Μια φορά και έναν καιρό, ένας Βέλγος σκηνοθέτης ονόματι Jaco Van Dormael είχε κάνει το μεγάλο μπαμ στο φεστιβάλ των Καννών του 1991 κερδίζοντας τη Χρυσή Κάμερα και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου με τη ταινία Toto the Hero. Λίγα χρόνια αργότερα γίνεται ακόμα πιο ευρέως γνωστός με το The Eighth Day και από το 1996 έχουμε χάσει τα ίχνη του μέχρι σήμερα. Ο Van Dormael κάνει τη μεγάλη επιστροφή με μια πολυεθνική συμπαραγωγή, μεγάλου budget και εκλεκτό cast και μας πιάνει…με κατεβασμένα τα παντελόνια, αφού λίγοι περίμεναν μια ταινία με τον, όχι και τόσο εμπνευσμένο, τίτλο Mr. Nobody να προκαλέσει τόσο έντονα τις αισθήσεις μας αλλά και το μυαλό μας.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να παρουσιάσεις ακόμα και ένα γενικό plot του Mr Nobody. Ο Nemo Nobody είναι ο τελευταίος θνητός άνθρωπός στο πλανήτη το έτος 2092 αφού έχει νικηθεί η γήρανση των κυττάρων και ο προσεχής θάνατός του 117χρονου έχει γίνει το γεγονός της χρονιάς. Ο Nemo Nobody είναι ένας 35χρονος οικογενειάρχης με τρία παιδιά. Ο Nemo Nobody είναι ένας απογοητευμένος νέος που περιμένει εδώ και χρόνια την Anna του στο φάρο. Είναι ένας 15χρονος που ερωτεύεται τη συνομήλικη κόρη του θετού πατέρα του. Είναι ένας 15χρονος που φοβάται το νερό. Ο Nemo Nobody δεν είναι τίποτα από αυτά και είναι όλα αυτά αλλά είναι κυρίως ένα 9χρονο αγόρι που πρέπει να αποφασίσει ποιο δρόμο θα πάρει μετά το διαζύγιο των γονιών του. Το φαινόμενο της πεταλούδας, η προκατάληψη των περιστεριών, οι χαμένες διαστάσεις μετά το Big Bang και κυρίως η διάσταση του χρόνου σε συνδυασμό με τον φανταστικό Άγγελο της Λησμονιάς που στιγματίζει κάθε παιδί πριν γεννηθεί αλλά ξέχασε τον μικρό Nemo, και φυσικά η αγάπη, ταιριαστή ή αταίριαστη, ενήλικη ή έφηβη, με ή χωρίς ανταπόκριση είναι τα συστατικά με τα οποία καταπιάνεται και πλέκει μια εξαίσια ιστορία που δένει αρμονικά στο τέλος με ένα φινάλε που σε κάνει να θες να την ξαναδείς από την αρχή.
Υποβόσκοντα σουρεαλιστικά στοιχεία με έντονους χρωματισμούς και συχνές εναλλαγές ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό όπως μπορεί να το τυποποιήσει ο ανθρώπινος νους, πανέξυπνη χρήση θεωριών της φυσικής και βιολογίας που ειρωνικά προσδίδουν ένα υπερφυσικό χαρακτήρα και πραγματικά τεράστιες ποσότητες ανεξάντλητης αγάπης είναι οι σκηνοθετικοί άσσοι στο μανίκι του Van Dormael και αν και τους περισσότερους από αυτούς τους χρησιμοποιεί δημιουργικά, σε μερικούς το παρακάνει. Μαεστρικά πλέκει το πρώτο μέρος που μάλλον δε καταλαβαίνουμε σχεδόν τίποτα με χαρακτήρες να αλλάζουν ηλικίες, σχέσεις, καταστάσεις και έναν “τηλε-επιστήμονα” να εμφανίζεται κάθε λίγο και να μας περιγράφει περί της δημιουργίας του σύμπαντος αλλά και το τέλος αυτού και ένα περιστέρι να προσπαθεί στην εισαγωγική σκηνή να πιάσει τη τροφή του. Ακαταλαβίστικα αλλά τόσο έξυπνα πλεγμένα ώστε να λαχταράς να δεις παρακάτω. Και ενώ σιγά σιγά αρχίζεις να υποψιάζεσαι τι περίπου συμβαίνει, οι πολλαπλές ιστορίες με τις τρεις γυναίκες, με τη κάθε μία να έχει ακόμα περισσότερα παρακλάδια και όλες αυτές να έχουν κοινό παρανομαστή την αγάπη, αρχίζουν να κουράζουν με τη μεγάλη διάρκειά τους και την απομάκρυνση από την γοητευτικά ακαταλαβίστική φύση της εισαγωγής. Κάθε άλλο παρά ανούσιες είναι όλες οι ιστορίες αλλά δεν έχουν να πουν κάτι το διαφορετικό και η επιμονή του σκηνοθέτη να μας δείξει σχεδόν κάθε οπτική της κάθε “επιλογής” προκαλεί σημάδια κούρασης. Και δυστυχώς αυτή η διάρκεια είναι αρκετά μεγάλη, ίσως μεγαλύτερη και από εξήντα λεπτά με τις φυσικές διακυμάνσεις προς τα κάτω ή προς τα πάνω. Η αφαίρεση τουλάχιστον ένα εικοσαλέπτου από τα συνολικά 134 λεπτά της ίσως ήταν ιδανική λύση για μια πιο εύκολη θέαση αλλά όταν γνωρίζεις ότι η πρώτη κόπια ήταν αρκετά μεγαλύτερη και αυτή η έκδοση είναι ήδη κομμένη, καταλαβαίνεις ότι ένα ακόμα μεγαλύτερο μοντάζ θα προκαλούσε την αντίδραση του σκηνοθέτη.
Στα τεχνικά, τρία είναι τα στοιχεία που κλέβουν τη παράσταση. Το εκπληκτικό μοντάζ που είναι βασικός λόγος που σε κρατάει τόσο έντονα δεμένα με τα δρώμενα, ένα μοντάζ που μπορεί να συγκριθεί αλλά και να ξεπεράσει το αντίστοιχο που είδαμε στο Bourne Ultimatum που εντυπωσίασε με τη ταχύτητά του, μόνο που στο Mr Nobody οι εναλλαγές δεν έχουν το διαολεμένο ρυθμό μόνο κατά τη διάρκεια μιας σκηνής δράσης αλλά ολόκληρης της ταινίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από τα 6 μηνών γυρίσματα σε τρεις πόλεις του κόσμου, το post-production διήρκησε πάνω από ένα χρόνο. Το δεύτερο συστατικό που έκανε τη διαφορά είναι η μουσική συμπεριλαμβανομένων και των “έτοιμων” τραγουδιών με τα τελευταία να περιλαμβάνουν κομμάτια των 50s όπως το Everyday της Buddy Holly, το Mister Sandman των The Chordettes, μέχρι τα 80s και το Sweet Dreams των Eurythmics και το Where is my Mind των Pixies αλλά τις εξίσου, αν όχι καλύτερες, μουσικές συνθέσεις του Pierre Van Dormael, τον οποίο δεν είχα τη τύχη να ξανακούσω και δυστυχώς ούτε θα ξαναέχω αφού πέθανε λίγο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας. Πραγματικά εξαίσιες, αξίζει να μπείτε στο official site της ταινίας, και να αφήσετε το κεντρικό theme του soundtrack να παίζει ξανά και ξανά και ξανά σε loop. Όσο για το τρίτο συστατικό, αυτό είναι η ερμηνεία του Nemo Nobody και από τους τρεις ηθοποιούς που τον υποδύονται, τον μικρό Thomas Byrne, τον έφηβο Toby Regbo (που θα δούμε σύντομα στο τελευταίο Harry Potter ως νεαρό Dumbledore) και κυρίως τον Jared Leto που τον βλέπουμε να αφήνει για λίγο τις μουσικές του ασχολίες με τους 30 Seconds to Mars και να επιστρέφει σε μια ερμηνεία που μπορεί να συγκριθεί στα ίσια με την αντίστοιχη του Requiem for a Dream. Σχεδόν εξίσου καλές και οι συμπρωταγωνίστριες Diane Kruger, Sarah Polley και Juno Temple όπως και ο γνωστός Άγγλος καρατερίστας Rhys Ifans. Ιδιαίτερη μνεία σε ένα cameo που ξάφνιασε, αυτό της Chiara Caselli ως ζητιάνα.
Δε μπορώ να βάλω σε μια ζυγαριά τα συν και τα πλην γιατί εδώ το αρνητικό μπορεί να είναι μόνο ένα σε σύγκριση με τα άφθονα, εντυπωσιακά θετικά αλλά όταν το αρνητικό είναι η οριακή πρόκληση βαρεμάρας σε ένα μεγάλο της διάρκειάς της, δε μπορείς να το παραβλέψεις. Κάνεις δε πρέπει να χάσει το Mr Nobody, και το εννοώ. Μπορεί η μεγάλη διάρκειά του να σας κουράσει αλλά μόλις τελειώσει θα θέλετε να το ξαναδείτε. Ελπίζω να μη χρειαστεί να περιμένουμε άλλα 13 χρόνια μέχρι να δούμε την επόμενη ταινία του Van Dormael γιατί κέρδισε επάξια μια θέση στο πάνθεον των Ευρωπαίων σκηνοθετών.
7/10
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου