One-hit wonder. Μια φράση που κανείς σκηνοθέτης δε θέλει να ακούσει για τον εαυτό του και τη καριέρα του αλλά δυστυχώς αρκετοί πέφτουν μέσα και δυστυχώς δε ξαναβγαίνουν ποτέ. Είναι όμως ο Brad Anderson ένας από αυτούς; Ήταν το The Machinist η μοναδική του καλή ταινία, ή μπορεί να ρεφάρει με το Vanishing on 7th Street;
Βρισκόμαστε στο σημερινό Detroit και όλα ξεκινάνε από ένα ξαφνικό μπλακ-άουτ. Σχεδόν αμέσως το ρεύμα επανέρχεται αλλά όλοι έχουν εξαφανιστεί, έχουν σχεδόν εξαϋλωθεί, αφού το μόνο που έχει μείνει πίσω τους είναι τα πεσμένα στο έδαφος ρούχα και αντικείμενα που είχαν πάνω τους. Σε αυτό το περίεργο και απότομο, σχεδόν post-apocalyptic περιβάλλον, παρακολουθούμε την ιστορία τεσσάρων χαρακτήρων που για κάποιο λόγο δεν εξαφανίστηκαν σαν τους υπόλοιπούς και προσπαθούν να καταλάβουν τι συνέβη, τι συμβαίνει, και πως μπορούν να επιβιώσουν.
Το παιχνίδι με το σκοτάδι που σε άλλες ταινίες παίζει το ρόλο της ατμόσφαιρας, εδώ είναι πρωταγωνιστής. Δεν υπάρχει κάποιος κακός, κάποιος διάβολος, κάποιος τρίβολος ούτε κάποιος τρόπος για να γλιτώσεις. Το σκοτάδι λειτουργεί σαν ζωντανός οργανισμός κατατρώγοντας το φως και οτιδήποτε μπορεί να παράγει φως. Το σκοτάδι παίρνει τη μορφή σκιών που κοιτάζουν από μακριά και όταν χαθεί και το τελευταίο στίγμα φωτός, σε πλημυρίζει και σε κατατρώει.
Ο Brad Anderson στοχεύει στον αιώνιο φόβο για το άγνωστο, για το σκοτάδι και την επικράτησή του επί του φωτός, εμπλουτίζοντάς το με διάφορες θρησκευτικές αλληγορίες που εύκολα εννοούνται. Έχοντας την ατυχία, ακόμα και σε αυτή την ηλικία να φοβάμαι το σκοτάδι, είχα την ειρωνική τύχη, όλη αυτή η ατμόσφαιρα του Vinishing να με επηρεάσει και να μπω μέχρι τα μπούνια στο κλίμα του άγνωστου τρόμου. Του τρόμου που δε χρειάζεται σταγόνα αίμα και απλά σε εξαφανίζει από προσώπου γης, και που ταυτόχρονα σε βάζει σε σκέψεις μήπως πρέπει να αφεθείς στο σκοτάδι γιατί θα πας κάπου αλλού, εκεί που έχουν πάει και οι υπόλοιποι, σαν μια επανεκκίνηση της ζωής.
Ατμόσφαιρα έχει, έχει όμως τίποτα άλλο; Δυστυχώς πολύ λίγα. Κατ’αρχάς, εκτός της κεντρικής ιδέας, ουσιαστικά δεν έχει ιστορία. Ο Luke (Hayden Christensen) ένας δημοσιογράφος, ο Paul (John Leguizamo) ένας χειριστής μηχανής προβολής κινηματογράφου, η Rosemary (Thandie Newton) μια φυσιοθεραπεύτρια και ο μικρός James (Jacob Latimore) βρίσκουν καταφύγιο σε ένα μπαρ στη γωνία της 7ης (οδού) που έχει ακόμα ρεύμα και καθ’όλη τη διάρκεια της παρακολουθούμε να περιγράφουν πως ο καθένας έζησε εκείνο το μπλακ-άουτ, από το οποίο ξεκίνησαν όλα, να προσπαθούν να βρουν τρόπους να κρατήσουν έστω κάποιο φως και αργότερα την απόφαση να φύγουν (προς τα που;).
Η τρομερά επιβλητική ατμόσφαιρα κατάφερε, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, να αμβλύνει το ουσιαστικό πρόβλημα την απουσίας ιστορίας αλλά οι απιθανότητες που παρακολουθούμε, όλα τα ανεξήγητα γεγονότα και το ακατέργαστο σενάριο δεν αφήνουν περιθώριο στο Vanishing για κάτι παραπάνω. Ποτέ δε μάθαμε γιατί αυτοί οι 4 επιβίωσαν, ποτέ δε μάθαμε γιατί εκείνο το συγκεκριμένο αυτοκίνητο και εκείνο το συγκεκριμένο μπαρ, είχαν ρεύμα και τα υπόλοιπα δεν είχαν, ποτέ δε καταλάβαμε γιατί δεν έκαναν την πόλη μπουρλότο και προσπαθούσαν να φέρουν το φως με φακούς και glow sticks.
Το Vanishing on 7th Street μοιάζει με πτυχιακή κάποιου ταλαντούχου μεν, φοιτητή δε, σχολής σκηνοθεσίας. Έχει μια καλή ιδέα, αρκετά πρωτότυπη που προκαλεί “παλιομοδίτικο” φόβο αλλά μέχρι εκεί. Αναρίθμητα σκηνοθετικά και σεναριακά λάθη όπως και η απουσία πλοκής μειώνουν δραματικά το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
5/10
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου