Αν και η ιδέα ενός musical δε με ξετρελαίνει, δεν με έχω πετύχει να με ενοχλούν τα τραγούδια σε μια ταινία (εκτός από τα ελληνικά μιούζικαλ του '60). Έτσι έχοντας διαβάσει μερικές διθυραμβικές κριτικές, χτες είδα το Once, για την οποία το μόνο που ήξερα ήταν ότι έχει πολύ τραγούδι...γενικά.
Ιρλανδική παραγωγή σκηνοθετημένη από τον John Carney, ο οποίος στο βιογραφικό του έχει ακόμα 2-3 άγνωστες ταινίες με μόνη που ίσως κάποιοι να ξέρετε, το On the Edge του 2001 με Cillian Murphy και Stephen Rea. Πρωταγωνιστές αλλά και συνθέτες της μουσικής της ταινίας, οι μουσικοί Glen Hansard, μέλος του συγκροτήματος The Frames και Τσέχα Markéta Irglová. Μάλιστα έχουν δηλώσει ότι δε σκοπεύουν να ξαναπαίξουν σε ταινία μιας και είναι μουσικοί και όχι ηθοποιοί. Παρ’ολ’αυτά όμως οι ερμηνείες τους είναι ικανοποιητικότατες με την Irglová να ξεχωρίζει. Η ιστορία είναι απλούστατη και μπορούσε απλά χαρακτηριστεί boy-girl movie. Πάμπτωχοι και οι δύο, δουλεύουν στους δρόμους του Δουβλίνου, αυτός μουσικός του δρόμου να παίζει τα βράδια τα τραγούδια του και αυτή να πουλάει λουλούδια στο δρόμο. Αυτός ζει με τον πατέρα του τον οποίον και βοηθάει να φτιάχνει ηλεκτρικές σκούπες και αυτή (αρκετά χρόνια μικρότερή του, χωρίς όμως να αναφέρονται ηλικίες) με την μητέρα της και τη μικρή κόρη της, με τον άντρα της να έχει μείνει πίσω στην Τσεχία και στα διαλλείματα να πηγαίνει στο μαγαζί με τα μουσικά όργανα και να παίζει πιάνο. Μια μέρα γνωρίζονται και ξεκινάει μια σχέση...μουσική. Δεν είναι chic-flic, δεν είναι καθαρό musical, δεν είναι love story. Αν μπορούσα να το παρομοιάσω με κάποιο, θα ήταν σίγουρα το Before Sunrise, με τη διαφορά ότι δεν έχει τόσο καλογραμμένους και μακρόσυρτους διαλόγους αλλά εξαιρετικές αγγλικές μπαλάντες.
Όσο για μειονεκτήματα, υπάρχει μια μικρή κοιλιά που κάνει στη μέση, το γεγονός ότι τα τραγούδια μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους και ότι κατά τη διάρκειά τους δε βλέπουμε άλλη δράση παρά τους πρωταγωνιστές να τραγουδάνε, κάτι που την πρώτη φορά είναι απίστευτα γοητευτικό αλλά ξανά και ξανά γίνεται ελαφρώς κουραστικό.
Όσο για αυτή καθ'αυτή τη μουσική είναι καθαρά προσωπική επιλογή. Τα τραγούδια θυμίζουν αρκετά Coldplay και James Blunt κάτι που εμένα μ'αρέσει αλλά σίγουρα όχι σε όλους. Πάντως η υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερη μουσικής δείχνει ότι δεν αρέσουν μόνο σε μένα και πιστεύω ότι της αξίζει απόλυτα.
Απολαύστε...
7/10
Χωρίς να έχω εντυπωσιαστεί από το Closer και παρά το μέτριο trailer και ένα από τα χειρότερα posters στην ιστορία, είδα την τελευταία ταινία του Mike Nichols, Charlie Wilson's War (Παιχνίδια Εξουσίας) χωρίς να ξέρω τίποτα γι'αυτή, εκτός του εξαιρετικού cast. Κατά βάση πρόκειται για μια βιογραφική- ιστορική ταινία χωρίς όμως να παίζουν τον καθοριστικό ρόλο ούτε τα βιογραφικά ούτε τα ιστορικά της στοιχεία. Σας μπέρδεψα?
Ο Charles Wilson (Tom Hanks), πρώην αξιωματικός του Αμερικάνικου Πολεμικού Ναυτικού, νυν γερουσιαστής, με προβλήματα συμπεριφοράς, γυναικάς, χρήστης ναρκωτικών και υπεύθυνος μιας επιτροπής χρηματοδότησης επιχειρήσεων στη CIA, περίπου στις αρχές της δεκαετίας του '80 διαβάζει για τους χιλιάδες Αφγανούς πρόσφυγες λόγω της Ρωσικής επίθεσης και βάζει στόχο να τους βοηθήσει, ώστε φυσικά να τους πάρει με το μέρος του (αυτούς και τα πετρέλαια της περιοχής) και ταυτόχρονα να κατατροπώσει τη Ρωσία. Έτσι η μέχρι τότε οικονομική βοήθεια των 5 εκατομμυρίων δολαρίων ανέβηκε στα 10 αλλά όχι περισσότερα. Ο σκοπός είναι να μαζευτούν περισσότερα, πολλά περισσότερα χρήματα για να σταλούν στους Αφγανούς, χρήματα που όμως η αμερικάνικη κυβέρνηση δε δίνει. Σ'αυτή τη προσπάθεια τον ενθαρρύνει η Joanne Herring (Julia Roberts), ερωμένη πολυεκατομμυριούχου, tv-persona, φανατική (??) χριστιανή η οποία μισεί τους κουμουνιστές και θέλει να βοηθήσει του Αφγανούς μαχητές της ελευθερίας. Αυτή είναι που τον συστήνει στον πληθωρικό και θρασύτατο Gust Avrakotos (Philip Seymour Hoffman), Ελληνοαμερικάνο πράκτορα της CIA που έχει μια εξωφρενική ιδέα με ποιόν τρόπο να βρουν τα λεφτά.
Η ιστορία ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά...για κωμωδία. Όσο σημαντικό και επίκαιρο και αν είναι το θέμα, ο Nichols το χειρίζεται με πολύ ανάλαφρο ύφος, χωρίς να το φτάνει βέβαια στα όρια της κωμωδίας αλλά να το παρουσιάζει σαν πολιτική σάτιρα. Βέβαια το τόσο ανάλαφρο ύφος για κάτι τόσο σοβαρό που τα αποτελέσματά του είναι τόσο φανερά σήμερα, ίσως ξενίσει μερικές στιγμές μιας και είναι ιδιαίτερα κυνικό. Έτσι δε μπορώ να κατηγορήσω τους Ρώσους που απαγόρευσαν την προβολή της ταινίας στη χώρα τους μιας και τους χλευάζει και τους παρουσιάζει ως ζώα και το θάνατο τους, εορταστικό γεγονός. Ο σκηνοθέτης παρ'όλ'αυτά δεν παίρνει πολιτική θέση, και αυτό που παρουσιάζει δεν είναι τίποτα παραπάνω από το κλίμα που επικρατούσε την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσο για εμάς τους τρίτους, που όπως και να το κάνουμε δε τα πολυσυμπαθούμε τα Αμερικανάκια, μερικές σκηνές θα μας εκνευρίσουν ως παρατραβηγμένα κυνικές, αλλά μέχρι εκεί. Στο κάτω κάτω, μια ταινία είναι...
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Nichols είναι η ασταμάτητη δράση, χωρίς ίχνος κοιλιάς στη ροή της ταινίας. Δεν υπάρχουν μακριοί ακαταλαβίστικοι πολιτικοί διάλογοι, παρά μόνο γρήγορες ατάκες και έξυπνο μοντάζ. Δε γνωρίζω τα τεχνικά θέματα για να κατηγοριοποιήσω την ταινία ως σκηνοθετικά εύκολη αλλά τα βγάζει πέρα αλάνθαστος.
Και για να φτάσουμε στο cast και τις ερμηνείες, την παράσταση κλέβει ο εξαιρετικός Hoffman. Πραγματικά δε θυμάμαι την τελευταία φορά που είδα μια τόσο φυσική και απολαυστική ερμηνεία. Τεράστια αδικία αν χάσει το Oscar απ'τον Bardem. Όσο για τον Hanks και την Roberts, καλές ερμηνείες και από τους δύο, με την τελευταία να έχει αρκετά περιορισμένο screentime αλλά να επιστρέφει σε μεγάλη φόρμα και τον πρώτο να χάνεται στη σύγκριση μιας και αντίθετα με τον Hoffman, εμφανώς "υποδύεται" τον ρόλο. Εντύπωση μου έκανε η...ασχήμια της Roberts. Δε ξέρω αν ήταν η πλαστική περούκα, το μακιγιάζ ή αν απλά γέρασε αλλά είχε μια τρομακτική ομοιότητα με την Γεωργία Βασιλειάδου!!
Η ταινία ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και ήταν άκρως διασκεδαστική, με αυτό που μου έμεινε στο τέλος ήταν φυσικά η ερμηνεία του Hoffman. Μόνο και μόνο γι' αυτό, μην τη χάσετε.
7/10
Κάπου ανάμεσα στην α' και β' εξεταστική πρόλαβα να δω το Across the Universe, την τελευταία ταινία της Julie Taymor (Titus, Frida). Πρόκειται για μια ταινία tribute στη μουσική δεκαετία του '60 πλημυρισμένη με τραγούδια των Beatles και τα "κοσμοϊστορικά" γεγονότα της εποχής όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ και το κίνημα των hippies, μέσω ενός love story μεταξύ δύο νέων. Πρωταγωνιστούν οι Evan Rachel Wood (Thirteen, King of California), Jim Sturgess (άγνωστος μέχρι σήμερα αλλά ακολουθεί μπαράζ ταινιών όπως The Other Boleyn Girl, Crossing Over, Fifty Dead Men Walking και 21), Joe Anderson (Silence Becomes You, Copying Beethoven, Becoming Jane), T.V. Carpio (She Hate Me) και οι τραγουδιστές Martin Luther και Dana Fuchs. Το σενάριο υπογράφουν οι σκηνοθέτης μαζί με τους Dick Clement και Ian La Frenais (Goal!, Flushed Away). Όπως βλέπετε, τα ονόματα δεν εντυπωσιάζουν με ουσιαστικά μόνη γνωστή την ERW αλλά σε τέτοιες ταινίες αυτό μπορεί να βγει και σε καλό, μιας και οι προβολείς δεν πέφτουν πάνω τους.
Η ιστορία αρχίζει παράλληλα στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο Liverpool με τον Jude (Jim Sturgess) να εργάζεται στα ναυπηγεία της πόλης μια δύσκολη ζωή, και στην Αμερική όπου η νεαρά Lucy (Evan Rachel Wood) ζει μια άνετη, πλούσια ζωή που όμως συνταράσσεται από το θάνατο στο Βιετνάμ του "φίλου" της...του γκόμενού της ντε. Ο Jude αφήνει το Liverpool και φτάνει παράνομα στην Αμερική με σκοπό να βρει τον πατέρα του που όπως έχει μάθει, δουλεύει σε ένα πανεπιστήμιο πιστεύοντας ότι θα είναι κάποιος σπουδαίος καθηγητής αλλά τελικά ανακαλύπτει ότι δεν είναι τίποτα άλλο από τεχνικός υπάλληλος στο πανεπιστήμιο και δεν έχει καμία διάθεση να τον αναγνωρίσει μιας και έχει φτιάξει άλλη οικογένεια. Σ'αυτή τη προσπάθεια ο Jude, βρίσκει έναν καλό φίλο που τον "βάζει στα πράγματα" της εποχής, τον ατίθασο και επαναστάτη Max (Joe Anderson) και εντελώς τυχαία, αδερφό της Lucy. Οι δυο νεαροί γνωρίζονται και η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή χωρίς όμως να γίνεται και κλισέ.
Κάθε σκηνή, κάθε συναίσθημα των χαρακτήρων, κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα την εποχή παρουσιάζεται με τραγούδια των Beatles, ΠΟΛΛΑ τραγούδια (γύρω στα 34) τραγουδισμένα από τους ηθοποιούς και από αρκετά γνωστά ονόματα της μουσικής και του κινηματογράφου που κάνουν cameo εμφάνιση όπως οι Joe Cocker, Bono, Eddie Izzard και Salma Hayek. Όπως διάβασα, σχεδόν τα πάντα στην ταινία είναι tribute στους Beatles και σε άλλα μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής της εποχής όπως η Janis Joplin, ο Jimi Hendrix και άλλοι αλλά οι μουσικές μου γνώσεις της εποχής είναι...μηδαμινές και έτσι δεν αναγνώρισα παρά ελάχιστα απ' αυτά.
Φτάνουμε και στη σκηνοθεσία η οποία είναι πραγματικά διπρόσωπη. Έχουμε από τη μία την έναρξη και το φινάλε (δεν εννοώ μόνο τα 5 πρώτα και τελευταία λεπτά φυσικά, αλλά το πρώτο και τελευταίο act, αν μπορώ να το το χαρακτηρίσω έτσι) τα οποία είναι εξαιρετικά, μας μεταφέρουν την ατμόσφαιρα της εποχής σε Αμερική και Αγγλία, οι επιλογή των τραγουδιών που διηγούνται την ιστορία είναι απόλυτα επιτυχημένη και πραγματικά εντυπωσιάζει χωρίς ίχνος ψεγαδιού, και μετά έχουμε και το "ανάμεσα"...το οποίο ολόκληρο είναι μια μεγάαααλη κοιλιά. Δε κάνει τίποτα άλλο από το να παρουσιάζει γνωστά γεγονότα χωρίς ιδιαίτερη αληθοφάνεια, χρησιμοποιεί έντονα τα ψυχεδελικά εφέ της εποχής που κουράζουν το μάτι και όλα αυτά μέσω σχετικά άγνωστων τραγουδιών (τουλάχιστον σε μένα που όπως είπα, δε νοιώθω) και μερικά απίστευτά κουραστικά sequences που μπήκαν απλά γιατί είχαν βρει τα τραγούδια με τα οποία θα τα συνδυάσουν με χειρότερο απ'αυτά τη συμμετοχή του Bono που πονάνε τα μάτια σου. Σε όλη αυτή τη διάρκεια που δεν είναι και μικρή, η ιστορία δε προχωράει σχεδόν καθόλου εκτός κάποιων μικροπροσωπικών ιστοριών των δεύτερων χαρακτήρων που εκτός από την υποχρεωτική στράτευση του Max και το αντίστοιχο music sequence, και το εικαστικό ξέσπασμα του Jude με τις φράουλες και η ώρα περνάει εντελώς αδιάφορα και οριακά κουραστικά.
Οι υποκριτικές αλλά και μουσικές ερμηνείες είναι άκρως ικανοποιητικές με αυτές των Sturgess και Anderson να ξεχωρίζουν.
Η ταινία πήρε εξαιρετικές κριτικές αλλά προσωπικά δε με εντυπωσίασε. Μπορεί να φταίει που δεν έζησα την εποχή και τα τραγούδια της αλλά ούτε έχω ιδιαίτερη αδυναμία σ'αυτήν ώστε να την μάθω. Πάντως, σίγουρα την ευχαριστήθηκα λιγότερο από το Once που είδα πριν από λίγες μέρες.
6/10
Μπορεί να έχει αρκετές μέρες που την είδα αλλά πραγματικά δεν έβρισκα τι να γράψω και έτσι τώρα που έχω λίγο χρόνο για σκότωμα, είπα να πω και 'γώ τη γνώμη μου.
Επειδή σίγουρα την ταινία την ξέρουν ελάχιστοι, πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία κάποιου Miles Brandman με πρωταγωνιστές τους Macaulay Culkin - Alexis Dziena και Kuno Becker - Eliza Dushku στο ρόλο δύο ζευγαριών αρχικά άγνωστα μεταξύ τους.
Η ιστορία...απλά δεν υπάρχει. Είναι απλά τα δύο ζευγάρια τα οποία έχουν προβλήματα στη σεξουαλική τους ζωή και το συζητάνε...και το συζητάνε. Συμμετέχουν σε κάποιου είδους σεμινάριο μιας τρελοσεξοψυχολόγου που τους προτείνει το...όργιο, δηλαδή να ανταλλάξουν συντρόφους και να...του δώσουν να καταλάβει. Και το συζητάνε...και το συζητάνε....και το συζητάνε. Και κάπου προς το τέλος φτάνει πια εκείνη η στιγμή και ο άθλιος σκηνοθέτης, αποφασίζει να το γυρίσει στο PG13, δηλαδή απλά βαρέθηκε να γυρίσει τη σκηνή. Και μετά το οργιάκι, το ξανασυζητάνε και το ξανασυζητάνε. Και μιλάμε για συγκλονιστικούς διαλόγους, επιπέδου κρεβατομουρμούρας που παρακαλάς πότε θα βαρεθούν να σταματήσουν.
Ε, τώρα για τη σκηνοθεσία τι να πεις. Οποιοσδήποτε μπορεί να αφήσει την κάμερα και να τραβάει ένα ζευγάρι να μιλάει και μία ευκαιρία που είχε να το σώσει, ανεβάζοντας το...ενδιαφέρον, την αποτέλειωσε.
Ο λόγος που είδα αρχικά την ταινία ήταν έτσι κι’ αλλιώς το cast που έκανε ότι μπορούσε αλλά τι να κάνουν κι’ αυτοί..Το ζευγάρι Dziena-Culkin ήταν λίγο περίεργο μιας και, και οι 2 είναι απίστευτα μικροκαμωμένοι σωματικά παρόλη την ηλικία τους (24 και 28) που σε κάποιες στιγμές νόμιζες ότι έβλεπες δυο 14χρονα να μιλάνε για τη σεξουαλική τους ζωή.
3,5/10 και πολύ του είναι. Ευτυχώς που ήταν μικρής διάρκειας, με το ζόρι 90'.
Πως μπορείς να αγνοήσεις ταινία με τέτοιο cast...Αλλά ας τα πάρω απ' την αρχή. Σήμερα, Κυριακή της Αποκριάς, αργία Καθαρά Δευτέρα αύριο, βρήκα άφθονο χρόνο να δω καμιά ταινία και μιας και είμαι σε σχετικά καλή κατάσταση είπα να δω καμιά ευχάριστη, και έτσι κατέληξα στο Feast of Love, μιας και από το trailer έμοιαζε σε κάτι προς το αμερικάνικο Love Actually και ο τίτλος το ψιλοεπιβεβαίωνε.Αμ δε...
Πρόκειται για την τελευταία ταινία του βετεράνου Robert Benton (Kramer vs. Kramer, The Human Stain), βασισμένη σε ομώνυμη νουβέλα κάποιου Charles Baxter, σε σενάριο Allison Burnett (Autumn in New York, Resurrecting the Champ) με τους Morgan Freeman, Greg Kinnear, Radha Mitchell, Billy Burke (Ladder 49, Fracture), Selma Blair (Hellboy, The Fog), Alexa Davalos (The Chronicles of Riddick, The Mist), Toby Hemingway (The Covenant), Jane Alexander (Kramer vs. Kramer, The Ring) και Fred Ward (Escape from Alcatraz, Sweet Home Alabama). Πραγματικά το cast είναι εξαιρετικό και πολυδιάστατο με το screentime να μοιράζεται σε όλους τους χαρακτήρες χωρίς να υπάρχει πραγματικός πρωταγωνιστής εκτός των Kinnear και Freeman που είναι ο κορμός και ο "φιλόσοφος" της ιστορίας που ενώνουν τους υπόλοιπους.
Δυστυχώς η ελπίδα για "αμερικάνικο" Love Actually βγήκε εντελώς εκτός, μιας και οι ιστορίες είναι κουραστικές, μη-αληθοφανείς, αδιάφορες, το σενάριο και οι διάλογοι κακογραμμένοι και ασύνδετοι, το theme δεν έχει να κάνει τίποτα με "love", feel-very-very-bad αίσθηση και άχρηστες ψευτοερωτικές σκηνές πεταμένες εδώ κι'εκεί που κάποιος θα περίμενε μόνο από τον Uwe Boll. Η ιστορία γυρίζει γύρω από τον Bradley Smith (Kinnear) και τις τυφλές βουτιές του σε σχέσεις με γυναίκες με τραγικά αποτελέσματα και τις παρόμοιες ιστορίες, η μια πιο τραγική από την άλλη, των ανθρώπων γύρω του. Αν αυτό το λέτε εσείς FEAST of Love, εγώ το λέω, η χαρά του αυτοκτονιομανή. Άρα η ταινία παίρνει ένα μεγάααλο Χ μόνο και μόνο από τον παντελώς αποτυχημένο τίτλο.
Από τις ερμηνείες δε ξεχώρισε πραγματικά κανείς, κάνοντας ακόμα και τον Freeman κουραστικό. Ευτυχώς υπήρχε και η eye-candy, Alexa Davalos και περνούσε λίγο η ώρα. Stay away εκτός αν μόλις έχετε χωρίσει και θέλετε να δείτε ότι υπάρχουν και χειρότερα.
4/10
Χαρακτηρίστηκε ως το Little Miss Sunshine της χρονιάς. Η low-budget παραγωγή (αλλά όχι και indie) που ήρθε από το πουθενά με ανερχόμενους ηθοποιούς αλλά σε καμιά περίπτωση stars και έκανε το μεγάλο μπαμ. Πέρσι ήταν η Abigail Breslin και ο Paul Dano και φέτος σειρά πήρε η Ellen Page και ο (λέμε τώρα...) Michael Cera. Ο Jason Reitman σκηνοθετεί στη δεύτερη του προσπάθεια μετά το επιτυχημένο Thank You For Smoking στο πρωτότυπο σενάριο της Diablo Cody, πρώην stripper που σίγουρα ξέρει να γράφει και λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό ήταν το πρώτο της σενάριο και κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ, σίγουρα θα περιμένουμε ακόμα περισσότερα στο μέλλον. Συμπρωταγωνιστούν οι Jennifer Garner (Elektra,Alias), Jason Bateman (Smokin Aces, Arrested Development), Allison Janney (American Beauty, Hairspray), J.K. Simmons (Spiderman, The Gift) και Olivia Thirlby (United 93).
Η ιστορία θέλει την 16χρονη Juno MacGuff (Page) να μένει έγκυος από τον συνομήλικο φίλο της Paulie Bleeker (Cera) και να παίρνει τη ζωή της στα χέρια της. Φυσικά πρώτα έρχεται ο πανικός αλλά η υπερβολική ωριμότητά της σε συνδυασμό με τον επαναστατικό και ελαφρώς εφηβοαλήτικο χαρακτήρα την οδηγούν να πάρει την απόφαση να κρατήσει το μωρό και να το δώσει σε ζευγάρι που δε μπορεί να κάνει δικά του. Βρίσκει το ζευγάρι (Garner, Bateman) από αγγελία σε εφημερίδα και με την στήριξη των γονιών της (Simmons,Janney), αρχίζουν οι διαδικασίες υιοθεσίας. Μιλάει μαζί τους, τους γνωρίζει, ίσως λίγο περισσότερο απ'όσο θα'πρεπε και η εγκυμοσύνη συνεχίζεται όσο προχωράνε οι εποχές. Πρόκειται για καθαρά ταινία χαρακτήρων και όχι καταστάσεων μιας και ελάχιστα ασχολείται με το θέμα την εγκυμοσύνης, και ιδιαίτερα σε αυτή την ηλικία ή τα προβλήματα κατά τη διάρκειά της, ηθικά, συναισθηματικά και νομικά. Εστιάζει στη σχέση της Juno με τους γονείς, την οποία βρήκα ελαφρώς αντιρρεαλιστική, τη σχέση με το ζευγάρι αλλά και με τον καθένα τους ξεχωριστά, αλλά και με τον ίδιο της τον χαρακτήρα μιας και είναι ακόμα σε ηλικία που όπως θα έλεγαν οι γονείς μας, "πλάθεται". Την κόντρα ανάμεσα στην αναρχική της φύση με τη σχέση της με τον geek φίλο της και την απόφαση να κρατήσει το παιδί.
Ο Reitman είχε πάρει εξαιρετικές κριτικές για την προηγούμενή του ταινία, και εδώ φαίνεται ότι συνεχίζει στο ίδιο τέμπο. Γρήγορη σκηνοθεσία, ωραία πλάνα, εξαιρετικός ρυθμός. Έχει ένα μικρό πρόβλημα με τη χρωματολογία μιας και χρησιμοποιεί πολύ έντονα χρώματα σε όλη την ταινία από τα ρούχα των πρωταγωνιστών μέχρι και την αφίσα τα οποία όμως είναι τόσο αποτυχημένα συνδυασμένα που ενοχλούν το μάτι και μοιάζουν σχεδόν σουρεαλιστικά, για να μη πω ψυχεδελικά.
Την παράσταση κλέβει φυσικά η Ellen Page με μια ακόμα εξαιρετική ερμηνεία μετά το Hard Candy που όμως νομίζω δε την ξεπερνάει. Αν άξιζε μια υποψηφιότητα για το Juno, σίγουρα άξιζε το αγαλματάκι για το Hard Candy. Πάντως έχουμε να δούμε πολλά ακόμα από την πιο ταλαντούχα γλυκιά φάτσα που έχει εμφανιστεί στις οθόνες μας από την Anna Paquin. Ελπίζω να μην έχουν και την ίδια συνέχεια γιατί η Αννούλα δεν έκανε και την καριέρα που τις άξιζε. Όσο για τον συμπρωταγωνιστή της (Cera), ευτυχώς έχει πολύ μικρό screentime γιατί όσο και αν τον πλασάρουν σαν ταλέντο είναι εκνευριστικός και όπου τον έχω δει κάνει πάντα τον ίδιο ρόλο το ίδιο κακοπαιγμένα. Σε όλη τη διάρκεια του φοράνε και κάτι κίτρινες φόρμες και πραγματικά πονάνε τα μάτια σου. Ευχάριστη έκπληξη η φίλη της Juno, Leah (Thirlby) που δίνει έναν πολύ ευχάριστο και ανάλαφρο τόνο στην ταινία χωρίς να το ξεφτιλίζει κάνοντας την κλασική χαζή ξανθιά.
Η αίσθηση που μου άφησε ήταν ακριβώς η ίδια με το Little Miss Sunshine. Εξαιρετικά ευχάριστη ταινία αλλά με κάποια προβλήματα που την εμποδίζουν να γίνει κλασσική.
7/10
Μετά την μεγάλη επιστροφή των παιδικών ταινιών φαντασίας με το Bridge to Terabithia, ήλπιζα σε κάτι παρόμοιο και αυτή τη φορά με το The Spiderwick Chronicles, την τελευταία ταινία του Mark Waters (Freaky Friday,Mean Girls) με τους Freddie Highmore (Arthur et les Minimoys, Finding Neverland) και Sarah Bolger (Stormbreaker, In America) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και τους Mary-Louise Parker (The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford, Fried Green Tomatoes), David Strathairn (The Bourne Ultimatum, Good Night, and Good Luck.), Joan Plowright (Tea with Mussolini, Dennis the Menace) και Nick Nolte να τους σιγοντάρουν. Τέλος στα πλάσματα της ταινίας, έχουν δανείσει τη φωνή τους οι Seth Rogen (Knocked Up, The 40 Year Old Virgin) και Martin Short. Βασίζεται στο ομώνυμο παιδικό βιβλίο των Tony DiTerlizzi και Holly Black και το σενάριο έγραψαν οι Karey Kirkpatrick (Charlotte's Web, The Hitchhiker's Guide to the Galaxy), David Berenbaum (Zoom, Elf) και John Sayles (Casa de los babys, Silver City).
Η ιστορία θέλει την Helen Grace (Parker) να αφήνει την πόλη μετά το διαζύγιο με τον σύζυγό της και να μετακομίζει με τα τρία της παιδιά, τον ατίθασο Jared (Highmore), τον δίδυμό του αλλά πολύ χαμηλών τόνων Simon (και πάλι Highmore) και την λίγο μεγαλύτερη και...ξιφομάχο Mallory (Bolger) σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος, εγκαταλελειμμένο από τότε που η προ-θεία τους Lucinda Spiderwick (Plowright) μπήκε σε ψυχιατρείο. Εκεί ο Jared ψάχνοντας το σπίτι, ανακαλύπτει σε μια κρυμμένη σοφίτα ένα παλιό βιβλίο, γραμμένο από τον πατέρα της Lucinda, Arthur Spiderwick (Stathairn) ο οποίος είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς πριν 80 χρόνια. Το βιβλίο ήταν μια σπουδή του Arthur σε διάφορα πλάσματα που είχε ανακαλύψει στο δάσος και τη ζωή τους, ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτοντας και τα μυστικά τους. Κάπου εκεί ξεκινάει και η περιπέτεια των 3 αδερφών όταν ο Jared ξεκλειδώνει το βιβλίο και το διαβάζει με αποτέλεσμα να αρχίσει ένα κυνηγητό από τους "κακούς" του δάσους και τον αρχηγό τους, το τέρας Mulgarath (Nolte) που προσπαθούν να πάρουν το βιβλίο στα χέρια τους και να...σκοτώσουν όλα τα πλάσματα αλλά και τους ανθρώπους. Εντάξει, παιδικό βιβλίο είναι, τι περιμένατε...Πάντως η ιστορία ξεδιπλώνεται ικανοποιητικά αν και εντελώς κλισεδιάρικα. Έχει κάποια plot twists που θα εντυπωσιάσουν τους μικρούς θεατές αλλά γενικά, απλά ανεκτό. Η δύναμή του είναι οι χαρακτήρες του, οι ανθρώπινοι αλλά και τα πλάσματα με τους δύο μικρούς Hogsqueal (Rogen) και Thimbletack (Short) να είναι απολαυστικοί.
Ο σκηνοθέτης ακολουθεί την πεπατημένη τόσων άλλων παιδικών ταινιών φαντασίας, και δε προσπαθεί να πρωτοτυπήσει. Τα πάντα στην ταινία κάπου τα έχουμε ξαναδεί. Παρ’όλ’αυτά, δέχεται ότι η ταινία δεν είναι κάποιο έπος με βαρύγδουπα νοήματα και κρατάει την διάρκειά του σε οριακά διψήφιο νούμερο κάτι που είναι και το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα. Έχει γρήγορες λήψεις, δεν πλατειάζει καμαρώνοντας για τα ψηφιακά πλάσματα δείχνοντάς τα από κάθε πιθανή οπτική γωνία, εκμεταλλεύεται την φυσική των παιδιών και κυρίως το ταλέντο του Highmore με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεν το κάνει ούτε πολύ αστείο αλλά ούτε και δραματικό και ίσως κάτι για το οποίο υπήρξαν συζητήσεις είναι η αρκετά σκοτεινή ατμόσφαιρα, κάτι που κάνει την ταινία να είναι ακατάλληλη για πολύ μικρά παιδιά. Φυσικά αυτό για μένα ήταν μια πολύ ευχάριστη προσθήκη, αλλά μιας και η ταινία είναι κυρίως παιδική, το βασικό της κοινό δεν είμαι εγώ και κάποια μικρά (πολύ μικρά) μπορεί το βράδυ να έχουν εφιάλτες...Δε γίνεται και bloodbath αλλά κάτι αρκετά ρεαλιστικά κομμένα χέρια, κάτι κοψίματα και δαγκώματα και κάτι ψευτοτρυπημένα μάτια μπορεί να ενοχλήσουν τους πολύ μικρούς.
Όσο για τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, δυστυχώς η Bolger απογοητεύει μιας και έχει χάσει εκείνη την αθωότητα του In America και πια προσπαθεί να "υποδυθεί" χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όσο για τον Highmore, είναι λίγο πολύ στην ίδια κατάσταση. Είναι η πρώτη του "εφηβική" ταινία και έχει επίσης χάσει την αθωότητα του Finding Neverland αλλά επειδή σε αυτή την περίπτωση το ταλέντο ξεχειλίζει, η ερμηνεία των δύο εντελώς διαφορετικών αδερφών είναι πολύ καλή. Αχ, αυτά τα άχαρα χρόνια, πόσα και πόσα child stars δεν εξαφανίστηκαν μόλις μπήκαν στην εφηβεία.
Στο τέλος, η ταινία σε αφήνει με μια καλή διάθεση, δεν έχεις την αίσθηση ότι πέταξες τα λεφτά σου σε μια παιδικούρα και γενικά σε αφήνει ικανοποιημένο, χωρίς να είναι η ταινία που σου πρόσφερε κάτι το διαφορετικό. Προσωπικό σημείο αναφοράς παιδικών (αλλά όχι παιδιάστικων) ταινιών (φαντασίας ή μη), τα τελευταία χρόνια, είναι το Bridge to Terabithia και σίγουρα δε φτάνει στα επίπεδά του.
6/10
Επιτέλους κάθομαι να γράψω και για την προτελευταία ταινία που είδα, το πολυσυζητημένο Persepolis, τη Γαλλική παραγωγή που έκανε τόση εντύπωση στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, κερδίζοντας το βραβείο κριτικής επιτροπής. Πρόκειται για τη βιογραφία της συν-σεναριογράφου και συν-σκηνοθέτιδας Marjane Satrapi, Ιρανικής καταγωγής που πλέον μένει στη Γαλλία, και μας παρουσιάζει τα χρόνια της παιδικής, εφηβικής και νεαρής ενήλικης ζωής της, στο Ιράν του '70 και του '80 των πολιτικών αναταράξεων, των συνεχών πολέμων, και της όλης ταραγμένης εποχής. Μαζί της στο σενάριο και τη σκηνοθεσία, συνεργάστηκε ο Vincent Paronnaud.
Η ταινία ξεκινάει παρουσιάζοντας την μικρή επαναστάτρια και ονειροπόλα Marjane (με τη φωνή της Gabrielle Lopes) να μας διηγείται την πολιτική κατάσταση της χώρας, αραδιάζοντας αρκετά ονόματα (πολύ γνωστά, υποτίθεται) τα οποία αν δεν ξέρεις τα της περιοχής (όπως και εγώ) περνάνε από τα μάτια σου αδιάφορα και κουραστικά, μιας και δεν λένε ιστορία, απλά αναφέρονται. Ταυτόχρονα μας δίνει το οικογενειακό πολιτικό και κοινωνικό ιστορικό της μικρής Marjy. Όλο αυτό κρατάει περίπου μισή ώρα και είναι απλά ευχάριστο (κινηματογραφικά, φυσικά), χωρίς να μπαίνει παρά ελάχιστα στη ζωή της Marjane. Κάπου εκεί που η κατάσταση στην Τεχεράνη χειροτερεύει, η Marjane μπαίνει στην εφηβεία και για να της δώσουν μια καλύτερη ζωή, οι γονείς την στέλνουν στη Βιέννη. Εκεί ξεκινάει μια καινούρια ζωή που όμως δεν είναι καθόλου ονειρική, μπαίνοντας σε "κακές παρέες" και με ερωτικές απογοητεύσεις που παρουσιάζονται εκνευριστικά δραματικά. Για να μην καταλήξω να πω την ιστορία μέχρι το τέλος, η ζωή της συνεχίζεται σε κύκλους, με επιστροφή στην Τεχεράνη και ξανά φυγή στην Γαλλία μερικά χρόνια αργότερα.
Δυστυχώς η ταινία με απογοήτευσε. Αν δεν είχε αυτό το ιδιαίτερο στυλ animation θα περνούσε απαρατήρητη στα μάτια μου, μιας και ασχολείται για υπερβολικά πολύ ώρα με την πολιτική και τα γκομενικά. Και το εννοώ "γκομενικά", σαν να είναι εφηβικό φωτορομάντζο. Δεν έχει συνοχή, δεν έχει σύνδεση. Δεν παρουσιάζει τα γεγονότα της εποχής μέσα από τη ζωή της Marjane. Παρουσιάζει τα γεγονότα της εποχής και μετά τη ζωή της Marjane κάνοντας το καθένα ξεχωριστά, αδιάφορο. Φυσικά έχει πολύ καλές στιγμές μέσα σ'αυτήν την αφήγηση αλλά μετά από 2-3 μέρες όπως είμαι τώρα εγώ από τη στιγμή που την είδα, τις έχω ξεχάσει και μου έχει μείνει μια μετριότητα.
Αυτό το περίεργο ασπρόμαυρο "Ο Μίκυ και το Ατμόπλοιο" στυλ animation το φοβόμουν αλλά τελικά είναι το καλύτερο στοιχείο της ταινίας και αυτό που σε κρατάει και ίσως και το μόνο πράγμα που θυμάμαι μερικές μέρες μετά. Στη φωνές βρίσκουμε την Chiara Mastroianni (Atlantis 3: The New World, Prêt-à-Porter) να δανείζει τη φωνή της στην έφηβη και ενήλικη Marjane, την Catherine Deneuve στο ρόλο της μητέρας της και τον Simon Abkarian (Ararat, Rendition) στο ρόλο του πατέρα της χωρίς να ξεχωρίζει κανείς.
Όταν την πρωτοείδα της είχα δώσει 7αράκι αλλά τώρα μερικές μέρες μετά, πραγματικά βλέπω ότι δεν μου άφησε σχεδόν τίποτα.
6/10
Επιτέλους μια ταινία που πραγματικά περίμενα να δω και μετρούσα βδομάδες μέχρι τις 20 Μαρτίου. Φυσικά μιλάω για το τελευταίο δημιούργημα του Βρετανού Neil Marshall (Dog Soldiers, The Descent), Doomsday. Πρωταγωνίστρια η "ιστορική" Rhona Mitra (The Number 23, Shooter) σε έναν ρόλο κλασσικού badass chic. Μαζί της ένα πολυπληθές και καλοδιαλεγμένο cast με τους Bob Hoskins, David O'Hara (The Departed, Tristan + Isolde), Alexander Siddig (The Last Legion, Syriana), Malcolm McDowell (Halloween, A Clockwork Orange), Craig Conway (The Descent, Dog Soldiers), Lee-Anne Liebenberg, Sean Pertwee (Equilibrium, Seven Days to Live), Darren Morfitt (Dog Soldiers), MyAnna Buring (The Descent), Adrian Lester (The Day After Tomorrow, Primary Colors) και η Nora-Jane Noone (The Descent). Ουφ, πολλοί ήταν και πραγματικά όλοι είχαν τον χρόνο τους.
The End Is Nigh. Με τέτοιες ταινίες πάντως, το τέλος του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου σίγουρα δεν είναι κοντά. Η ιστορία είναι απλή και ταυτόχρονα όοοοτινάναι. Αυτή τη λέξη θα χρειαστεί να την πω πολλές φορές σήμερα. Ξεκινάει παρουσιάζοντας τον ιό Reaper που έχει εξαπλωθεί στην Σκοτία και σκοτώνει ανεξέλεγκτα χωρίς να μπορεί να βρεθεί κανένα αντίδοτο. Και όχι, δεν τους κάνει ζόμπι, απλά τους σκοτώνει. Έτσι για να προλάβουν την εξάπλωση, χτίζουν ένα τείχος γύρω από την Σκωτία και ουσιαστικά τους αφήνουν να πεθάνουν. 25 χρόνια αργότερα όμως, παρουσιάζεται ξανά κρούσμα του ιού, έξω από το τείχος αυτή τη φορά και η κατάσταση φεύγει από κάθε έλεγχο. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, η αποκλεισμένη περιοχή είναι υπό χαλαρή επιτήρηση δίνοντας κατά καιρούς φωτογραφίες, άδειων κατεστραμμένων τοπίων. Όμως πριν 3 χρόνια, κάποιες φωτογραφίες έδειξαν ανθρώπους, που με κάποιο τρόπο κατάφεραν να επιζήσουν. Έτσι, η κυβέρνηση στέλνει μια επίλεκτη ομάδα (τι πρωτότυπο) να μπει στην περιοχή και να ανακαλύψει το όποιο αντίδοτο έχουν βρει και να το πάρουν ώστε να καταπολεμήσουν τον ιό που εξαπλώνεται και στην υπόλοιπη Βρετανία. Φυσικά αρχηγός αυτής της ομάδας είναι η Eden Sinclair (Mitra) που μαζί με επίλεκτους στρατιώτες και επιστήμονες αναλαμβάνει το δύσκολο έργο. Μετά την είσοδο όμως, δε μπορούν να φανταστούν τι τους περιμένει...
Η ταινία όπως έχει πει και ο σκηνοθέτης είναι tribute και ιδιαίτερα επηρεασμένη από τα Escape from New York και Mad Max και γενικότερα τις ελαφρώς ψευτοb-movies του '80. Δεν παίρνει τον εαυτό της ΚΑΘΟΛΟΥ στα σοβαρά και το διασκεδάζει όσο μπορείς να φανταστείς. Μπερδεύει διάφορες ταινίες σύγχρονες και παλιότερες, τελείως διαφορετικά είδη και φτιάχνει έναν από τους διασκεδαστικότερους αχταρμάδες. Αρχίζει σαν Resident Evil, συνεχίζει σαν Mad Max, πελαγώνει τους θεατές γυρίζοντάς το σε Lord of the Rings και The Last Knight, επιστρέφει με μια μίξη Escape from New York και Fast and Furious και τελειώνει όπως άρχισε, αφήνοντας δηλαδή ανοιχτό το ενδεχόμενο για sequel...όπως κάνει κάθε Resident Evil που σέβεται τον εαυτό του. Βγάλατε άκρη? Πρέπει να το δείτε για να το πιστέψετε. Φυσικά όλα δεν είναι τόσο ρόδινα, δυστυχώς τα προβλήματα είναι αρκετά και κυρίως ρυθμού μιας η εναλλαγή από είδος σε είδος δε γίνεται ομαλά και από το πιστολίδι με τους άγριους, πας στο αρχαίο κάστρο με ολοκληρωτική αλλαγή ρυθμού που σε σοκάρει και σε χαλάει. Αυτό συμβαίνει 2-3 φορές στην ταινία και δυστυχώς διαρκεί αρκετά ώστε να καταφέρνει να χαλάσει την γενική εικόνα. Αξίζει η αναφορά σε ένα από τα εντυπωσιακότερα και πιο γελοία κυνηγητά με αμάξια που έχω δει ποτέ. Πολλοί το παρομοίασαν με αυτό του Death Proof. Συμφωνώ, αλλά με τον Tarantino να τρώει τη σκόνη του Marshall.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη σκηνοθεσία ήταν ο ρυθμός, όπως είπα και πριν μιας και εκτός αυτού ο Marshall ξεδιπλώνει το ταλέντο του σε κάθε σκηνή, θέλοντας να δεις κιάλλο...κιάλλο. Όσο για τις ερμηνείες, κάνουν την έκπληξη και είναι ιδιαιτέρως καλές μιας και το cast είναι απίστευτα καλοδιαλεγμένο. Μπορεί να μη την ξεχωρίσετε για το ταλέντο της αλλα η Rhona είναι σκέτο eye-candy και δείχνει ότι το Underworld 3 δεν έχει να χάσει τίποτα από την πρωταγωνίστρια.
Η ταινία είναι b-movie και της αρέσει. Το απολαμβάνει αλλά έχει και ως αποτέλεσμα να είναι ταινία της μίας θέασης μιας και βασίζει μεγάλο μέρος της γοητείας του στην οοοοοοότιναναι εξέλιξή του.
Αν σας αρέσει το π-ο-λ-ύ αίμα, πάρτε ότι πιο ανώριμο έχετε σε παρέα, και τρέξτε να την δείτε. Η καλύτερη κινηματογραφική εμπειρία που είχα από εποχή Final Destination 2. Δε θα το μετανιώσετε...
6,5/10
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου