30 Μαρτίου 2011

Limitless [Απόλυτη Ευφυΐα] review

image

Πολλοί έχετε δει σίγουρα το trailer αλλά μάλλον λίγους ενθουσίασε για να τρέξετε να το δείτε.Το Limitless είναι μια ταινία για ένα ναρκωτικό ή μήπως κατά βάθος κρύβεται μια superhero movie, ή μήπως ταυτόχρονα και τα δύο αλλά και τίποτα από τα δύο.

Ο Eddie Morra είναι ένας συγγραφέας με τη ζωή του να πάει από το κακό στο χειρότερο. Δεν έχει γράψει ούτε λέξη για το καινούριο του βιβλίο, είναι ταπί και μοιάζει σαν άστεγος. Η κοπέλα του Lindy τον αφήνει αφού δεν αντέχει να ζει έτσι βλέποντάς τον να κατρακυλάει στη μιζέρια του. Μέχρι που ο πρώην κουνιάδος του, του δίνει ένα χαπάκι που, όπως λέει, ξεκλειδώνει το αχρησιμοποίητο τμήμα του εγκεφάλου κάνοντας τις δυνατότητες του κάθε ανθρώπου απεριόριστες. Ξαφνικά τελειώνει το βιβλίο του σε μερικές μέρες, μπορεί να παρατηρεί και να εκμεταλλεύεται το κάθε τι στο περιβάλλον του, να ρουφάει απεριόριστες νέες πληροφορίες με μια ματιά. Η επίδραση όμως περνάει και ξεκινά το κυνήγι για αυτό το άγνωστο χαπάκι, που σε συνδυασμό με την κατάχρησή του αλλά και την αυτοπροβολή του ως ξερόλας στη νέα του δουλειά στο τομέα της ενέργειας, βάζει τον Eddie σε θανατηφόρες περιπέτειες.

image

Ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ταινίας περνάει με τον Eddie να βρίσκεται υπό την επήρεια του χαπιού και τον σκηνοθέτη να χρησιμοποιεί διάφορα οπτικά τρικς όπως την fisheye vision αλλά και την έντονα πιο φωτεινή φωτογραφία για να αποδώσει την drugged κατάσταση του πρωταγωνιστή. Αυτή η κατάσταση θυμίζει λίγο “Bruce Almighty-without the fun”, κάτι που διαρκεί ιδιαίτερα πολύ και απλά περιμένεις τι θα γίνει όταν περάσει η επίδραση. Από εκεί και μετά βρίσκει κι’άλλα χάπια, ξαναγίνεται ένας μικρός μεσσίας, φτιάχνει περιουσίες σε χρόνο μηδέν, ανακαλύπτει το μυστικό αλλά και τις παρενέργειες του χαπιού, βρίσκεται μπλεγμένος με μαφιόζους και πολιτικούς να τον κυνηγάνε ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να πείσει τον μεγαλοκαρχαρία Carl Van Loon για την ικανότητά του. Το σενάριο καταφέρνει να κάνει όλα αυτά να μην έχουν κανένα σχεδόν ενδιαφέρον. Τα πραγματικά άπειρα plot holes, η ανεκδιήγητες βλακείες του Eddie που μοιάζουν να γίνονται απλά για να αυτοκαταστραφεί αφαιρούν κάθε αίσθηση διασκέδασης.

Παρακολούθησα τη ταινία στον αυτόματο πιλότο. Χωρίς να είναι γεμάτη κλισέ, ο χαρακτηρισμός που μου ερχόταν ξανά και ξανά όσο την έβλεπα ήταν “ανούσια”. Ποτέ δε με διασκέδασε εκτός από μία και μοναδική σκηνή, ένα tribute στην εξαιρετική σκηνή μάχης του OldBoy με το σφυρί, και απλά περίμενα το αναμενόμενο φινάλε, έστω και αν η διάρκειά της δε με κούρασε ιδιαίτερα. Και εκεί ήρθε η έκπληξη με το φινάλε και είναι επιτέλους politically incorrect και να μου αφήνει μια γλυκιά γεύση για το τέλος.

image

Όποιος αποφασίσει να τη δει, σίγουρα δε θα το μετανιώσει αφού και ο Bradley Cooper και η σκηνοθεσία αλλά και η κεντρική ιστορία (αλλά όχι και το σενάριο) έχουν κάποιο ενδιαφέρον αλλά αμφιβάλλω αν θα τη θυμάστε λίγες ώρες μετά.

5,5/10

 

25 Μαρτίου 2011

Burlesque review

image

Αν και το είδος του μιούζικαλ, πριν μερικά χρόνια είχε μια ξαφνική άνοδο με τα Moulin Rouge και Chicago, η συνέχεια δεν ήταν η ίδια αφού από τότε ζήτημα είναι να βγαίνουν ένα-δύο μιούζικαλ το χρόνο, και αυτά, ακόμα και αν έχουν τις καλύτερες των προϋποθέσεων όπως το περσινό Nine, συνήθως απογοητεύουν. Το Burlesque, όντας μια σχετικά μικρή παραγωγή σε σχέση με τα πολυπληθή έπη των προηγούμενων ετών, προσπαθεί να επιστρέψει στις ρίζες όπου το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια καλή φωνή και ιστοριούλα, που να δικαιολογεί τα τραγούδια.

Η Ali είναι μια νεαρή κοπέλα που δουλεύει σαν σερβιτόρα κάπου στην Αϊόβα αλλά έχει μεγάλα όνειρα. Με ελάχιστα λεφτά στη τσέπη παίρνει το λεωφορείο για το Los Angeles για να ζήσει το όνειρό της. Με τσαμπουκά και θράσος βρίσκει δουλειά στο καμπαρέ Burlesque όπου δεν αργεί να δείξει το ταλέντο της και να γίνει μεγάλη σταρ.

image

Το παραμύθι της σταχτοπούτας στα καμπαρέ του L.A. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η χωριατοπούλα που κάνει πραγματικότητα το όνειρό της, ο θρύλος που ανακαλύπτει το ταλέντο της, το έρωτας με τον μπάρμαν και ένα τόσο happy end που νομίζεις πως βλέπεις τη μελωδία της ευτυχίας. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, κακογραμμένοι διάλογοι, χάρτινοι και απόλυτα κλισέ χαρακτήρες χωρίς προσωπικότητα και ρεαλισμό. Πιο τρανταχτό παράδειγμα η Tess, η άγρια ιδιοκτήτρια του καμπαρέ που για αδιανόητο λόγο δέχεται τις συνεχείς αυθάδειες της Ali και αντί να την πετάξει έξω όπως περιμένουμε από τον τρόπο που μας την έχουν παρουσιάσει, τις καταπίνει και της δίνει και ευκαιρίες καριέρας. Περιέργως παρόλα τα παραπάνω, το Burlesque έχει ένα ακόμα πιο αρνητικό στοιχείο που χάνει τη χαζή ιστοριούλα να μοιάζει πταίσμα.

image

Μουσική, τραγούδια, σκηνή, χορός, καμπαρέ αλλά και υποκριτική. Το αν αρέσουν σε κάποιον τα συγκεκριμένα τραγούδια είναι υπόθεση πολύ προσωπική και δε μπορώ να την κρίνω, αν και προσωπικά ούτε με κούρασαν όπως αυτά του Sweeney Todd αλλά κανένα δε μου άρεσε και ιδιαίτερα. Το πρόβλημα βρίσκεται στο σκηνικό. Υποτίθεται ότι βρισκόμαστε σε ένα καμπαρέ, όχι σε μια μουσική σκηνή, κάτι που έκανε μερικά τραγούδια εντελώς άσχετα με το γενικό θέμα της ταινίας. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι τα τραγούδια ήταν προηχογραφημένα σαν κομμάτια ενός album και είναι εντελώς εκτός κλίματος της live σκηνής. Και για να καταστραφεί και η τελευταία ελπίδα, τα περισσότερα δεν ήταν σωστά συγχρονισμένα με το στόμα αλλά ούτε και σωστά σκηνοθετημένα με αποτέλεσμα να βλέπουμε το ορθάνοιχτο στόμα να ουρλιάζει ΑΑΑ και να ακούμε απλά ένα α. Ερασιτεχνικά λάθη που δε συγχωρούνται. Στα ίδια χαμηλά επίπεδα βρίσκεται και το υποκριτικό κομμάτι με την Christina Aguilera να έχει μεν τη φωνή αλλά να είναι επιεικώς τραγική ηθοποιός, και την Cher να μετανιώνει που έκανε διάλλειμα από τη σύνταξή της. Cam Gigandet, Stanley Tucci και Kristen Bell, οι μόνοι που είναι πραγματικά αξιόλογοι.

Το Burlesque είναι δυστυχώς σχεδόν ερασιτεχνικό και αν δεν είχε το ταλέντο του Tucci και τη φωνή της Aguilere (μόνο τη φωνή), θα έπεφτε πολύ εύκολα κάτω από το ψυχολογικό όριο της βιντεοταινίας. Υπερβολικά ελαφριά ταινία, που όμως έχει στιγμές που σου προκαλεί εκνευρισμό με αποτέλεσμα να χάσει το feel good τόνο της.

4/10

 

Το MadWorld Movies στο Facebook

Όπως κάποιοι από εσάς θα έχετε ήδη προσέξει από το widgetάκι που έχει προστεθεί στα δεξιά της σελίδας, εδώ και μερικές εβδομάδες το MadWorld Movies βρίσκεται και στο Facebook.

Στη σελίδα, εκτός των κριτικών που ανεβαίνουν στο blog, μπορείτε να διαβάσετε κινηματογραφικά νέα, να δείτε νέες αφίσες και trailers των πιο πολυαναμενόμενων ταινιών και φυσικά να αφήσετε τα σχόλιά σας.

Σας περιμένω όλους να κάνετε…

 image

24 Μαρτίου 2011

Rango review

image

Μπορεί ο σκηνοθέτης με το αιματηρό όνομα, Gore Verbinsi να κάνει συνεχώς επιτυχίες τα τελευταία χρόνια, όμως χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να κάνει επιτέλους και ένα δικό του project. Μετά την αποχώρησή του από τους Πειρατές της Καραϊβικής, έστρεψε το βλέμμα του στην άγρια Δύση με πρωταγωνιστή μια…σαύρα!

Ο Rango είναι ένας κατοικίδιος χαμαιλέων, που ζει στο μικρόκοσμο της γυάλας του και σκηνοθετεί τις περιπέτειές του με πρωταγωνιστές τα πλαστικά διακοσμητικά. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού όμως, η γυάλα πέφτει από το αμάξι της οικογένειας και ο Rango βρίσκεται στη μέση της ερήμου, μόνος, αβοήθητος και διψασμένος. Μετά από διάφορες περιπέτειες στην έρημο, τα βήματά του θα τον φέρουν στην πόλη της Σκόνης όπου θα βρει τους κατοίκους να ψάχνουν απελπισμένοι για νερό. Με πολύ τύχη και ακόμα περισσότερα παραμύθια που θα πει, παρουσιάζεται σαν ήρωας, γίνεται ο σερίφης της πόλης και τώρα πρέπει να βρει γιατί δεν έρχεται πια το νερό στη Σκόνη.

image

Η παραγωγός εταιρία Nickelodeon Movies είναι γνωστή για άκρως παιδικές ταινίες τηλεοπτικού επιπέδου όμως εδώ αυτοδιαψεύδεται και μάλιστα πανηγυρικά. Το Rango είναι ένα blockbuster με τα όλα του, με εκπληκτικά γραφικά, γεμάτο με εντυπωσιακές σκηνές δράσης, ένα κανονικό rollercoaster διασκέδασης.

Όμως όπως κάθε blockbuster, έτσι και το Rango πάσχει από την απύθμενη επιθυμία να εντυπωσιάσει σε βάρος του συνόλου. Ναι, ολόκληρη η ταινία έχει πάρα πολλές γρήγορες, αστείες, διασκεδαστικές και οπτικά εντυπωσιακές σκηνές αλλά όταν αυτές τελειώνουν, μοιάζει σαν κανείς να μην ασχολήθηκε με το “ανάμεσα”. Ανούσιες, και κάποιες φορές υπερβολικά μεγάλες σε διάρκεια σκηνές και διάλογοι που ενώ θα έπρεπε να προχωρούν την ιστορία, το μόνο που καταφέρνουν είναι να ρίχνουν το ενδιαφέρον στα τάρταρα. Το roallercoaster φαίνεται ότι δε σχεδιάστηκε με τον καλύτερο τρόπο αφού δεν έχει μια σταθερή ποιότητα έντασης, με το τρενάκι να πηγαίνει από τις απίστευτα γρήγορες στροφές σε βασανιστικά αργές ευθείες και τον θεατή να φοβάται κάθε που πλησιάζει το τέλος μιας action sequence.

image

Στην τελική κρίση, το πρόσημο είναι σίγουρα θετικό αφού η διασκέδαση που μας προσφέρει το Rango είναι υψηλής ποιότητας αλλά μένει και η πικρίλα ότι με λίγη παραπάνω προσοχή θα μιλούσαμε για τον σίγουρο νικητή στον άτυπο αγώνα του animation της χρονιάς, ενώ τώρα με τα Rio και Cars 2 να έρχονται φουριόζα, το Rango πολύ πιθανόν να ξεχαστεί πιο γρήγορα απ’ όσο του αξίζει.

6,5/10

 

20 Μαρτίου 2011

Hævnen (In a Better World) [Ισως, Αύριο!] review

image

Σίγουρα κανείς δε περίμενε τον Κυνόδοντα να κερδίσει το Όσκαρ, ήταν ήδη μια μεγάλη έκπληξη που κατάφερε να μπει στη πεντάδα, αλλά αξίζει να δούμε τη ταινία που τελικά έκλεψε το αγαλματάκι από το Biutiful, που ήταν και το μεγάλο φαβορί, το Hævnen της Susanne Bier από τη Δανία.

Δυο οικογένειες στη Δανία, δυο δεκάχρονα αγόρια που γνωρίζονται κατά τύχη και δημιουργούν μια περίεργη φιλία που θα καθορίσει το μέλλον τους. Ο Elias έχει την ατυχία να έχει πεταχτά δόντια κάτι που σε συνδυασμό με τον αμυντικό χαρακτήρα του, τον κάνει εύκολο θύμα των νταήδων του σχολείου. Ζει με τη μητέρα του, αφού οι γονείς του χωρίζουν και ο πατέρας του, γιατρός Anton μοιράζει το χρόνο του στο γιο του και σε προσφορά ιατρικών υπηρεσιών σε ένα καταφύγιο προσφύγων μιας Αφρικανικής χώρας. Ο Christian μόλις έχει χάσει τη μητέρα του από καρκίνο και μετακομίζει με τον πατέρα του Claus, στο σπίτι της γιαγιάς του. Στο σχολείο γίνεται μάρτυρας της “εκμετάλλευσης” του Elias από τους συμμαθητές του και τον υπερασπίζεται με τρομερά ξεσπάσματα βίας, βάζοντας τα με μεγαλύτερούς του. Η σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στα δύο παιδιά είναι σχεδόν αλληλοεξαρτημένη με τη συμπεριφορά του Christian να είναι σχεδόν αυτοκαταστροφική σέρνοντας μαζί του και τον Elias.

image

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο τίτλος Hævnen στα Δανέζικα δεν μεταφράζεται heaven (=παράδεισος) όπως κάποιος μπορεί να θεωρήσει, αλλά revenge (=εκδίκηση), κάτι που δίνει και μια επιπλέον γοητεία στη ταινία. Ζητήματα όπως bullying, και παιδική βία μπορεί να μοιάζουν πρωταγωνιστές αλλά το πραγματικό θέμα είναι ο τρόπος αντιμετώπισης μιας απώλειας, είτε αυτή πρόκειται για ένα θάνατο ή ένα διαζύγιο από δύο παιδιά με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Πανέξυπνες αλληγορίες χρησιμοποιούνται για να τονίσει ότι μια σφαγή αμάχων γυναικών κάπου στην Αφρική, στα μάτια ενός παιδιού δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τη μάχη του σχολείου, τη μάχη της επιβίωσης σε ένα περιβάλλον που είσαι ανεπιθύμητος και ο πιο αδύναμος θα υποστεί τα δεινά.

Το σενάριο του μόνιμου συνεργάτη της Susanne Bier, Anders Thomas Jensen είναι ιδιαίτερα καλογραμμένο και καταφέρνει να θίξει θέματα που αρχικά δε μπορείς να αντιληφθείς. Δε προσπαθεί να μας διδάξει ή να μας περάσει τη γνώμη του αλλά να μας διηγηθεί μια ιστορία. Δύο τα μειονεκτήματα σε αυτή του τη προσπάθεια, το γεγονός ότι σχεδόν σε καμιά στιγμή, τουλάχιστον στα 3/4 της ταινίας, δε ξέρεις που το πάει, που θέλει να καταλήξει, και αν θέλει να καταλήξει κάπου, κάτι μειώνει σε μεγάλο βαθμό τη περιέργεια και κατ’ επέκταση το ενδιαφέρον τη στιγμή που το παρακολουθείς, ενώ αρνητική εντύπωση μου έκανε και η ελλιπής ανάπτυξη του ρόλου και της οικογένειας στο σύνολο, του Christian. Δε γνωρίζεις τίποτα για τον πατέρα του εκτός ότι ζούσε στην Αγγλία, δε γνωρίζεις αν αυτή η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά του ξεκίνησε μετά το θάνατο της μητέρας του ή υπήρχε από πριν. Μπορείς να υποθέσεις τα περισσότερα αλλά είναι σημεία κρίσιμα για την ηθική της ταινίας και θα έπρεπε να αναφερθούν.

image

Τέλος πρέπει να δοθούν τα εύσημα στη σκηνοθεσία της Bier αλλά κυρίως στη φωτογραφία και το μοντάζ των συνεργατών της τα οποία είναι πραγματικά οσκαρικού επιπέδου. Δε θυμάμαι από πότε έχω να χαζέψω τόσο όμορφη κινηματογράφηση. Αντίθετα, αρκετά υποτονική ήταν η μουσική που δε κατάφερε να δώσει το κάτι παραπάνω. Όσο για τις ερμηνείες, το σύνολο των ενήλικων ηθοποιών ήταν εξαιρετικοί με κορωνίδα τον εκπληκτικό Mikael Persbrandt, ο οποίος έχει ήδη κερδίσει έναν ρόλο στα Hobbit, αλλά τα δύο παιδιά απλά ικανοποιούν με τη ποιοτική διαφορά να είναι εμφανής.

Αν και το θέμα δε μπορεί να θεωρηθεί πρωτότυπο, ο τρόπος ανάπτυξης και αντιμετώπισής του είναι σχεδόν πρωτοφανής και παρά τα αρκετά φάουλ του σεναρίου, και σε συνδυασμό με τον υψηλού επιπέδου τεχνικό τομέα, το Hævnen άξιζε στο έπακρο τουλάχιστον την υποψηφιότητα.

7/10

 

19 Μαρτίου 2011

The Romantics review

image

Με μερικούς αρκετά γνωστούς νέους ηθοποιούς στη φαρέτρα της, το The Romantics προσπαθεί να μας κερδίσει το ενδιαφέρον, πολύ αμφιβάλλω όμως αν το αξίζει.

Εφτά φίλοι κοντεύουν στα τριάντα και μετά από αρκετά χρόνια ξαναβρίσκονται για το γάμο δύο από αυτών. Τα πράγματα όμως μπερδεύονται όταν ανοίγουν παλιές πληγές, αφού ο γαμπρός ήταν πρώην έρωτας της καλύτερης φίλης και κουμπάρας της νύφης.

Αξίζει να αναφερθεί ότι δημιουργός της ταινίας είναι η Galt Niederhoffer η οποία έγραψε το ομώνυμο μυθιστόρημα, έκανε τη διασκευή και σκηνοθέτησε και την ταινία, κανονική πολυτεχνίτης.

image

Ο τίτλος είναι προφανώς ειρωνικός αφού μπορεί στα νιάτα τους, η παρέα να ονομαζόταν Romantics αλλά σήμερα έχουν γίνει ή παραμείνει ανώριμοι, κυνικοί, εγωιστές, αδιάφοροι και άκαρδοι. Εκτός της εισαγωγής όπου μας συστήνονται οι χαρακτήρες, στην υπόλοιπη ταινία παρακολουθούμε τους χαρακτήρες να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων χωρίς να λένε κάτι ουσιαστικό και ανάμεσα σε αυτά τα “σκετσάκια” βλέπουμε και τις ερωτικές ανησυχίες τους ουσιαστικά πρωταγωνιστικού τρίο. Ανούσιες βαρετές σεκάνς που δεν καταφέρνουν καν να μας συστήσουν σωστά τους χαρακτήρες ώστε να τους αγαπήσουμε, να τους μισήσουμε ή έστω να τους καταλάβουμε. Απλά βλέπουμε κάποιους αγνώστους να μιλάνε. Η τελική κόντρα νύφης κουμπάρας είναι σίγουρα το καλύτερο μέρος της ταινίας αφού ο κυνισμός και ο εγωισμός χτυπάει ταβάνι σε σημείο να γίνεται ευχάριστος.

Το Romantics μας αυτοπροβάλλεται σαν ρομαντικό δράμα για τον έρωτα και τα γεγονότα που δε μπορείς να ελέγξεις. Εγώ από την άλλη αυτό που είδα είναι, λιγότερο ή περισσότερο, ταλαντούχους ηθοποιούς να σπαταλούν το ταλέντο τους σε μια παντελώς ανούσια ταινία. Βαρετή με μοναδικό νόημα ότι ακόμα μια βροχή μπορεί να σου χαλάσει τα σχέδια. Ανατρίχιασα…

3,5/10

 

The Rite [Η Τελετή] review

image

Εδώ και δεκαετίες οι ταινίες με εξορκισμούς εξιτάρουν το κοινό, ενώ τα τελευταία χρόνια και μετά την επιτυχία του Emily Rose, το είδος μοιάζει αναγεννημένο. Το The Rite, είναι η νέα ταινία του Mikael Håfström, σκηνοθέτη του 1408, που εκ πρώτης όψεως δε μοιάζει να έχει να μας προσφέρει κάτι καινούριο, αλλά έχει το μεγάλο ατού της παρουσίας του Anthony Hopkins. Φτάνει όμως αυτό;

Ο Michael Kovak είναι ένας τυπικός νεαρός φοιτητής που όμως έχει την ατυχία να είναι γιος νεκροθάφτη. Το επάγγελμα πάει από γενιά σε γενιά και θεωρείται σχεδόν ιερό για την οικογένεια. Η σχέση με τον πατέρα του είναι μονίμως τεταμένες, και φτάνει η στιγμή που ο Michael πρέπει να συνεχίσει στα βήματα του πατέρα, κάτι που φυσικά δεν επιθυμεί, έτσι διαλέγει την μοναδική εναλλακτική για να μη κοπεί η πατρική επιχορήγηση, την ιεροσύνη. Η ιερατική σχολή είναι απλά μια διέξοδος και όχι αυτοσκοπός του Michael που, αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άπιστος, είναι σίγουρα σκεπτικιστής στα θέματα της θρησκείας. Οι σπουδές τελειώνουν με τον Michael να αριστεύει και να είναι έτοιμος να αποσυρθεί αφού ποτέ δεν ήταν σκοπός του να γίνει ιερέας αλλά και χωρίς να έχει μια εναλλακτική. Ο πάτερ Matthew του προτείνει να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο εξορκιστών που θα διεξαχθεί στη Ρώμη με σκοπό να εκπαιδεύσει νέους εξορκιστές. Εκεί, μέσω του δασκάλου πάτερ Xavier, έρχεται σε επαφή με τον πάτερ Lucas Trevant, έναν Ουαλό βετεράνο εξορκιστή με ιδιαιτέρως ανορθόδοξες μεθόδους και με σχεδόν τον ίδιο σκεπτικισμό με τον Michael. Ο πάτερ Lucas αναλαμβάνει να “εκπαιδεύσει” αλλά και να πείσει τον Michael για την παρουσία του διαβόλου.

image

Όσο έγραφα τη παραπάνω παράγραφο, είχα πρόβλημα να βρω που σταματάει η ιστορία και που ξεκινάν τα spoilers, που θα έπρεπε να σταματήσω. Δυστυχώς το The Rite είναι μια ταινία που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο φινάλε της. Όλη η διάρκειά της είναι διεκπαιρεωτική, υπάρχει μόνο για να φτάσει στο μοναδικό σκοπό και στόχο του δημιουργού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, η ταινία να μοιάζει σαν μια μεγάλη εισαγωγή, δεν έχει ups and downs στην έντασή της, αφού ουσιαστικά δεν έχει ένταση, και απλά περιμένεις να αρχίσει κάτι ενδιαφέρον. Όμως και καθαρά σεναριακά έχει πολλά προβλήματα αφού σε όλη τη διάρκεια προσπαθούσε να πείσει τον πρωταγωνιστή, και κατ’ επέκταση τον θεατή, για την παρουσία του διαβόλου και παρά τις πάμπολλες μαϊμουδιές δεν τα κατάφερε ποτέ. Ο θρησκευτικός σκεπτικισμός του Lucas ενώ ταυτόχρονα είναι ο πιο επιτυχημένος εξορκιστής και ο χαρακτήρας της δημοσιογράφου Angeline που μοιάζει να μπήκε τσόντα αφού δεν έχει κανέναν λόγο παρουσίας είναι μόνο μερικά από τα πολλά μειονεκτήματα του σεναρίου που δύσκολα μπορείς να τα παραβλέψεις.

Η ταινία απλά δεν είναι τρομακτική, ούτε καν ανατριχιαστική και για ένα θρίλερ αυτό σίγουρα δεν είναι καλό σημάδι. Δεν έχει υποβλητική ατμόσφαιρα ακόμα και κατά τη διάρκεια των εξορκισμών, ακόμα και του τελευταίου. Το μοναδικό στοιχείο της ταινίας που προκαλεί κάποιου είδους ένταση στη ταινία είναι έντεκα νότες. Έντεκα νότες που μπορούν να θεωρηθούν ως το μουσικό θέμα της ταινίας που επαναλαμβάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με διαφορετική ένταση και χρώμα. Είναι δυστυχώς οι μοναδικές στιγμές που αυξάνονται οι ελπίδες μας ότι κάτι καλύτερο θα επακολουθήσει αλλά δυστυχώς διαψευδόμαστε πανηγυρικά. Όσο για τις ερμηνείες και την πολυσυζητημένη επιστροφή του Hopkins στα θρίλερ και το πόσο καλός λένε ότι είναι, εγώ αυτό δεν το είδα. Εγώ είδα τον άγνωστο πιτσιρικά πρωταγωνιστή Colin O'Donoghue να κλέβει τη παράσταση στα 5/6 της ταινίας και μόνο στο τέλος να βλέπουμε τον Hopkins που όλοι περιμέναμε.

image

Το The Rite αποτυγχάνει σκηνοθετικά, σεναριακά και υποκριτικά. Αποτυγχάνει να μας τρομάξει, να μας υποβάλλει και το μόνο που καταφέρνει είναι να είμαστε σίγουροι ότι ο μόνος λόγος που ο Hopkins υπέγραψε να συμμετέχει στη ταινία είναι ο τελικός εξορκισμός. Μη χάσετε το χρόνο σας, απλά δεν αξίζει.

4/10

11 Μαρτίου 2011

Resident Evil: Afterlife [Τρισδιάστατη Απόδραση] review

image

Μετά από ένα διάλειμμα με τα Death Race και AvP, ο Paul W.S. Anderson επιστρέφει ως σκηνοθέτης του τέταρτου Resident Evil, και φέρνει μαζί του τη πολυδιαφημισμένη 3D τεχνολογία του Avatar. Τι γίνεται όμως πίσω από τον τρισδιάστατο εντυπωσιασμό, αξίζει το Afterlife τη προσοχή μας ή μήπως έφτασε η ώρα να τραβήξουμε τη πρίζα…

Στο τέλος του Extiction, η Alice ανακαλύπτει όλη την αλήθεια για τον εαυτό της όταν βρίσκει τους αμέτρητους κλώνους της και πια μόνο της μέλημα είναι η καταστροφή της Umbrella και η εύρεση των φίλων της που έστειλε στην άγνωστη Arcadia, το τελευταίο καταφύγιο που, όπως μεταδίδει το περίεργο σήμα, ευνή ακόμα ασφαλές και αμόλυντο. Η all-out επίθεση των Alice στη βάση της Umbrella, αν και προκαλεί τη καταστροφή της, δε φέρνει και το θάνατο του ηγέτη της Albert Wesker. Έτσι η Alice παίρνει το δρόμο προς την Arcadia όμως δε βρίσκει αυτό που περιμένει και η αναζήτησή της θα την φέρει σε μια φυλακή του Λος Άντζελες, όπου με την βοήθεια των εκεί επιζώντων θα προσπαθήσουν να φτάσουν στην Arcadia.

image

Είμαι οπαδός του Resident Evil franchise και ως geek υποστηρίζω τις ταινίες βασισμένες σε βιντεοπαιχνίδια, έστω και αν σχεδόν όλες με έχουν απογοητεύσει οικτρά. Όμως δεν είμαι ιδιαίτερος γνώστης των παιχνιδιών Resident Evil και της λεπτομερής ιστορίας τους, και το σενάριο για πρώτη φορά στη σειρά μοιάζει υπερβολικά βασισμένο στα παιχνίδια. Παρουσιάζονται νέοι χαρακτήρες από το πουθενά, καλοί και κακοί που χωρίς καμία “εισαγωγική” δικαιολογία, πλασάρονται σαν πρωταγωνιστές. Εντάξει, μπορεί το σενάριο ποτέ να μην έπαιζε μεγάλο ρόλο, αλλά πάντα είχε μια λογική σειρά, και χωρίς να είναι πολύπλοκο ήταν μια άκρως ικανοποιητική δικαιολογία για τη κλοτσοπατινάδα που ακολουθούσε, κάτι που εδώ λάμπει με την απουσία του και κάνει το Afterlife να μοιάζει υπερβολικά με τα streched out sequels του Saw που απλά υπάρχουν για να επιμηκύνεται η ίδια ιστορία και όχι για να εξελιχτεί.

Ολόκληρη η ταινία έχει ουσιαστικά μόνο τρεις action sequences, η εισαγωγική που είναι μια κάκιστα σκηνοθετημένη αντιγραφή του Matrix Reloaded, η τελευταία που αντιγράφει το μινιμαλιστικό φινάλε του Equilibrium μέχρι αηδίας, και μόνο μία, που είναι πραγματικό zombie thriller όπως τις απολαύσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια. Κακοσκηνοθετημένη, κακοχορογραφημένη εκτός λίγων περιπτώσεων όπως η σκηνή με τον Axeman, και χωρίς καν να μοιάζουν όλα αυτά καν με Resident Evil. Απλά ξενέρωτες.

image

Θα το καταλάβατε και από την εισαγωγή, αλλά αξίζει να ξανατονίσω, ότι είδα τη ταινία στις παραδοσιακές δύο διαστάσεις κα δε ξέρω αν τα πολυδιαφημισμένα Avatar-engined 3D effects μπορούσαν να δώσουν έστω το κάτι παραπάνω στο Afterlife, αλλά πραγματικά αμφιβάλλω. Κανένα Resident Evil δεν έπασχε από οπτικά εφέ και δεν υπήρχε κανένας λόγος εισαγωγής εντελώς άσχετων scifi οπτικών στοιχείων στη σειρά. Το πείραμα απέτυχε αλλά τα ταμεία γέμισαν, άρα λίγο ρόλο παίζει η γνώμη μου αφού ήδη έχει ανακοινωθεί το Resident Evil 5 για τον Μαίο του 2012. Δεν απογοητεύονται, αλλά ούτε κι’ εγώ…

4/10

 

10 Μαρτίου 2011

Like Dandelion Dust review

image

Και μόνο το άκουσμα του οικογενειακού δράματος σαν είδος, είναι αποθαρρυντικό για τον μέσο θεατή, και μια τέτοια ταινία πρέπει να αριστέψει για να αποκτήσει τη φήμη που ίσως της αξίζει. Ο Jon Gunn αντίθετα, προτίμησε να πάρει την πεπατημένη διασκευάζοντας τη νουβέλα της Karen Kingsbury, και θα εξηγηθώ παρακάτω…

Δύο τα ζευγάρια της ταινίας, η Wendy και ο Rip Porter, μικροαστοί που προσπαθούν με το ζόρι να τα βγάλουν πέρα και τον Rip αλκοολικό και βίαιο. Στην άλλη άκρη ο Jack και η Molly Campbell, ευκατάστατοι, και αγαπημένοι. Ένα από τα βίαια ξεσπάσματα του Rip τον στέλνει στη φυλακή για 7 χρόνια χωρίς να ξέρει ότι η Wendy είναι έγκυος. Το μωρό και γεννιέται και δίνεται παράνομα για υιοθεσία στους Jack και Molly. Ο Rip αποφυλακίζεται νέος άνθρωπος, απεξαρτημένος, τρυφερός και έτοιμος για μια νέα αρχή με την Wendy. Έτσι όταν μαθαίνει ότι η Wendy γέννησε το παιδί τους, αποφασίζουν να προσπαθήσουν να πάρουν πίσω τον 7χρονο πια Joey που δε γνωρίζει τίποτα.

image

Από τη στιγμή που ξεκινάει η προσπάθεια των Porters για να πάρουν πίσω το παιδί, όλα μοιάζουν να έχουν πάρει το δρόμο τους. Η υπεράνθρωπη προσπάθεια των Campbells έστω και με μη νόμιμα μέσα να το αποτρέψουν, οι κινήσεις πανικού, ο χρηματισμός και από την άλλη η ετοιμασίες ψυχολογικές και οικιακές για να υποδεχτούν σταδιακά το παιδί που έχει μεγαλώσει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής από αυτόν που μπορούν να του προσφέρουν εκείνοι. Ακόμα και το φινάλε προδίδει την γυναικεία (μητρική;) φιγούρα στο σενάριο αφού τα πάντα παίρνουν τελικά το δρόμο τους, τον υπερβολικά politically correct δρόμο τους. Ακόμα όμως κι’ έτσι, η σκηνοθεσία είναι αναπάντεχα καλή και κρατάει έναν ικανοποιητικό ρυθμό και σε συνδυασμό με τις συγκινησιακά φορτισμένες σκηνές, που δυστυχώς όμως συχνά ξεπερνάν το όριο του μελοδράματος, καταφέρνουν να μη κουράσουν το θεατή ούτε στο ελάχιστο.

Μεγάλο ρόλο σε αυτή τη πειστικότητα που κρατάει τον ρεαλισμό στη ταινία έχουν οι Porters, ή καλύτερα οι Mira Sorvino και Barry Pepper που είναι εξαιρετικοί, αντίθετα πε τους Cole Hauser και Kate Levering που υποδύονται του Campbells για τους οποίους δυστυχώς δε μπορείς να πεις το ίδιο.

Ταινίες με ιδιαίτερο θέμα, θέλουν και ειδικούς θεατές, κατά προτίμηση θηλυκού γένους, και εγώ δεν ήμουν αυτός. Το Like Dandelion Dust προσπαθεί να συγκινήσει περισσότερο απ’ όσο πρέπει για να μη δείξει την απλοϊκότητα της ιστορίας τους, δηλαδή προσπαθεί να διορθώσει το ένα λάθος με ένα ίσως μεγαλύτερο. Το ένα από τα δύο πρωταγωνιστικά ζευγάρια εντυπωσιάζει και δίνει αυτό το κάτι παραπάνω ώστε να μπορώ να την προτείνω ως μια αξιοπρεπή ταινία.

5/10

 

Οι Ιππείς της Πύλου review

image

Ο Νίκος Καλογερόπουλος τα τελευταία 30 χρόνια, από την εποχή της Λούφας, είναι από τους πιο συμπαθείς Έλληνες ηθοποιούς και παρά τις μεγάλης διάρκειας απουσίες του από τις οθόνες, παραμένει ψηλά στις προτιμήσεις μας. Έντεκα σχεδόν χρόνια μετά το “Ένας & Ένας”, επιστρέφει με μια προσωπική, υπερβολικά προσωπική ταινία.

Ο Τηλέμαχος είναι ηθοποιός και θεατρικός παραγωγός. Παρά το ένδοξο παρελθόν, το παρόν του είναι θεοσκότεινο αφού χρωστάει σε όποιον μιλάει ελληνικά, με το άγχος να τον τρελαίνει. Έτσι, στα 50 του, φορτώνει κρυφά τα τελευταία του υπάρχοντα, τα σκηνικά απ’το θέατρο και πάει στο Πολύπυλο, ένα κάστρο στα ορεινά της Πύλου. Εκεί ζουν δυο αδέρφια μέσα στη τρέλα και μονίμως μαλωμένα, απομονωμένοι στο κάστρο εκτρέφοντας άλογα. Ο Τηλέμαχος δυσκολεύεται να προσαρμοστεί αλλά δεν υπάρχει τίποτα που δε βελτιώνεται με ένα από τα τσιγαριλίκια του Μπάμπη του Φου! Διαλέγει ένα από τα άλογα, τη Δημοκρατία, και κινά να γυρίσει τη περιοχή και να βρει τα αλώνια, τα αρχαία μάρμαρα. Στη πορεία του ανακαλύπτει τις ομορφιές αλλά και τους ανθρώπους της περιοχής, τον Άγιο Κανένα, έναν τρελό που τριγυρνάει με έναν τεράστιο σταυρό και την Χάιδω, τη σεξομανή χήρα που θα κάνει τα πάντα για να τον ρίξει στο κρεβάτι. Τέλος βρίσκει και τους Ιππείς, μια παρέα οικολόγων ακτιβιστών, ανάμεσά τους και τη Δημοκρατία, τη νεαρή κόρη ενός από τα αδέρφια, που του παίρνει τα μυαλά.

image

Πραγματικότητα ή φαντασία, σουρεαλισμός ή αλληγορία, όλη η ταινία μοιάζει γραμμένη υπό την επήρεια του ίδιου χόρτου που παρακολουθούμε να καπνίζει ο ηθοποιός καθ’όλη τη διάρκεια της. Σχεδόν τίποτα δε βγάζει ιδιαίτερο νόημα, τίποτα δε μοιάζει να έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης, σχεδόν τα πάντα στη ταινία θέλουν να υπονοήσουν κάτι άλλο από αυτό που μας δείχνουν. Μπορεί αυτό να γίνεται από επιλογή αλλά αυτό που τελικά καταφέρνει είναι να μας δώσει την αίσθηση ότι οι Ιππείς της Πύλου, γράφτηκαν, σκηνοθετήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από τον Καλογερόπουλο, για να τους δει και κυρίως να τους κατανοήσει μόνο ο Καλογερόπουλος. Μπορεί να είχε σκοπό να μοιραστεί την λατρεία του για την Ελλάδα, την ιστορία, τη πολιτική και φυσικά το κινηματογράφο αλλά τελικά αυτό που κάνει είναι να αυτοεπιδεικνύεται, και κακά τα ψέματα, δεν είναι και o Orson Welles. Βέβαια, δε μπορώ να μη παραδεχτώ ότι υπήρχαν κάποιες πραγματικά πολύ ωραία σκηνοθετημένες σκηνές και σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του άγριου τοπίου και τα απλά, αλλά όχι απλοϊκά, ψηφιακά εφέ, το οπτικό αποτέλεσμα ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστο. Πολλές όμως από τις σκηνές του πραγματικά έχαναν το όριο, η ατελείωτη και απίστευτα κουραστική διαδρομή προς τη Πύλο, η σχεδόν αέναη αναζήτηση της Δημοκρατίας στα βουνά και στα λαγκάδια με τον Τηλέμαχο να βρίζει ασύστολα και χωρίς όριο, σε σημείο να μην εκνευρίζει την ηθική μας αλλά τα νεύρα μας. Υπήρχαν βεβαίως και δύο-τρεις ατάκες που προκαλούσαν το δυνατό γέλιο με βασικό εκφραστή τους τον εκπληκτικό Ηλία Λογοθέτη, αλλά ήταν μόνο σταγόνα στον ωκεανό.

Μου άφησε την εντύπωση ότι ο Νίκος Καλογερόπουλος τραγουδούσε το Because I Got High, όσο έγραφε το σενάριο των Ιππέων. Μια υπερβολικά προσωπική ταινία που θέλει να αποτυπώσει τις μεγάλες αγάπες του δημιουργού στο πανί χωρίς να φανεί νάρκισσος ή εγωιστής αλλά που ποτέ δε μοιάζει να νοιάστηκε αν όλα αυτά ενδιαφέρουν το θεατή.

4/10

 

7 Μαρτίου 2011

Due Date [Μη Σπρώχνεις, Ερχομαι] review

image

Μετά τη τεράστια επιτυχία του Hangover, ο σκηνοθέτης Todd Phillips επιστρέφει με μία κωμωδία από την οποία μπορεί τα ταλέντο να ξεχειλίζει αλλά μένει να δούμε αν τη δικαιώσει και το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Peter Highman είναι ένας up-tight γιάπης, με μια σχετική αδυναμία να ελέγξει τα νεύρα του και τη γλώσσα του, και μέλλοντας πατέρας. Ο Ethan Tremblay είναι ένας επίδοξος ηθοποιός, λίγο κάφρος, λίγο τρελός, λίγο βρωμιάρης και με τεράστια αναισθησία. Οι δυο τους “τρακάρουν” κυριολεκτικά και μεταφορικά στο αεροδρόμιο της Ατλάντα. Και οι δύο είναι επιβάτες στη πτήση προς προς Λος Άντζελες και οι παρεξηγήσεις δεν αργούν και βρίσκονται εκτός αεροπλάνου και χωρίς να έχουν άλλη επιλογή, αναγκάζονται να ταξιδέψουν οδικώς μοιράζοντας το ίδιο αμάξι αφού ο Peter έχει χάσει το πορτοφόλι του. Οι παλαβομάρες που συμβαίνουν στο ταξίδι είναι απανωτές, εντυπωσιακά ντεραπαρίσματα, συλλήψεις για ναρκωτικά, συναντήσεις με παλιούς φίλους και…zebra-babies. Θα προλάβει ο Peter τη γέννα της γυναίκας του και ο Ethan το ραντεβού με τον μάνατζέρ του;

image

Χωρίς ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα παραπάνω από δικαιολογίες ώστε να ξεδιπλώσει το πρωταγωνιστικό δίδυμο, το κωμικό του ταλέντο. Robert Downey Jr και Zach Galifianakis, δυο ηθοποιοί με τελείως διαφορετική γραμμή καριέρας, τελείως διαφορετικό στυλ χιούμορ αλλά που ταυτόχρονα μοιάζουν το ιδανικό δίδυμο για μια κωμική road movie. Το επίπεδο αυτοσαρκασμού του Galifianakis το γνωρίζουμε και το περιμέναμε αλλά εντύπωση μου έκανε ότι και ο Downey Jr δεν κάνει απλά έναν “φυσιολογικό” τύπο που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τον θεότρελο Ζαχαρία αλλά έχει και αυτός τις δικιές του παραξενιές. Με λίγα λόγια, το δίδυμο ταιριάζει απόλυτα μέσα στην τεράστια διαφορά τους και είναι και οι δύο απολαυστικότατοι.

Επαναλαμβάνοντας τη πρώτη φράση της προηγούμενης παραγράφου, όλη η πλοκή είναι απλά δικαιολογίες, και δυστυχώς τις περισσότερες φορές είναι αποτυχημένες. Οι φορές που πραγματικά γέλασα είναι λίγες, τρεις τέσσερεις το πολύ, και οι καλύτερες από αυτές ήταν ήδη στο trailer. Απιθανότητες ή καφρίλες, αστειότητες και όχι αστεία, κωμωδία καταστάσεων και όχι σεναρίου, το Due Date καταρρέει, έστω και ομαλά κάτω από το βάρος του ονόματός του. Είναι σχεδόν αδιανόητο ότι τέσσερεις σεναριογράφοι δε κατάφεραν να σκεφτούν κάτι πιο έξυπνο από ακόμα ένα αστείο με τη τρομολαγνία των αμερικάνων, ακόμα ένα αστείο με τα μεξικάνικα σύνορα, ακόμα ένα αστείο με ένα αδιάφορα παραπεταμένο bulldog που ουσιαστικά δεν έχει λόγο ύπαρξης στη ταινία. Τα cameo των Jamie Foxx, Juliette Lewis και Danny McBride είναι δυστυχώς εξίσου αδιάφορα. Τέλος, είχα την απορία τι δουλειά είχαν αυτές οι άσχετες δραματικές σκηνές στη ταινία;

image

Το Due Date είναι ο Robert Downey Jr. και ο Zach Galifianakis, και μόνο αυτοί. Ανόητο σενάριο που έχουμε ξαναδεί πολύ καλύτερα στο Planes, Trains, and Automobiles (οι ομοιότητες είναι εξόφθαλμα πολλές) και απλά όχι τόσο αστείο όσο θα περιμέναμε. Πέρασε ένα εύπεπτο 90λεπτο που όμως, μερικές ώρες μετά έχω ήδη ξεχάσει.

5/10

 

5 Μαρτίου 2011

In the Electric Mist [Καταιγίδα στην Ομίχλη] review

image

Μπορεί ο Tommy Lee Jones να μη θεωρείται το πιο εμπορικό όνομα στη βιομηχανία αλλά κάθε του νέα του ταινία περνούσε από το μικροσκόπιο πολλών θεατών. Αντίθετα, το In the Electric Mist, παραγωγής 2009, πέρασε και δεν ακούμπησε αφού δε βγήκε ποτέ στις αίθουσες τις Αμερικής, ενώ στην Ελλάδα και σε υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και Ασίας όπου προβλήθηκε και στις μεγάλες οθόνες, πέρασε σχεδόν το ίδιο απαρατήρητο. Μένει να δούμε αν του άξιζε αυτή η μοίρα…

Ο Dave Robicheaux είναι αστυνόμος σε μια μικρή περιοχή της μετά-Κατρίνα ημικατεστραμένης Louisiana. Βετεράνος του Βιετνάμ, αλκοολικός, μοναστηριακά καλοκάγαθος αλλά ταυτόχρονα τρομερά θρασύς και βίαιος όταν νοιώθει ότι κάποιος ύποπτος τον περνάει για μαλάκα. Το κατακρεουργημένο πτώμα μιας ανήλικης πόρνης τον κάνει να τα βάλει με τους μεγαλοκαρχαρίες της περιοχής Baby Feet και LeMoyne. Ένα δεύτερο πτώμα παραχωμένο σ’ ένα βαρέλι με καβούρια φέρνει για βοήθεια την πράκτορα Rosie Gomez. Ταυτόχρονα ένα πτώμα ενός μαύρου άνδρα που μοιάζει να δολοφονήθηκε 40 χρόνια πριν, τα γυρίσματα μιας ταινίας και ένα starlet ζευγαράκι που δημιουργεί μια περίεργη σχέση με τον Robicheaux αλλά και τα φαντάσματα της διμοιρίας του στρατηγού John Bell Hood που μοιάζει να τριγυρνούν στην ομίχλη της περιοχής μπαίνουν στην εξίσωση που πρέπει να βρει λύση ο Robicheaux.

image

Αν και φαντάζομαι, ελάχιστοι θα το γνωρίζουν ο Dave Robicheaux, είναι χαρακτήρας μιας σειράς 18 βιβλίων του βραβευμένου με Πούλιτζερ, James Lee Burke και τον έχουμε ξαναδεί στις οθόνες μας το 1995 ενσαρκωμένο από τον Alec Baldwin στο Heaven's Prisoners. Το Electric Mist θεωρείται sequel αν και ουσιαστικά πρόκειται απλά για μια ιστορία με τον ίδιο κεντρικό χαρακτήρα σε μια σειρά αυτοτελών ιστοριών, και όχι άμεσο sequel που θα απαιτεί να έχουμε δει το πρώτο μέρος.

Η κεντρική ιστορία των δολοφονημένων ιεροδούλων αλλά και υποιστορία του αγνώστου πτώματος που βρέθηκε μετά από 40 χρόνια και όλα αυτά στην δεδομένα μυστηριακή περιοχή της Louisiana, μοιάζουν ιδανικές για ένα αστυνομικό θρίλερ που ξεκινάει με τια καλύτερες των προθέσεων αλλά δυστυχώς η εξέλιξή του είναι απογοητευτική. Δύο είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα της ταινίας, η –σχεδόν- αποτυχία του βετεράνου Γάλλου (!) σκηνοθέτη Bertrand Tavernier να αποτυπώσει ικανοποιητικά το μουχλιασμένο τοπίο μιας μικρής πόλης του Νότου και τα αμέτρητα αναπάντητα γιατί και πως. Γιατί το σχεδόν μανιακό ενδιαφέρον του Robicheaux για την υπόθεση, ποια ήταν η νεκρή πόρνη για την οποία μαθαίνουμε μόνο το όνομά της, γιατί δε μάθαμε τίποτα για το δεύτερο πτώμα, γιατί οι υποψίες του έπεσαν αμέσως και αποκλειστικά στους δύο μεγαλοκαρχαρίες, πως τελικά βρήκε ότι ο τάδε είναι ο δολοφόνος, ποιος ο ρόλος του ζευγαριού των ηθοποιών και πως ή γιατί ανέπτυξαν αυτή τη περίεργη φιλία που τελικά δεν είχε και καμία σχέση με την υπόθεση.

image

Εκτός του πρώτου εισαγωγικού εικοσαλέπτου, παρακολουθούμε ένα ψευτονουάρ θρίλερ σε αργή κίνηση με τον πρωταγωνιστή να μη προσπαθεί να βρει το δολοφόνο αλλά να είναι πεπεισμένος για το ποιος είναι αυτός, χωρίς ουσιαστικά  να γνωρίζουμε γιατί, και απλά να προσπαθεί να βρει στοιχεία για να τους κατηγορήσει άμεσα. Αλήθεια, όση ώρα έβλεπα τη ταινία, δε μπόρεσα να πεισθώ ότι ο πρωταγωνιστής είναι ένας έξυπνος, ένας κινηματογραφικά ενδιαφέρον, αλλά ένας πωρωμένος με μπόλικα συμπλέγματα και τραύματα, αστυνομικός. Θα προσπεράσω τελείως το στοιχείο του υπερφυσικού αφού ο μόνος λόγος παρουσίας του είναι για να ακούσουμε μερικές παραπάνω φιλοσοφίες για να περνάει η ώρα.

Βαρετή, ίσως όχι πολύ, αλλά απογοητευτική σίγουρα. Δεν έχεις μόνο μία αλλά δύο, ομοίως ενδιαφέρουσες υποθέσεις, και καταφέρνεις να κουράσεις το θεατή αφήνοντάς τον έξω από τις εξελίξεις. Δυστυχώς οι δολοφονίες μοιάζουν τελικά μόνο μια αφορμή για να ανακαλύψει κάποια μυστικά του παρελθόντος αλλά και να ξαναθυμίσει ότι ο (εμφύλιος) πόλεμος στο Νότο, δεν τέλειωσε ποτέ. Μας ενδιαφέρει; Μάλλον όχι.

5/10

1 Μαρτίου 2011

Outcast review

image

Η σταθερά καθοδική πορεία των Αμερικάνικων θρίλερ, κάνει το κοινό να ψάξει αλλού για ένα καλό τρόμαγμα, με την ευρωπαϊκή αγορά να δείχνει ότι μπορεί να πάρει τα ηνία, αν δε το έχει κάνει ήδη. Το Outcast έρχεται από την Ιρλανδία, και είναι μια low-budget αλλά high-expectations ταινία μυστηρίου, σκηνοθετημένη από τον αρκετά γνωστό Colm McCarthy που έχει δημιουργήσει όνομα στο μεγάλο νησί, σκηνοθετώντας πολλά επεισόδια γνωστών τηλεοπτικών σειρών.

Δυσκολεύομαι πολύ να εξηγήσω την ιστορία της ταινία, όχι γιατί είναι τόσο μπερδεμένη αλλά γιατί έχει έναν περίεργο τρόπο εξέλιξης που οτιδήποτε και να αποκαλύψω, μπορεί να θεωρηθεί spoiler. Με λίγα λόγια, η Mary με τον γιο της Fergal, νοικιάζουν ένα σπίτι κάπου στο Εδιμβούργο. Μόνο που η Mary χαράζει μυστικιστικά σύμβολα προστασίας στους τοίχους, δεν έχει υπολογίζει όμως την όμορφη γειτόνισσα Petronella. Την ίδια ώρα, ο Cathal περνάει μια επίπονη διαδικασία αποδοχής ώστε να γίνει ο κυνηγός. Είναι η Mary μάγισσα, και από τί προσπαθεί να προφυλαχθεί; Ποιος είναι ο Cathal, ποιον κυνηγάει και γιατί; Τι είναι αυτό το τέρας που σκοτώνει τις νύχτες; Τελικά ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα;

image

Δε ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, αλλά το Outcast διαφημίστηκε ως ένας συνδυασμός Blair Witch Project και Twilight! Εν μέρη, δεν έχουν άδικο, αφού η μυστικιστική ατμόσφαιρα πάνω στην οποία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά ο φόβος και το περίεργο love story μπορούν να συγκριθούν άμεσα με τις δύο ταινίες αλλά το τελικά αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που θα περίμενε ο θεατής μετά από αυτή τη δήλωση.

Χωρίς πολλές πολλές υπεκφυγές, το Outcast δεν είναι τίποτα παραπάνω από μερικές άτακτα και ανόητα συρραμμένες ιδέες τοποθετημένες στο γκρι, μουντό τοπίο του κεντρικού Εδιμβούργου. Η ιστορία δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα γιατί απλά δε προσπαθεί να μας εξηγήσει τίποτα. Μπορεί λίγο-πολύ να απαντάει τις παραπάνω ερωτήσεις αλλά δε δίνει καμιά, ούτε τυπική δικαιολογία γιατί και πως άρχισαν όλα. Υπάρχει μυστήριο, απλά για να υπάρχει, χωρίς να περιμένεις να μάθεις τη λύση του.

image

Μπορεί αυτή η ατμόσφαιρα να πετυχαίνει το στόχο της αλλά σε καμιά περίπτωση δε φτάνει για μια ολοκληρωμένη ταινία και το μόνο που καταφέρνει είναι να μη γίνει τόσο βαρετό ώστε να το κλείσετε πριν περάσουν τα 90 λεπτά του.

4/10

 

Related Posts with Thumbnails