Εξωπραγματικές αληθινές ιστορίες θάρρους και ανθρώπινης αντοχής ή αλλιώς μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει κάποιος για την ελευθερία του. Μου έτυχε η περίεργη σύμπτωση να δω σχεδόν συνεχόμενες, δύο ταινίες με εντελώς διαφορετικές ιστορίες μεν, αλλά ουσιαστικά τόσο όμοιες όπως το 127 Ώρες και τη νέα ταινία του Αυστραλού Peter Weir, The Way Back.
Βρισκόμαστε στη Σιβηρία και στα, γνωστά πια, Γκούλαγκς, ή αλλιώς στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, όπου φυλακιζόταν από το καθεστώς κάθε αντιφρονούντας ή πιθανός κίνδυνος προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Ο νεαρός Πολωνός Janusz καταλήγει εδώ με 20ετή ποινή για κατασκοπία. Οι συνθήκες επιβίωσης είναι άθλιες και η δουλειά ανυπόφορη με μεγαλύτερο εχθρό την ίδια τη φύση και τις καιρικές συνθήκες. Η απόδραση βρίσκεται πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του αν και φαντάζει αδύνατη. Μετά από αρκετούς μήνες όμως, και αφού έχουν μαζέψει κάποιες προμήθειες και έχουν βρει τον τρόπο απόδρασης, ο Janusz και άλλοι έξι συγκρατούμενοί του φεύγουν με μόνη κατεύθυνση το νότο ώστε να περάσουν τα σύνορα της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Μαζί και με την Irena, ένα νεαρό κορίτσι που βρίσκουν να τους ακολουθεί κατευθύνονται στον τελικό τους προορισμό, κάπου που δε μπορούσαν να φανταστούν ούτε οι ίδιοι αφού θα αναγκαζόταν να ταξιδέψουν 4000 χιλιόμετρα για να βρουν τελικά καταφύγιο στη μακρινή Ινδία.
Η ιστορία από μόνη της είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ιδανικό υλικό για ταινία παίρνοντας ως δεδομένο ότι είναι αληθινή, όμως εδώ πρέπει να αναφέρω ότι πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η το βιβλίο του Slavomir Rawicz, πάνω στο οποίο βασίστηκε το The Way Back, δεν είναι δικές του εμπειρίες αλλά κάποιου άλλου κρατούμενου ή είναι εντελώς φανταστικές. Ας αγνοήσουμε όμως αυτή τη πληροφορία…
Οι απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού στο γκούλαγκ και οι ακόμα χειρότερες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Από τη παγωμένη Σιβηρία, στις ερήμους της Κίνας και πάλι πάνω στα βουνά του Θιβέτ. Παρά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αμερικάνου και γηραιότερου Mister Smith (Harris), του Πολωνού και πιο αποφασισμένου Janusz (Sturgess) και του Ρώσου εγκληματία αλλά και ιδεολογικά “κολλημένου” Valka (Farrell), εντύπωση προκαλεί ο ξεχωριστός ρόλος και των υπολοίπων, άγνωστων Ευρωπαίων ηθοποιών με τον κάθε ένα να δίνει το κάτι παραπάνω σε αυτή τη περίεργη πολυπολιτισμική πορεία προς την ελευθερία. Οι ερμηνείες όλων, με εξαίρεση μερικές λίγες στιγμές του Farrell και του Sturgess, είναι εξαιρετικές. Ειδική μνεία πρέπει να δοθεί και στον μικρότερο ρόλο του Mark Strong, που υποδύεται έναν φυλακισμένο ηθοποιό που αν και αρχικά είναι αυτός που ξεσηκώνει τον Janusz, τελικά δε τον ακολουθεί, και κατά τη γνώμη μου θα άξιζε μια υποψηφιότητα β’ ανδρικού.
Όλα όμως δεν είναι ρόδινα, αφού ο βετεράνος Weir κάνει πραγματικά παιδαριώδη λάθη. Το The Way Back, πάσχει από το ίδιο σύνδρομο της αληθινής ιστορίας, της οποία μάλιστα γνωρίζουμε και το τέλος, που έπασχε και το 127 Ώρες, δηλαδή της μη ποσοτικά αρκετής και κινηματογραφικά θελκτικής ιστορίας. Ναι, οι επτά και αργότερα οκτώ, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, φυλακισμένοι, διανύουν 4000 βασανιστικά χιλιόμετρα περνώντας από κάθε οριακή καιρική συνθήκη αλλά ουσιαστικά εκτός από τη προσπάθεια να βρουν τροφή και νερό, ώστε να συνεχίσουν το περπάτημα, και το κρυφτούλι με τους ντόπιους για να μη τους πιάσουν, δεν γίνεται κάτι άλλο άξιο αναφοράς.
Το μεγαλύτερο, όμως λάθος, πραγματικά δε μπορώ να το καταλάβω. Η απουσία κάποιας αγωνιώδης ιστορίας κάνει τη ταινία ιδιαίτερα χαμηλών τόνων που για λίγο δε πέφτει κάτω από όριο του κουραστικού. Τέτοιες ταινίες θέλουν δυναμωτικές ενέσεις, μια νέμεση, και μπορούν πολύ εύκολα να σβήσουν κάθε αρνητική άποψη που έχει δημιουργηθεί μέχρι τότε. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο Weir έχει παραλείψει σχεδόν όλες τις σκηνές και μπορούσαν να ήταν αρκετές. Πιο τρανταχτά παραδείγματα, η εισαγωγή και το φινάλε. Βλέπουμε όλη τη προετοιμασία για την απόδραση και μετά ξαφνικά τους βλέπουμε έξω από τα σύρματα! Παρακολουθούμε επί δύο ώρες τη πορεία μέχρι τη Λάσα και μετά ξαφνικά φτάνουν στην Ινδία, τον τελικό τους προορισμό! Πραγματικά πολύ κακό μοντάζ με απόλυτη ευθύνη του σκηνοθέτη αφού μοιάζει να μη ξέρει τι είναι ενδιαφέρον και τι όχι, κρατώντας ατελείωτες πορείες στα χιόνια και στην έρημο και πετώντας στο κάλαθο των αχρήστων κάθε ελπίδα που είχε ο θεατής για να εξιλεωθεί.
Όπως είπα και πιο πριν, παρά τα τρανταχτά σκηνοθετικά λάθη, το The Way Back, σχεδόν ποτέ δε πέφτει κάτω από τη λεπτή γραμμή του κουραστικού. Έστω και έτσι, η ιστορία της δύναμης του ανθρώπινου ενστίκτου επιβίωσης είναι συγκλονιστική και είναι μια ταινία που ευχαριστήθηκα. Το δυσάρεστο όμως είναι ότι αν δε γινόταν αυτά τα λίγα αλλά τρομερά σημαντικά λάθη, θα μπορούσε να ήταν το αριστούργημα που μας υποσχόταν το trailer. Κρίμα…
6/10
Να ευχαριστήσω τους κινηματογράφους Odeon και την Vodafone που επιτέλους θυμήθηκαν ότι υπάρχει και η συμπρωτεύουσα και οργανώθηκε αυτή η πρεμιέρα και στη Θεσσαλονίκη. Ελπίζουμε να επαναληφθεί.
πολυ καλη η κριτικη σου. Δεν την εχω δει την ταινια αλλα εχω καταλαβει απολυτα που πασχει και που πρεπει να πονταρω. Με κερδισε παντως και θελω να την δω :[
ΑπάντησηΔιαγραφή