Conroy, έναν οδηγό νταλίκας, εργαζόμενος σε μια κατασκευαστική εταιρία από τις πολλές αμερικάνικες που ξεφύτρωσαν στο Ιράκ για να ξαναχτίσουν τη χώρα (που οι ίδιοι γκρέμισαν). Μετά από επίθεση ανταρτών στο κονβόι φορτηγών, ξυπνάει θαμμένος ζωντανός  κάπου στην έρημο με μοναδικά εφόδια ένα κινητό και έναν αναπτήρα. Πανικόβλητος προσπαθεί να βρει τρόπους επιβίωσης και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.

Όλοι μας θυμόμαστε, το δεκάλεπτο sequence στο Kill Bill Vol.2 με την “Black Mamba”, θαμμένη ζωντανή σε ένα φέρετρο να προσπαθεί να ξεφύγει. Σε όλους προκάλεσε μεγάλη περιέργεια πως μπορεί ένας σκηνοθέτης να “τραβήξει” αυτό το δεκάλεπτο ώστε να γίνει ολόκληρη ταινία. Και το εννοώ ολόκληρη, αφού δεν υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο πλάνου εκτός φέρετρου και κατ’ επέκταση κανένας άλλος ηθοποιός παρά μόνο μερικές φωνές στη άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου.

image

Στην ερώτηση, αν ο σκηνοθέτης Rodrigo Cortés τα κατάφερε, η απάντηση είναι απλή και κατηγορηματική, Σίγουρα. Όμως όχι χωρίς απώλειες και μάλιστα αρκετές. Το εισαγωγικό πρώτο πεντάλεπτο, σε πετάει ξαφνικά σε μια θεοσκότεινη οθόνη, με τον Reynolds να βογγάει πανικόβλητος και σιγά σιγά να βρίσκει τα “εργαλεία” που του άφησαν οι απαγωγείς του. Με άλλα λόγια, από το πουθενά, ή πιο απλά από εκεί που βλέπεις trailers, νοιώθεις ότι σε επιβάλλει να νοιώσεις κλειστοφοβία. Και φυσικά ότι γίνεται με το ζόρι, αποτυγχάνει παταγωδώς αφού δεν είναι δυνατόν να μπεις τόσο δυνατά στο κλίμα από το πρώτο λεπτό. Το επόμενο δεκάλεπτο συνεχίζει με τα κλισέ τηλεφωνήματα που όλοι περιμένουμε που ευτυχώς διανθίζονται με πινελιές χιούμορ πανηλίθιων τηλεφωνητριών να τα χάνουν όταν τους λέει ότι είναι θαμμένος στο Ιράκ. Και κάπου εκεί πιάνει τον θεατή μια κρίση πανικού, αφού πραγματικά δε μπορείς να σκεφτείς τι άλλο μπορεί να κάνει ένας θαμμένος για να σωθεί και να μην καταντήσει επαναλαμβανόμενο ή κουραστικό. Ευτυχώς κάπου εκεί ο σεναριογράφος Chris Sparling μας απαντάει με τον καλύτερο τρόπο και η πραγματική ένταση αρχίζει να κλιμακώνεται και το φέρετρο αρχίζει να μοιάζει όλο και πιο μικρό.

Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για Ευρωπαϊκή, και πιο συγκεκριμένα Ισπανική παραγωγή, οι αμερικάνικες χαζομαρούλες κάνουν και εδώ την εμφάνισή τους όπως για παράδειγμα κάποιες σκόρπιες σκηνές που ξαφνικά το κινητό χάνει το σήμα ενώ σε όλη την υπόλοιπη ταινία μιλάει καμπάνα ή κάποιοι αχρείαστοι διάλογοι που είναι εντελώς αντιρρεαλιστικοί στην αγωνιώδη κατάσταση που βρίσκεται ο πρωταγωνιστής και απλά μπήκαν για να δώσουν μερικά επιπλέον λεπτά. Το φινάλε έρχεται αρκετά γρήγορα αφού ούτως ή άλλως, η ταινία διαρκεί μόλις 80 λεπτά με τον καλύτερο τρόπο και την ένταση στο ζενίθ και την καλύτερη και συγκλονιστικότερη τελευταία σκηνή.

image

Το γεγονός ότι η σε ταινία αποκλειστικά γυρισμένη σε ένα φέρετρο, δεν ένοιωσα τόσο μεγάλη κλειστοφοβική ένταση όσο στη ταινία-σημείο αναφοράς, The Descent, σίγουρα δεν είναι και το καλύτερο σημάδι και ίσως είναι και το μεγαλύτερο, αν όχι μοναδικό σοβαρό μειονέκτημα. Το Buried είναι ταινία αποκλειστικά για μεγάλη οθόνη και σκοτεινή αίθουσα αλλιώς δε θα νοιώσετε ούτε τη μισή από την απαιτούμενη ένταση αλλά αν τη δείτε υπό τις κατάλληλες συνθήκες σίγουρα θα την ευχαριστηθείτε.

6,5/10

13 Οκτωβρίου 2010

Srpski Film (A Serbian Film) review

image

Είσαι νέος ταλαντούχος σκηνοθέτης σε μια μικρή κινηματογραφικά χώρα όπως η Σερβία και θέλεις να κάνεις το μεγάλο μπαμ. Έχεις δύο επιλογές, προσπαθείς για χρόνια να μαζέψεις τα λεφτά και το cast που επιθυμείς ώστε κάποτε να γίνει το όνειρό σου πραγματικότητα, ή παίρνεις το ρίσκο και γυρίζεις μια ταινία με τον τον γενικό τίτλο A Serbian Film, και για περιεχόμενο αφήνεις τα πιο διεστραμμένα ένστικτά σου ελεύθερα με σκοπό να σοκάρεις όσο το δυνατόν περισσότερο, και αυτόματα το όνομά σου βρίσκεται στα στόματα όλου του πλανήτη. Ο Srdjan Spasojevic διάλεξε το δεύτερο.

Ο Milos, ένας πρώην διάσημος πορνοστάρ, έχει αφήσει αυτή τη ζωή πίσω, έχει κάνει οικογένεια αλλά τα πράγματα δε παν καλά αφού τα βγάζει πέρα δύσκολα οικονομικά και αναπολεί τις “μέρες δόξας” χωρίς όμως να θέλει να γυρίσει στο επάγγελμα. Μέχρι που έρχεται μια πρόταση που θα τον αναγκάσει να αλλάξει γνώμη. Μια τελευταία υπερπαραγωγή με τεράστια αμοιβή αλλά με πολλά σκοτεινά σημεία. Δε ξέρει τίποτα για το “σενάριο” και η υπέρογκα μεγάλη αμοιβή του προκαλεί ενδοιασμούς όμως η εξασφάλιση της ζωής του γιου του τον αναγκάζει να δεχτεί. Τα γυρίσματα ξεκινάνε και μαζί τους και η απόλυτη διαστροφή…

image

Η ισορροπία ανάμεσα στο σκληρό πορνό, snuff film, και διεστραμμένος εφιάλτης χάνεται πολλές φορές. Και προφανώς όχι κατά λάθος αφού ο ο βιασμός ανηλίκων, η νεκροφιλία, και κυρίως ο λόγος του μεγάλου ντόρου, ο βιασμός νεογέννητου δεν μπήκαν στη ταινία κατά τύχη. Σοκ μετά από σοκ μετά από σοκ από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό ώστε να νοιώθεις ότι η απλή σκηνή από πορνό που είδες στην εισαγωγή ήταν…τα αρκουδάκια της αγάπης.

image

Κάπου εδώ πρέπει να μπει ένα μεγάλο όμως, που ξεχωρίζει τη ταινία από ένα απλό πυροτέχνημα. Όλα τα παραπάνω, παρά το προφανή λόγο σοκαρισμού έχουν πραγματικό λόγο παρουσίας αφού στην ίδια ψυχολογική κατάσταση με το θεατή, βρίσκεται και ο πρωταγωνιστής καταφέρνοντας μας πραγματικά να συμπάσχουμε με τον Milos και τις όποιες διαστροφές περνάνε μπροστά από τα μάτια του. Το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι τεχνικά, το μη-σοκαριστικό κομμάτι της ταινίας είναι ιδιαιτέρως ποιοτικό με πολύ καλή σκηνοθεσία, πολύ πετυχημένη χρήση των flashbacks και το παιχνίδι με τα μπρος-πίσω στο χρόνο με τη βοήθεια των έντονων χρωματισμών αλλά και η ερμηνεία του πρωταγωνιστή που νοιώθεις ότι πραγματικά βρίσκεται…down the rabbit hole και η μόνη λύση είναι το νεμεσιακό φινάλε.

image

Τελικά φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης τα κατάφερε, παρουσιάζοντας ένα πραγματικό trash, έβαλε την ταινία του σε πολλά φεστιβάλ δημιουργώντας τεράστιο ντόρο γύρω από το όνομά του, ενώ ταυτόχρονα έδειξε ότι έχει την καλλιτεχνική ποιότητα για κάτι πιο…φυσιολογικό στο μέλλον. Τη ταινία δε μπορώ να τη προτείνω σε κανέναν casual ταινιόφιλο γιατί απλά θα δουν υπερβολικά πολλά και εμετικά τα μάτια σας μέχρι να αρχίσετε να εκτιμάτε ότι τέλοσπάντων έχει να επιδείξει το Serbian Film.

4,5/10

 

6 Οκτωβρίου 2010

Archive reviews #3: Once, Charlie Wilson's War, Across the Universe, Sex and Breakfast, Feast of Love, Juno, The Spiderwick Chronicles, Persepolis, Doomsday

imageΑν και η ιδέα ενός musical δε με ξετρελαίνει, δεν με έχω πετύχει να με ενοχλούν τα τραγούδια σε μια ταινία (εκτός από τα ελληνικά μιούζικαλ του '60). Έτσι έχοντας διαβάσει μερικές διθυραμβικές κριτικές, χτες είδα το Once, για την οποία το μόνο που ήξερα ήταν ότι έχει πολύ τραγούδι...γενικά.
Ιρλανδική παραγωγή σκηνοθετημένη από τον John Carney, ο οποίος στο βιογραφικό του έχει ακόμα 2-3 άγνωστες ταινίες με μόνη που ίσως κάποιοι να ξέρετε, το On the Edge του 2001 με Cillian Murphy και Stephen Rea. Πρωταγωνιστές αλλά και συνθέτες της μουσικής της ταινίας, οι μουσικοί Glen Hansard, μέλος του συγκροτήματος The Frames και Τσέχα Markéta Irglová. Μάλιστα έχουν δηλώσει ότι δε σκοπεύουν να ξαναπαίξουν σε ταινία μιας και είναι μουσικοί και όχι ηθοποιοί. Παρ’ολ’αυτά όμως οι ερμηνείες τους είναι ικανοποιητικότατες με την Irglová να ξεχωρίζει. Η ιστορία είναι απλούστατη και μπορούσε απλά χαρακτηριστεί boy-girl movie. Πάμπτωχοι και οι δύο, δουλεύουν στους δρόμους του Δουβλίνου, αυτός μουσικός του δρόμου να παίζει τα βράδια τα τραγούδια του και αυτή να πουλάει λουλούδια στο δρόμο. Αυτός ζει με τον πατέρα του τον οποίον και βοηθάει να φτιάχνει ηλεκτρικές σκούπες και αυτή (αρκετά χρόνια μικρότερή του, χωρίς όμως να αναφέρονται ηλικίες) με την μητέρα της και τη μικρή κόρη της, με τον άντρα της να έχει μείνει πίσω στην Τσεχία και στα διαλλείματα να πηγαίνει στο μαγαζί με τα μουσικά όργανα και να παίζει πιάνο. Μια μέρα γνωρίζονται και ξεκινάει μια σχέση...μουσική. Δεν είναι chic-flic, δεν είναι καθαρό musical, δεν είναι love story. Αν μπορούσα να το παρομοιάσω με κάποιο, θα ήταν σίγουρα το Before Sunrise, με τη διαφορά ότι δεν έχει τόσο καλογραμμένους και μακρόσυρτους διαλόγους αλλά εξαιρετικές αγγλικές μπαλάντες.
Όσο για μειονεκτήματα, υπάρχει μια μικρή κοιλιά που κάνει στη μέση, το γεγονός ότι τα τραγούδια μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους και ότι κατά τη διάρκειά τους δε βλέπουμε άλλη δράση παρά τους πρωταγωνιστές να τραγουδάνε, κάτι που την πρώτη φορά είναι απίστευτα γοητευτικό αλλά ξανά και ξανά γίνεται ελαφρώς κουραστικό.
Όσο για αυτή καθ'αυτή τη μουσική είναι καθαρά προσωπική επιλογή. Τα τραγούδια θυμίζουν αρκετά Coldplay και James Blunt κάτι που εμένα μ'αρέσει αλλά σίγουρα όχι σε όλους. Πάντως η υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερη μουσικής δείχνει ότι δεν αρέσουν μόνο σε μένα και πιστεύω ότι της αξίζει απόλυτα.
Απολαύστε...
7/10


imageΧωρίς να έχω εντυπωσιαστεί από το Closer και παρά το μέτριο trailer και ένα από τα χειρότερα posters στην ιστορία, είδα την τελευταία ταινία του Mike Nichols, Charlie Wilson's War (Παιχνίδια Εξουσίας) χωρίς να ξέρω τίποτα γι'αυτή, εκτός του εξαιρετικού cast. Κατά βάση πρόκειται για μια βιογραφική- ιστορική ταινία χωρίς όμως να παίζουν τον καθοριστικό ρόλο ούτε τα βιογραφικά ούτε τα ιστορικά της στοιχεία. Σας μπέρδεψα?
Ο Charles Wilson (Tom Hanks), πρώην αξιωματικός του Αμερικάνικου Πολεμικού Ναυτικού, νυν γερουσιαστής, με προβλήματα συμπεριφοράς, γυναικάς, χρήστης ναρκωτικών και υπεύθυνος μιας επιτροπής χρηματοδότησης επιχειρήσεων στη CIA, περίπου στις αρχές της δεκαετίας του '80 διαβάζει για τους χιλιάδες Αφγανούς πρόσφυγες λόγω της Ρωσικής επίθεσης και βάζει στόχο να τους βοηθήσει, ώστε φυσικά να τους πάρει με το μέρος του (αυτούς και τα πετρέλαια της περιοχής) και ταυτόχρονα να κατατροπώσει τη Ρωσία. Έτσι η μέχρι τότε οικονομική βοήθεια των 5 εκατομμυρίων δολαρίων ανέβηκε στα 10 αλλά όχι περισσότερα. Ο σκοπός είναι να μαζευτούν περισσότερα, πολλά περισσότερα χρήματα για να σταλούν στους Αφγανούς, χρήματα που όμως η αμερικάνικη κυβέρνηση δε δίνει. Σ'αυτή τη προσπάθεια τον ενθαρρύνει η Joanne Herring (Julia Roberts), ερωμένη πολυεκατομμυριούχου, tv-persona, φανατική (??) χριστιανή η οποία μισεί τους κουμουνιστές και θέλει να βοηθήσει του Αφγανούς μαχητές της ελευθερίας. Αυτή είναι που τον συστήνει στον πληθωρικό και θρασύτατο Gust Avrakotos (Philip Seymour Hoffman), Ελληνοαμερικάνο πράκτορα της CIA που έχει μια εξωφρενική ιδέα με ποιόν τρόπο να βρουν τα λεφτά.
Η ιστορία ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά...για κωμωδία. Όσο σημαντικό και επίκαιρο και αν είναι το θέμα, ο Nichols το χειρίζεται με πολύ ανάλαφρο ύφος, χωρίς να το φτάνει βέβαια στα όρια της κωμωδίας αλλά να το παρουσιάζει σαν πολιτική σάτιρα. Βέβαια το τόσο ανάλαφρο ύφος για κάτι τόσο σοβαρό που τα αποτελέσματά του είναι τόσο φανερά σήμερα, ίσως ξενίσει μερικές στιγμές μιας και είναι ιδιαίτερα κυνικό. Έτσι δε μπορώ να κατηγορήσω τους Ρώσους που απαγόρευσαν την προβολή της ταινίας στη χώρα τους μιας και τους χλευάζει και τους παρουσιάζει ως ζώα και το θάνατο τους, εορταστικό γεγονός. Ο σκηνοθέτης παρ'όλ'αυτά δεν παίρνει πολιτική θέση, και αυτό που παρουσιάζει δεν είναι τίποτα παραπάνω από το κλίμα που επικρατούσε την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσο για εμάς τους τρίτους, που όπως και να το κάνουμε δε τα πολυσυμπαθούμε τα Αμερικανάκια, μερικές σκηνές θα μας εκνευρίσουν ως παρατραβηγμένα κυνικές, αλλά μέχρι εκεί. Στο κάτω κάτω, μια ταινία είναι...
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Nichols είναι η ασταμάτητη δράση, χωρίς ίχνος κοιλιάς στη ροή της ταινίας. Δεν υπάρχουν μακριοί ακαταλαβίστικοι πολιτικοί διάλογοι, παρά μόνο γρήγορες ατάκες και έξυπνο μοντάζ. Δε γνωρίζω τα τεχνικά θέματα για να κατηγοριοποιήσω την ταινία ως σκηνοθετικά εύκολη αλλά τα βγάζει πέρα αλάνθαστος.
Και για να φτάσουμε στο cast και τις ερμηνείες, την παράσταση κλέβει ο εξαιρετικός Hoffman. Πραγματικά δε θυμάμαι την τελευταία φορά που είδα μια τόσο φυσική και απολαυστική ερμηνεία. Τεράστια αδικία αν χάσει το Oscar απ'τον Bardem. Όσο για τον Hanks και την Roberts, καλές ερμηνείες και από τους δύο, με την τελευταία να έχει αρκετά περιορισμένο screentime αλλά να επιστρέφει σε μεγάλη φόρμα και τον πρώτο να χάνεται στη σύγκριση μιας και αντίθετα με τον Hoffman, εμφανώς "υποδύεται" τον ρόλο. Εντύπωση μου έκανε η...ασχήμια της Roberts. Δε ξέρω αν ήταν η πλαστική περούκα, το μακιγιάζ ή αν απλά γέρασε αλλά είχε μια τρομακτική ομοιότητα με την Γεωργία Βασιλειάδου!!
Η ταινία ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και ήταν άκρως διασκεδαστική, με αυτό που μου έμεινε στο τέλος ήταν φυσικά η ερμηνεία του Hoffman. Μόνο και μόνο γι' αυτό, μην τη χάσετε.
7/10


imageΚάπου ανάμεσα στην α' και β' εξεταστική πρόλαβα να δω το Across the Universe, την τελευταία ταινία της Julie Taymor (Titus, Frida). Πρόκειται για μια ταινία tribute στη μουσική δεκαετία του '60 πλημυρισμένη με τραγούδια των Beatles και τα "κοσμοϊστορικά" γεγονότα της εποχής όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ και το κίνημα των hippies, μέσω ενός love story μεταξύ δύο νέων. Πρωταγωνιστούν οι Evan Rachel Wood (Thirteen, King of California), Jim Sturgess (άγνωστος μέχρι σήμερα αλλά ακολουθεί μπαράζ ταινιών όπως The Other Boleyn Girl, Crossing Over, Fifty Dead Men Walking και 21), Joe Anderson (Silence Becomes You, Copying Beethoven, Becoming Jane), T.V. Carpio (She Hate Me) και οι τραγουδιστές Martin Luther και Dana Fuchs. Το σενάριο υπογράφουν οι σκηνοθέτης μαζί με τους Dick Clement και Ian La Frenais (Goal!, Flushed Away). Όπως βλέπετε, τα ονόματα δεν εντυπωσιάζουν με ουσιαστικά μόνη γνωστή την ERW αλλά σε τέτοιες ταινίες αυτό μπορεί να βγει και σε καλό, μιας και οι προβολείς δεν πέφτουν πάνω τους.
Η ιστορία αρχίζει παράλληλα στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο Liverpool με τον Jude (Jim Sturgess) να εργάζεται στα ναυπηγεία της πόλης μια δύσκολη ζωή, και στην Αμερική όπου η νεαρά Lucy (Evan Rachel Wood) ζει μια άνετη, πλούσια ζωή που όμως συνταράσσεται από το θάνατο στο Βιετνάμ του "φίλου" της...του γκόμενού της ντε. Ο Jude αφήνει το Liverpool και φτάνει παράνομα στην Αμερική με σκοπό να βρει τον πατέρα του που όπως έχει μάθει, δουλεύει σε ένα πανεπιστήμιο πιστεύοντας ότι θα είναι κάποιος σπουδαίος καθηγητής αλλά τελικά ανακαλύπτει ότι δεν είναι τίποτα άλλο από τεχνικός υπάλληλος στο πανεπιστήμιο και δεν έχει καμία διάθεση να τον αναγνωρίσει μιας και έχει φτιάξει άλλη οικογένεια. Σ'αυτή τη προσπάθεια ο Jude, βρίσκει έναν καλό φίλο που τον "βάζει στα πράγματα" της εποχής, τον ατίθασο και επαναστάτη Max (Joe Anderson) και εντελώς τυχαία, αδερφό της Lucy. Οι δυο νεαροί γνωρίζονται και η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή χωρίς όμως να γίνεται και κλισέ.
Κάθε σκηνή, κάθε συναίσθημα των χαρακτήρων, κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα την εποχή παρουσιάζεται με τραγούδια των Beatles, ΠΟΛΛΑ τραγούδια (γύρω στα 34) τραγουδισμένα από τους ηθοποιούς και από αρκετά γνωστά ονόματα της μουσικής και του κινηματογράφου που κάνουν cameo εμφάνιση όπως οι Joe Cocker, Bono, Eddie Izzard και Salma Hayek. Όπως διάβασα, σχεδόν τα πάντα στην ταινία είναι tribute στους Beatles και σε άλλα μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής της εποχής όπως η Janis Joplin, ο Jimi Hendrix και άλλοι αλλά οι μουσικές μου γνώσεις της εποχής είναι...μηδαμινές και έτσι δεν αναγνώρισα παρά ελάχιστα απ' αυτά.
Φτάνουμε και στη σκηνοθεσία η οποία είναι πραγματικά διπρόσωπη. Έχουμε από τη μία την έναρξη και το φινάλε (δεν εννοώ μόνο τα 5 πρώτα και τελευταία λεπτά φυσικά, αλλά το πρώτο και τελευταίο act, αν μπορώ να το το χαρακτηρίσω έτσι) τα οποία είναι εξαιρετικά, μας μεταφέρουν την ατμόσφαιρα της εποχής σε Αμερική και Αγγλία, οι επιλογή των τραγουδιών που διηγούνται την ιστορία είναι απόλυτα επιτυχημένη και πραγματικά εντυπωσιάζει χωρίς ίχνος ψεγαδιού, και μετά έχουμε και το "ανάμεσα"...το οποίο ολόκληρο είναι μια μεγάαααλη κοιλιά. Δε κάνει τίποτα άλλο από το να παρουσιάζει γνωστά γεγονότα χωρίς ιδιαίτερη αληθοφάνεια, χρησιμοποιεί έντονα τα ψυχεδελικά εφέ της εποχής που κουράζουν το μάτι και όλα αυτά μέσω σχετικά άγνωστων τραγουδιών (τουλάχιστον σε μένα που όπως είπα, δε νοιώθω) και μερικά απίστευτά κουραστικά sequences που μπήκαν απλά γιατί είχαν βρει τα τραγούδια με τα οποία θα τα συνδυάσουν με χειρότερο απ'αυτά τη συμμετοχή του Bono που πονάνε τα μάτια σου. Σε όλη αυτή τη διάρκεια που δεν είναι και μικρή, η ιστορία δε προχωράει σχεδόν καθόλου εκτός κάποιων μικροπροσωπικών ιστοριών των δεύτερων χαρακτήρων που εκτός από την υποχρεωτική στράτευση του Max και το αντίστοιχο music sequence, και το εικαστικό ξέσπασμα του Jude με τις φράουλες και η ώρα περνάει εντελώς αδιάφορα και οριακά κουραστικά.
Οι υποκριτικές αλλά και μουσικές ερμηνείες είναι άκρως ικανοποιητικές με αυτές των Sturgess και Anderson να ξεχωρίζουν.
Η ταινία πήρε εξαιρετικές κριτικές αλλά προσωπικά δε με εντυπωσίασε. Μπορεί να φταίει που δεν έζησα την εποχή και τα τραγούδια της αλλά ούτε έχω ιδιαίτερη αδυναμία σ'αυτήν ώστε να την μάθω. Πάντως, σίγουρα την ευχαριστήθηκα λιγότερο από το Once που είδα πριν από λίγες μέρες.
6/10


imageΜπορεί να έχει αρκετές μέρες που την είδα αλλά πραγματικά δεν έβρισκα τι να γράψω και έτσι τώρα που έχω λίγο χρόνο για σκότωμα, είπα να πω και 'γώ τη γνώμη μου.
Επειδή σίγουρα την ταινία την ξέρουν ελάχιστοι, πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία κάποιου Miles Brandman με πρωταγωνιστές τους Macaulay Culkin - Alexis Dziena και Kuno Becker - Eliza Dushku στο ρόλο δύο ζευγαριών αρχικά άγνωστα μεταξύ τους.
Η ιστορία...απλά δεν υπάρχει. Είναι απλά τα δύο ζευγάρια τα οποία έχουν προβλήματα στη σεξουαλική τους ζωή και το συζητάνε...και το συζητάνε. Συμμετέχουν σε κάποιου είδους σεμινάριο μιας τρελοσεξοψυχολόγου που τους προτείνει το...όργιο, δηλαδή να ανταλλάξουν συντρόφους και να...του δώσουν να καταλάβει. Και το συζητάνε...και το συζητάνε....και το συζητάνε. Και κάπου προς το τέλος φτάνει πια εκείνη η στιγμή και ο άθλιος σκηνοθέτης, αποφασίζει να το γυρίσει στο PG13, δηλαδή απλά βαρέθηκε να γυρίσει τη σκηνή. Και μετά το οργιάκι, το ξανασυζητάνε και το ξανασυζητάνε. Και μιλάμε για συγκλονιστικούς διαλόγους, επιπέδου κρεβατομουρμούρας που παρακαλάς πότε θα βαρεθούν να σταματήσουν.
Ε, τώρα για τη σκηνοθεσία τι να πεις. Οποιοσδήποτε μπορεί να αφήσει την κάμερα και να τραβάει ένα ζευγάρι να μιλάει και μία ευκαιρία που είχε να το σώσει, ανεβάζοντας το...ενδιαφέρον, την αποτέλειωσε.
Ο λόγος που είδα αρχικά την ταινία ήταν έτσι κι’ αλλιώς το cast που έκανε ότι μπορούσε αλλά τι να κάνουν κι’ αυτοί..Το ζευγάρι Dziena-Culkin ήταν λίγο περίεργο μιας και, και οι 2 είναι απίστευτα μικροκαμωμένοι σωματικά παρόλη την ηλικία τους (24 και 28) που σε κάποιες στιγμές νόμιζες ότι έβλεπες δυο 14χρονα να μιλάνε για τη σεξουαλική τους ζωή.
3,5/10 και πολύ του είναι. Ευτυχώς που ήταν μικρής διάρκειας, με το ζόρι 90'.


imageΠως μπορείς να αγνοήσεις ταινία με τέτοιο cast...Αλλά ας τα πάρω απ' την αρχή. Σήμερα, Κυριακή της Αποκριάς, αργία Καθαρά Δευτέρα αύριο, βρήκα άφθονο χρόνο να δω καμιά ταινία και μιας και είμαι σε σχετικά καλή κατάσταση είπα να δω καμιά ευχάριστη, και έτσι κατέληξα στο Feast of Love, μιας και από το trailer έμοιαζε σε κάτι προς το αμερικάνικο Love Actually και ο τίτλος το ψιλοεπιβεβαίωνε.Αμ δε...
Πρόκειται για την τελευταία ταινία του βετεράνου Robert Benton (Kramer vs. Kramer, The Human Stain), βασισμένη σε ομώνυμη νουβέλα κάποιου Charles Baxter, σε σενάριο Allison Burnett (Autumn in New York, Resurrecting the Champ) με τους Morgan Freeman, Greg Kinnear, Radha Mitchell, Billy Burke (Ladder 49, Fracture), Selma Blair (Hellboy, The Fog), Alexa Davalos (The Chronicles of Riddick, The Mist), Toby Hemingway (The Covenant), Jane Alexander (Kramer vs. Kramer, The Ring) και Fred Ward (Escape from Alcatraz, Sweet Home Alabama). Πραγματικά το cast είναι εξαιρετικό και πολυδιάστατο με το screentime να μοιράζεται σε όλους τους χαρακτήρες χωρίς να υπάρχει πραγματικός πρωταγωνιστής εκτός των Kinnear και Freeman που είναι ο κορμός και ο "φιλόσοφος" της ιστορίας που ενώνουν τους υπόλοιπους.
Δυστυχώς η ελπίδα για "αμερικάνικο" Love Actually βγήκε εντελώς εκτός, μιας και οι ιστορίες είναι κουραστικές, μη-αληθοφανείς, αδιάφορες, το σενάριο και οι διάλογοι κακογραμμένοι και ασύνδετοι, το theme δεν έχει να κάνει τίποτα με "love", feel-very-very-bad αίσθηση και άχρηστες ψευτοερωτικές σκηνές πεταμένες εδώ κι'εκεί που κάποιος θα περίμενε μόνο από τον Uwe Boll. Η ιστορία γυρίζει γύρω από τον Bradley Smith (Kinnear) και τις τυφλές βουτιές του σε σχέσεις με γυναίκες με τραγικά αποτελέσματα και τις παρόμοιες ιστορίες, η μια πιο τραγική από την άλλη, των ανθρώπων γύρω του. Αν αυτό το λέτε εσείς FEAST of Love, εγώ το λέω, η χαρά του αυτοκτονιομανή. Άρα η ταινία παίρνει ένα μεγάααλο Χ μόνο και μόνο από τον παντελώς αποτυχημένο τίτλο.
Από τις ερμηνείες δε ξεχώρισε πραγματικά κανείς, κάνοντας ακόμα και τον Freeman κουραστικό. Ευτυχώς υπήρχε και η eye-candy, Alexa Davalos και περνούσε λίγο η ώρα. Stay away εκτός αν μόλις έχετε χωρίσει και θέλετε να δείτε ότι υπάρχουν και χειρότερα.
4/10


imageΧαρακτηρίστηκε ως το Little Miss Sunshine της χρονιάς. Η low-budget παραγωγή (αλλά όχι και indie) που ήρθε από το πουθενά με ανερχόμενους ηθοποιούς αλλά σε καμιά περίπτωση stars και έκανε το μεγάλο μπαμ. Πέρσι ήταν η Abigail Breslin και ο Paul Dano και φέτος σειρά πήρε η Ellen Page και ο (λέμε τώρα...) Michael Cera. Ο Jason Reitman σκηνοθετεί στη δεύτερη του προσπάθεια μετά το επιτυχημένο Thank You For Smoking στο πρωτότυπο σενάριο της Diablo Cody, πρώην stripper που σίγουρα ξέρει να γράφει και λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό ήταν το πρώτο της σενάριο και κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ, σίγουρα θα περιμένουμε ακόμα περισσότερα στο μέλλον. Συμπρωταγωνιστούν οι Jennifer Garner (Elektra,Alias), Jason Bateman (Smokin Aces, Arrested Development), Allison Janney (American Beauty, Hairspray), J.K. Simmons (Spiderman, The Gift) και Olivia Thirlby (United 93).
Η ιστορία θέλει την 16χρονη Juno MacGuff (Page) να μένει έγκυος από τον συνομήλικο φίλο της Paulie Bleeker (Cera) και να παίρνει τη ζωή της στα χέρια της. Φυσικά πρώτα έρχεται ο πανικός αλλά η υπερβολική ωριμότητά της σε συνδυασμό με τον επαναστατικό και ελαφρώς εφηβοαλήτικο χαρακτήρα την οδηγούν να πάρει την απόφαση να κρατήσει το μωρό και να το δώσει σε ζευγάρι που δε μπορεί να κάνει δικά του. Βρίσκει το ζευγάρι (Garner, Bateman) από αγγελία σε εφημερίδα και με την στήριξη των γονιών της (Simmons,Janney), αρχίζουν οι διαδικασίες υιοθεσίας. Μιλάει μαζί τους, τους γνωρίζει, ίσως λίγο περισσότερο απ'όσο θα'πρεπε και η εγκυμοσύνη συνεχίζεται όσο προχωράνε οι εποχές. Πρόκειται για καθαρά ταινία χαρακτήρων και όχι καταστάσεων μιας και ελάχιστα ασχολείται με το θέμα την εγκυμοσύνης, και ιδιαίτερα σε αυτή την ηλικία ή τα προβλήματα κατά τη διάρκειά της, ηθικά, συναισθηματικά και νομικά. Εστιάζει στη σχέση της Juno με τους γονείς, την οποία βρήκα ελαφρώς αντιρρεαλιστική, τη σχέση με το ζευγάρι αλλά και με τον καθένα τους ξεχωριστά, αλλά και με τον ίδιο της τον χαρακτήρα μιας και είναι ακόμα σε ηλικία που όπως θα έλεγαν οι γονείς μας, "πλάθεται". Την κόντρα ανάμεσα στην αναρχική της φύση με τη σχέση της με τον geek φίλο της και την απόφαση να κρατήσει το παιδί.
Ο Reitman είχε πάρει εξαιρετικές κριτικές για την προηγούμενή του ταινία, και εδώ φαίνεται ότι συνεχίζει στο ίδιο τέμπο. Γρήγορη σκηνοθεσία, ωραία πλάνα, εξαιρετικός ρυθμός. Έχει ένα μικρό πρόβλημα με τη χρωματολογία μιας και χρησιμοποιεί πολύ έντονα χρώματα σε όλη την ταινία από τα ρούχα των πρωταγωνιστών μέχρι και την αφίσα τα οποία όμως είναι τόσο αποτυχημένα συνδυασμένα που ενοχλούν το μάτι και μοιάζουν σχεδόν σουρεαλιστικά, για να μη πω ψυχεδελικά.
Την παράσταση κλέβει φυσικά η Ellen Page με μια ακόμα εξαιρετική ερμηνεία μετά το Hard Candy που όμως νομίζω δε την ξεπερνάει. Αν άξιζε μια υποψηφιότητα για το Juno, σίγουρα άξιζε το αγαλματάκι για το Hard Candy. Πάντως έχουμε να δούμε πολλά ακόμα από την πιο ταλαντούχα γλυκιά φάτσα που έχει εμφανιστεί στις οθόνες μας από την Anna Paquin. Ελπίζω να μην έχουν και την ίδια συνέχεια γιατί η Αννούλα δεν έκανε και την καριέρα που τις άξιζε. Όσο για τον συμπρωταγωνιστή της (Cera), ευτυχώς έχει πολύ μικρό screentime γιατί όσο και αν τον πλασάρουν σαν ταλέντο είναι εκνευριστικός και όπου τον έχω δει κάνει πάντα τον ίδιο ρόλο το ίδιο κακοπαιγμένα. Σε όλη τη διάρκεια του φοράνε και κάτι κίτρινες φόρμες και πραγματικά πονάνε τα μάτια σου. Ευχάριστη έκπληξη η φίλη της Juno, Leah (Thirlby) που δίνει έναν πολύ ευχάριστο και ανάλαφρο τόνο στην ταινία χωρίς να το ξεφτιλίζει κάνοντας την κλασική χαζή ξανθιά.
Η αίσθηση που μου άφησε ήταν ακριβώς η ίδια με το Little Miss Sunshine. Εξαιρετικά ευχάριστη ταινία αλλά με κάποια προβλήματα που την εμποδίζουν να γίνει κλασσική.
7/10


imageΜετά την μεγάλη επιστροφή των παιδικών ταινιών φαντασίας με το Bridge to Terabithia, ήλπιζα σε κάτι παρόμοιο και αυτή τη φορά με το The Spiderwick Chronicles, την τελευταία ταινία του Mark Waters (Freaky Friday,Mean Girls) με τους Freddie Highmore (Arthur et les Minimoys, Finding Neverland) και Sarah Bolger (Stormbreaker, In America) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και τους Mary-Louise Parker (The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford, Fried Green Tomatoes), David Strathairn (The Bourne Ultimatum, Good Night, and Good Luck.), Joan Plowright (Tea with Mussolini, Dennis the Menace) και Nick Nolte να τους σιγοντάρουν. Τέλος στα πλάσματα της ταινίας, έχουν δανείσει τη φωνή τους οι Seth Rogen (Knocked Up, The 40 Year Old Virgin) και Martin Short. Βασίζεται στο ομώνυμο παιδικό βιβλίο των Tony DiTerlizzi και Holly Black και το σενάριο έγραψαν οι Karey Kirkpatrick (Charlotte's Web, The Hitchhiker's Guide to the Galaxy), David Berenbaum (Zoom, Elf) και John Sayles (Casa de los babys, Silver City).
Η ιστορία θέλει την Helen Grace (Parker) να αφήνει την πόλη μετά το διαζύγιο με τον σύζυγό της και να μετακομίζει με τα τρία της παιδιά, τον ατίθασο Jared (Highmore), τον δίδυμό του αλλά πολύ χαμηλών τόνων Simon (και πάλι Highmore) και την λίγο μεγαλύτερη και...ξιφομάχο Mallory (Bolger) σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος, εγκαταλελειμμένο από τότε που η προ-θεία τους Lucinda Spiderwick (Plowright) μπήκε σε ψυχιατρείο. Εκεί ο Jared ψάχνοντας το σπίτι, ανακαλύπτει σε μια κρυμμένη σοφίτα ένα παλιό βιβλίο, γραμμένο από τον πατέρα της Lucinda, Arthur Spiderwick (Stathairn) ο οποίος είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς πριν 80 χρόνια. Το βιβλίο ήταν μια σπουδή του Arthur σε διάφορα πλάσματα που είχε ανακαλύψει στο δάσος και τη ζωή τους, ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτοντας και τα μυστικά τους. Κάπου εκεί ξεκινάει και η περιπέτεια των 3 αδερφών όταν ο Jared ξεκλειδώνει το βιβλίο και το διαβάζει με αποτέλεσμα να αρχίσει ένα κυνηγητό από τους "κακούς" του δάσους και τον αρχηγό τους, το τέρας Mulgarath (Nolte) που προσπαθούν να πάρουν το βιβλίο στα χέρια τους και να...σκοτώσουν όλα τα πλάσματα αλλά και τους ανθρώπους. Εντάξει, παιδικό βιβλίο είναι, τι περιμένατε...Πάντως η ιστορία ξεδιπλώνεται ικανοποιητικά αν και εντελώς κλισεδιάρικα. Έχει κάποια plot twists που θα εντυπωσιάσουν τους μικρούς θεατές αλλά γενικά, απλά ανεκτό. Η δύναμή του είναι οι χαρακτήρες του, οι ανθρώπινοι αλλά και τα πλάσματα με τους δύο μικρούς Hogsqueal (Rogen) και Thimbletack (Short) να είναι απολαυστικοί.
Ο σκηνοθέτης ακολουθεί την πεπατημένη τόσων άλλων παιδικών ταινιών φαντασίας, και δε προσπαθεί να πρωτοτυπήσει. Τα πάντα στην ταινία κάπου τα έχουμε ξαναδεί. Παρ’όλ’αυτά, δέχεται ότι η ταινία δεν είναι κάποιο έπος με βαρύγδουπα νοήματα και κρατάει την διάρκειά του σε οριακά διψήφιο νούμερο κάτι που είναι και το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα. Έχει γρήγορες λήψεις, δεν πλατειάζει καμαρώνοντας για τα ψηφιακά πλάσματα δείχνοντάς τα από κάθε πιθανή οπτική γωνία, εκμεταλλεύεται την φυσική των παιδιών και κυρίως το ταλέντο του Highmore με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεν το κάνει ούτε πολύ αστείο αλλά ούτε και δραματικό και ίσως κάτι για το οποίο υπήρξαν συζητήσεις είναι η αρκετά σκοτεινή ατμόσφαιρα, κάτι που κάνει την ταινία να είναι ακατάλληλη για πολύ μικρά παιδιά. Φυσικά αυτό για μένα ήταν μια πολύ ευχάριστη προσθήκη, αλλά μιας και η ταινία είναι κυρίως παιδική, το βασικό της κοινό δεν είμαι εγώ και κάποια μικρά (πολύ μικρά) μπορεί το βράδυ να έχουν εφιάλτες...Δε γίνεται και bloodbath αλλά κάτι αρκετά ρεαλιστικά κομμένα χέρια, κάτι κοψίματα και δαγκώματα και κάτι ψευτοτρυπημένα μάτια μπορεί να ενοχλήσουν τους πολύ μικρούς.
Όσο για τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, δυστυχώς η Bolger απογοητεύει μιας και έχει χάσει εκείνη την αθωότητα του In America και πια προσπαθεί να "υποδυθεί" χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όσο για τον Highmore, είναι λίγο πολύ στην ίδια κατάσταση. Είναι η πρώτη του "εφηβική" ταινία και έχει επίσης χάσει την αθωότητα του Finding Neverland αλλά επειδή σε αυτή την περίπτωση το ταλέντο ξεχειλίζει, η ερμηνεία των δύο εντελώς διαφορετικών αδερφών είναι πολύ καλή. Αχ, αυτά τα άχαρα χρόνια, πόσα και πόσα child stars δεν εξαφανίστηκαν μόλις μπήκαν στην εφηβεία.
Στο τέλος, η ταινία σε αφήνει με μια καλή διάθεση, δεν έχεις την αίσθηση ότι πέταξες τα λεφτά σου σε μια παιδικούρα και γενικά σε αφήνει ικανοποιημένο, χωρίς να είναι η ταινία που σου πρόσφερε κάτι το διαφορετικό. Προσωπικό σημείο αναφοράς παιδικών (αλλά όχι παιδιάστικων) ταινιών (φαντασίας ή μη), τα τελευταία χρόνια, είναι το Bridge to Terabithia και σίγουρα δε φτάνει στα επίπεδά του.
6/10


imageΕπιτέλους κάθομαι να γράψω και για την προτελευταία ταινία που είδα, το πολυσυζητημένο Persepolis, τη Γαλλική παραγωγή που έκανε τόση εντύπωση στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, κερδίζοντας το βραβείο κριτικής επιτροπής. Πρόκειται για τη βιογραφία της συν-σεναριογράφου και συν-σκηνοθέτιδας Marjane Satrapi, Ιρανικής καταγωγής που πλέον μένει στη Γαλλία, και μας παρουσιάζει τα χρόνια της παιδικής, εφηβικής και νεαρής ενήλικης ζωής της, στο Ιράν του '70 και του '80 των πολιτικών αναταράξεων, των συνεχών πολέμων, και της όλης ταραγμένης εποχής. Μαζί της στο σενάριο και τη σκηνοθεσία, συνεργάστηκε ο Vincent Paronnaud.
Η ταινία ξεκινάει παρουσιάζοντας την μικρή επαναστάτρια και ονειροπόλα Marjane (με τη φωνή της Gabrielle Lopes) να μας διηγείται την πολιτική κατάσταση της χώρας, αραδιάζοντας αρκετά ονόματα (πολύ γνωστά, υποτίθεται) τα οποία αν δεν ξέρεις τα της περιοχής (όπως και εγώ) περνάνε από τα μάτια σου αδιάφορα και κουραστικά, μιας και δεν λένε ιστορία, απλά αναφέρονται. Ταυτόχρονα μας δίνει το οικογενειακό πολιτικό και κοινωνικό ιστορικό της μικρής Marjy. Όλο αυτό κρατάει περίπου μισή ώρα και είναι απλά ευχάριστο (κινηματογραφικά, φυσικά), χωρίς να μπαίνει παρά ελάχιστα στη ζωή της Marjane. Κάπου εκεί που η κατάσταση στην Τεχεράνη χειροτερεύει, η Marjane μπαίνει στην εφηβεία και για να της δώσουν μια καλύτερη ζωή, οι γονείς την στέλνουν στη Βιέννη. Εκεί ξεκινάει μια καινούρια ζωή που όμως δεν είναι καθόλου ονειρική, μπαίνοντας σε "κακές παρέες" και με ερωτικές απογοητεύσεις που παρουσιάζονται εκνευριστικά δραματικά. Για να μην καταλήξω να πω την ιστορία μέχρι το τέλος, η ζωή της συνεχίζεται σε κύκλους, με επιστροφή στην Τεχεράνη και ξανά φυγή στην Γαλλία μερικά χρόνια αργότερα.
Δυστυχώς η ταινία με απογοήτευσε. Αν δεν είχε αυτό το ιδιαίτερο στυλ animation θα περνούσε απαρατήρητη στα μάτια μου, μιας και ασχολείται για υπερβολικά πολύ ώρα με την πολιτική και τα γκομενικά. Και το εννοώ "γκομενικά", σαν να είναι εφηβικό φωτορομάντζο. Δεν έχει συνοχή, δεν έχει σύνδεση. Δεν παρουσιάζει τα γεγονότα της εποχής μέσα από τη ζωή της Marjane. Παρουσιάζει τα γεγονότα της εποχής και μετά τη ζωή της Marjane κάνοντας το καθένα ξεχωριστά, αδιάφορο. Φυσικά έχει πολύ καλές στιγμές μέσα σ'αυτήν την αφήγηση αλλά μετά από 2-3 μέρες όπως είμαι τώρα εγώ από τη στιγμή που την είδα, τις έχω ξεχάσει και μου έχει μείνει μια μετριότητα.
Αυτό το περίεργο ασπρόμαυρο "Ο Μίκυ και το Ατμόπλοιο" στυλ animation το φοβόμουν αλλά τελικά είναι το καλύτερο στοιχείο της ταινίας και αυτό που σε κρατάει και ίσως και το μόνο πράγμα που θυμάμαι μερικές μέρες μετά. Στη φωνές βρίσκουμε την Chiara Mastroianni (Atlantis 3: The New World, Prêt-à-Porter) να δανείζει τη φωνή της στην έφηβη και ενήλικη Marjane, την Catherine Deneuve στο ρόλο της μητέρας της και τον Simon Abkarian (Ararat, Rendition) στο ρόλο του πατέρα της χωρίς να ξεχωρίζει κανείς.
Όταν την πρωτοείδα της είχα δώσει 7αράκι αλλά τώρα μερικές μέρες μετά, πραγματικά βλέπω ότι δεν μου άφησε σχεδόν τίποτα.
6/10


imageΕπιτέλους μια ταινία που πραγματικά περίμενα να δω και μετρούσα βδομάδες μέχρι τις 20 Μαρτίου. Φυσικά μιλάω για το τελευταίο δημιούργημα του Βρετανού Neil Marshall (Dog Soldiers, The Descent), Doomsday. Πρωταγωνίστρια η "ιστορική" Rhona Mitra (The Number 23, Shooter) σε έναν ρόλο κλασσικού badass chic. Μαζί της ένα πολυπληθές και καλοδιαλεγμένο cast με τους Bob Hoskins, David O'Hara (The Departed, Tristan + Isolde), Alexander Siddig (The Last Legion, Syriana), Malcolm McDowell (Halloween, A Clockwork Orange), Craig Conway (The Descent, Dog Soldiers), Lee-Anne Liebenberg, Sean Pertwee (Equilibrium, Seven Days to Live), Darren Morfitt (Dog Soldiers), MyAnna Buring (The Descent), Adrian Lester (The Day After Tomorrow, Primary Colors) και η Nora-Jane Noone (The Descent). Ουφ, πολλοί ήταν και πραγματικά όλοι είχαν τον χρόνο τους.
The End Is Nigh. Με τέτοιες ταινίες πάντως, το τέλος του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου σίγουρα δεν είναι κοντά. Η ιστορία είναι απλή και ταυτόχρονα όοοοτινάναι. Αυτή τη λέξη θα χρειαστεί να την πω πολλές φορές σήμερα. Ξεκινάει παρουσιάζοντας τον ιό Reaper που έχει εξαπλωθεί στην Σκοτία και σκοτώνει ανεξέλεγκτα χωρίς να μπορεί να βρεθεί κανένα αντίδοτο. Και όχι, δεν τους κάνει ζόμπι, απλά τους σκοτώνει. Έτσι για να προλάβουν την εξάπλωση, χτίζουν ένα τείχος γύρω από την Σκωτία και ουσιαστικά τους αφήνουν να πεθάνουν. 25 χρόνια αργότερα όμως, παρουσιάζεται ξανά κρούσμα του ιού, έξω από το τείχος αυτή τη φορά και η κατάσταση φεύγει από κάθε έλεγχο. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, η αποκλεισμένη περιοχή είναι υπό χαλαρή επιτήρηση δίνοντας κατά καιρούς φωτογραφίες, άδειων κατεστραμμένων τοπίων. Όμως πριν 3 χρόνια, κάποιες φωτογραφίες έδειξαν ανθρώπους, που με κάποιο τρόπο κατάφεραν να επιζήσουν. Έτσι, η κυβέρνηση στέλνει μια επίλεκτη ομάδα (τι πρωτότυπο) να μπει στην περιοχή και να ανακαλύψει το όποιο αντίδοτο έχουν βρει και να το πάρουν ώστε να καταπολεμήσουν τον ιό που εξαπλώνεται και στην υπόλοιπη Βρετανία. Φυσικά αρχηγός αυτής της ομάδας είναι η Eden Sinclair (Mitra) που μαζί με επίλεκτους στρατιώτες και επιστήμονες αναλαμβάνει το δύσκολο έργο. Μετά την είσοδο όμως, δε μπορούν να φανταστούν τι τους περιμένει...
Η ταινία όπως έχει πει και ο σκηνοθέτης είναι tribute και ιδιαίτερα επηρεασμένη από τα Escape from New York και Mad Max και γενικότερα τις ελαφρώς ψευτοb-movies του '80. Δεν παίρνει τον εαυτό της ΚΑΘΟΛΟΥ στα σοβαρά και το διασκεδάζει όσο μπορείς να φανταστείς. Μπερδεύει διάφορες ταινίες σύγχρονες και παλιότερες, τελείως διαφορετικά είδη και φτιάχνει έναν από τους διασκεδαστικότερους αχταρμάδες. Αρχίζει σαν Resident Evil, συνεχίζει σαν Mad Max, πελαγώνει τους θεατές γυρίζοντάς το σε Lord of the Rings και The Last Knight, επιστρέφει με μια μίξη Escape from New York και Fast and Furious και τελειώνει όπως άρχισε, αφήνοντας δηλαδή ανοιχτό το ενδεχόμενο για sequel...όπως κάνει κάθε Resident Evil που σέβεται τον εαυτό του. Βγάλατε άκρη? Πρέπει να το δείτε για να το πιστέψετε. Φυσικά όλα δεν είναι τόσο ρόδινα, δυστυχώς τα προβλήματα είναι αρκετά και κυρίως ρυθμού μιας η εναλλαγή από είδος σε είδος δε γίνεται ομαλά και από το πιστολίδι με τους άγριους, πας στο αρχαίο κάστρο με ολοκληρωτική αλλαγή ρυθμού που σε σοκάρει και σε χαλάει. Αυτό συμβαίνει 2-3 φορές στην ταινία και δυστυχώς διαρκεί αρκετά ώστε να καταφέρνει να χαλάσει την γενική εικόνα. Αξίζει η αναφορά σε ένα από τα εντυπωσιακότερα και πιο γελοία κυνηγητά με αμάξια που έχω δει ποτέ. Πολλοί το παρομοίασαν με αυτό του Death Proof. Συμφωνώ, αλλά με τον Tarantino να τρώει τη σκόνη του Marshall.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη σκηνοθεσία ήταν ο ρυθμός, όπως είπα και πριν μιας και εκτός αυτού ο Marshall ξεδιπλώνει το ταλέντο του σε κάθε σκηνή, θέλοντας να δεις κιάλλο...κιάλλο. Όσο για τις ερμηνείες, κάνουν την έκπληξη και είναι ιδιαιτέρως καλές μιας και το cast είναι απίστευτα καλοδιαλεγμένο. Μπορεί να μη την ξεχωρίσετε για το ταλέντο της αλλα η Rhona είναι σκέτο eye-candy και δείχνει ότι το Underworld 3 δεν έχει να χάσει τίποτα από την πρωταγωνίστρια.
Η ταινία είναι b-movie και της αρέσει. Το απολαμβάνει αλλά έχει και ως αποτέλεσμα να είναι ταινία της μίας θέασης μιας και βασίζει μεγάλο μέρος της γοητείας του στην οοοοοοότιναναι εξέλιξή του.
Αν σας αρέσει το π-ο-λ-ύ αίμα, πάρτε ότι πιο ανώριμο έχετε σε παρέα, και τρέξτε να την δείτε. Η καλύτερη κινηματογραφική εμπειρία που είχα από εποχή Final Destination 2. Δε θα το μετανιώσετε...
6,5/10

2 Οκτωβρίου 2010

The Ghost Writer [Αόρατος Συγγραφέας] review

image

Κάθε νέα ταινία του Roman Polanski είναι ένα μεγάλο γεγονός για τη κινηματογραφική βιομηχανία (εντάξει, σχεδόν κάθε) αλλά το Ghost Writer έλαβε ακόμα περισσότερη δημοσιότητα λόγω των γνωστών νομικών προβλημάτων του σκηνοθέτη και το γεγονός ότι το τελικό μοντάζ έγινε στην “ιδιωτική του φυλακή”, στο σπίτι που βρισκόταν υπό περιορισμό στο Γκστάαντ της Ελβετίας, αφού εκείνο το διάστημα βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για την παράδοσή του στις Αμερικανικές αρχές όπου και είναι καταζητούμενος.

image

Το Ghost Writer βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Robert Harris, με τον τελευταίο να έχει συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη και στο σενάριο. Ghost writer, ή αόρατος συγγραφέας όπως μεταφράστηκε, είναι ένας βιογράφος που προσλαμβάνεται από κάποιο γνωστό πρόσωπο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας Adam Lang, για να τον ακολουθεί παντού ενώ ταυτόχρονα θα του παίρνει συνεντεύξεις για όλη του ζωή ώστε στο τέλος να συνθέσει σε βιβλίο τη βιογραφία του. Ο αόρατος συγγραφέας της ταινίας, έχει την ιδιαιτερότητα να μην έχει καν όνομα, και αναλαμβάνει να τελειώσει τη βιογραφία του Lang την οποία είχε ξεκινήσει ένας συνάδελφός του που βρέθηκε νεκρός πριν λίγες μέρες. Τη μέρα που ο βιογράφος φτάνει στο σπίτι του Lang, ξεσπάει σκάνδαλο με τον πρώην υπουργό του να τον κατηγορεί για παράνομες απαγωγές και βασανιστήρια και να τον στέλνει στο δικαστήριο της Χάγης. Ο Lang φεύγει για να κανονίσει τις νομικές λεπτομέρειες και ο βιογράφος μένει στο σπίτι να προσπαθεί να στρώσει το βιβλίο από τα ατελείωτα χειρόγραφα του Lang. Με αρκετό ελεύθερο χρόνο λόγω απουσίας του Lang, και από τύχη αλλά και περιέργεια ανακαλύπτει στοιχεία που είχε κρυμμένα ο προκάτοχός του σχετικά με το παρελθόν του του Lang και ακολουθώντας τα ανακαλύπτει πολλά κρυμμένα μυστικά.

image

Μπερδεμένο σενάριο δε μπορείς να το πεις, κάθε άλλο, είναι σχετικά απλό (αλλά σε καμιά περίπτωση απλοϊκό) και αρκετά σύντομα καταλαβαίνεις που το πάει. Αυτό όμως που δε περιμένεις είναι να είναι τόσο αναποφάσιστο. Ξεκινάει με τυπική βάση το θάνατο του προηγούμενου βιογράφου, μας μπερδεύει με τα εγκλήματα πολέμου για τα οποία κατηγορείται ο Lang και καταλήγει…στη Καρδίτσα! Αλλού ντ’αλλού! Και το χειρότερο είναι ότι η κατάληξη εκτός ότι είναι ελάχιστα ενδιαφέρουσα, παρουσιάζεται με εντελώς αφελή τρόπο κάνοντας το θεατή να νοιώθει ηλίθιο με το σκηνοθέτη να του παρουσιάζει με στόμφο ότι…η γη γυρίζει!

Ο νεκρός βιογράφος, οι κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου και το αδιάφορο τέλος είναι τρεις μεγάλες στάσεις του σεναρίου. Αλλά όπως λένε και οι ρομαντικοί, σημασία έχει η διαδρομή. Και μπορεί αυτό να μη το συμμερίζομαι στα ταξίδια με κάποιο υλικό μεταφορικό μέσο, στην 7η τέχνη ο Polanski είναι μάστορας ώστε να κάνει το ταξίδι απολαυστικότατο. Ασυναγώνιστη ανατριχιαστική ατμόσφαιρα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το πρόσφατο The Box, σε κρατάει γαντζωμένο στη θέση σου σε όλη τη διάρκεια του έργου, και στα αγχωτικά απόκοσμα καρέ αλλά και στις όχι λίγες κοιλιές λόγω “αναποφάσιστου” σεναρίου. Σε συνδιασμό με τις εξαιρετικές ερμηνείες των Ewan McGregor, Olivia Williams και της Kim Cattrall αλλά όχι και του Pierce Brosnan που ευτυχώς έχει ελάχιστο χρόνο παρουσίας, τη προσεγμένα τοποθετημένη μουσική του Alexandre Desplat και τη φωτογραφία του μόνιμου συνεργάτη του σκηνοθέτη τα τελευταία χρόνια, Πολωνού Pawel Edelman, το τελικό σύνολο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά όχι και κλασσικό.

image

Ο υπερτονισμός άσχετων γεγονότων, οι μικρές κοιλιές στο ρυθμό, το συνολικά αδύνατο σενάριο και κυρίως το αδιάφορο φινάλε αλλά και η κακή ερμηνεία του Brosnan δεν επιτρέπουν στο οπτικά σεμιναριακό δημιούργημα του Polanski να γίνει το αριστούργημα που επιθυμούσαμε.

6,5/10

 

1 Οκτωβρίου 2010

Machete review

image

Τυπικά ο Machete ξεκίνησε τη καριέρα του στο Spy Kids, ως πρώην πράκτορας, θείος των μικρών πρακτόρων και συνέχισε ως fake trailer στο Grindhouse, όμως, και φαντάζομαι ότι μιλάω εκ μέρους των περισσοτέρων, οι περισσότεροι τον θυμόμαστε και τον θαυμάσαμε στο Desperado. Ο πρώην κατάδικος Danny Trejo, ήταν από τις πιο cool φιγούρες στο μανίκι του Robert Rodriguez και μετά τη δημοσιότητα που πήρε το fake trailer ανάμεσα στα Death Proof και Planet Terror αλλά και την επιμονή του ηθοποιού, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία βασισμένη στον Machete είναι πραγματικότητα.

imageimageimage

Ο Machete, ένας πρώην ομοσπονδιακός Μεξικανός πράκτορας, ζει πια ως λαθρομετανάστης κάπου στο Τέξας. Ένας άγνωστος του αναθέτει να σκοτώσει έναν γερουσιαστή που τα έχει βάλει με τους μετανάστες έχοντας βάλει σκοπό να τους διώξει από τη χώρα. Η αποστολή αποδεικνύεται παγίδα, ο γερουσιαστής McLaughlin τραυματίζεται, ο Machete καταζητείται και μαζί με τη βοήθεια ενός παπά και της Luz, αρχηγό μια Μεξικανικής ομάδας “αντίστασης” προσπαθεί να καθαρίσει το όνομά του αλλά και να ξεσκεπάσει τον βρώμικο McLaughlin.

image

Κανείς δε περιμένει υλικό για Όσκαρ, αλλά δυστυχώς το Machete αποτυγχάνει σχεδόν σε κάθε του προσπάθεια. Ο exploitation χαρακτήρας που θέλει να περάσει, και ήταν κάποτε μεγάλη μόδα δε προσφέρει τίποτα περισσότερο από αρκετό αίμα, λίγο γυμνό και ψευτο-οργιακές σκηνές. Η σκηνοθεσία έχει επιτηδευμένα συγκεκριμένο κάκιστο μοντάζ γιατί απλά αυτό είναι το ύφος των ταινιών στις οποίες βασίζεται αλλά και γιατί ο Danny Trejo δεν είναι ο τρομακτικός τύπος που έκανε τον El Mariachi να τρέχει για να ξεφύγει από τα στιλέτα του αλλά ένας κοντόχοντρος 66χρονος γεράκος που με το ζόρι μπορεί να τρέξει, πόσο μάλλον να γυρίσει σκηνές δράσης. Οι μόνες στιγμές που βλέπουμε το πρόσωπό του είναι σε πολύ κοντινά πλάνα με όλες τις υπόλοιπες να είναι γυρισμένες από περίεργες γωνίες ώστε να μη δούμε τον stunt man.

imageimageimage

Το cast που έχει μαζέψει ο Rodriguez περνάει σχεδόν απαρατήρητό γιατί δε φρόντισε να έχουν ρόλους που να τους ταιριάζουν και να τονίζουν τον λόγο για τον οποίο τους αγαπήσαμε αλλά απλά παίζουν ένα ρόλο. Αποκορύφωμα τραγικότητας ο Steven Seagal που κάνει έναν Μεξικανό μεγαλέμπορο ναρκωτικών που πολεμάει με Κατάνα και έχει αμερικανο-μεξικανο-γιαπωνέζικη προφορά! Τραγικό…

image

Αν δεν τρελαθήκατε με το ύφος του Grindhouse, μη προσπαθήσετε να δώσετε καν ευκαιρία στο Machete γιατί υπάρχει μεγάλη περίπτωση να αποχωρήσετε στο πρώτο μισάωρο κακήν κακώς και να χάσετε και το μοναδικό λόγο που άξιζε να το δείτε μέχρι το τέλος, τις γοητευτικότατες παρουσίες των Michelle Rodriguez και Jessica Alba. Αν πάλι, το Grindhouse είναι η αγαπημένη σας ταινία, δώστε του μια ευκαιρία και ίσως και να το απολαύσετε.

 

4/10

 

Related Posts with Thumbnails