Ο μεγάλος Γάλλος δημιουργός Jean-Pierre Jeunet είναι λίγο-πολύ γνωστό ότι δεν είναι και από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες με μία ταινία ανά τρία-τέσσερα χρόνια. Έτσι μετά τους Ατέλειωτους Αρραβώνες του 2004 είχαν ακουστεί διάφορα projects μεταξύ των οποίων και το πολυαναμενόμενο αλλά και πολυταλαιπωρημένο Life of Pi (που έχει αλλάξει αρκετούς σκηνοθέτες μεταξύ των οποίων ο M. Night Shyamalan, ο Alfonso Cuarón και ο Ang Lee αλλά ακόμα το περιμένουμε) με το οποίο ήταν καταπιασμένος για μερικά χρόνια μέχρι που εγκαταλείφτηκε και χάσαμε τα ίχνη του σκηνοθέτη. Μέχρι που πριν από λίγους μήνες, μάθαμε για την καινούρια του ταινία που μοιάζει να ήρθε από το πουθενά, χωρίς ίχνος τυμπανοκρουσίας ή promotion με τον τίτλο Micmacs à tire-larigot ή απλά Micmacs.
Ο Bazil είναι ένας υπάλληλος video club, ορφανός με τον πατέρα του να έχει πεθάνει από νάρκη στη Βόρεια Αφρική, που έχει την ατυχία, ένα βράδυ να πέσουν πυροβολισμοί έξω από το μαγαζί και μία αδέσποτη σφαίρα να τον βρει στο κεφάλι. Μπορεί να μην πεθαίνει αλλά μετά από τρεις μήνες στο νοσοκομείο, μένει χωρίς σπίτι και χωρίς δουλειά και με μια σφηνωμένη σφαίρα στον εγκέφαλο που δε ρισκάρουν να βγάλουν οι γιατροί γιατί θα μείνει φυτό. Έτσι, απλά περνάει τις ημέρες του ζητιανεύοντας αφού έχει μείνει άστεγος και άφραγκος μέχρι που τον “υιοθετεί” μια περίεργη οικογένεια. Ουσιαστικά μια ομάδα ανθρώπων που ζουν σε μια “σπηλιά” φτιαγμένη από παλιοσίδερα που οι ίδιοι μάζεψαν και φτιάχνουν με αυτά διάφορες περίεργες κατασκευές. Χωρίς ουσιαστικά να έχει λόγο ζωής, με μια ωρολογιακή βόμβα στο κεφάλι του που μπορεί να σκάσει οποτεδήποτε, βρίσκει κατά τύχη την εταιρία που έφτιαξε τη σφαίρα που του σφηνώθηκε αλλά και την ανταγωνίστρια της, την εταιρία που έφτιαξε τη νάρκη που σκότωσε το πατέρα του. Έτσι, λοιπόν βάζει στόχο να τις κάνει να πληρώσουν και μαζί με την “οικογένειά” του, στήνουν ένα θεότρελο σχέδιο ώστε να τις ξεσκεπάσουν.
Κατά βάθος, το Micmacs είναι μια heist movie και αυτό, όπως και όλα τα είδη έχουν κάποιους άγραφους κανόνες που τα κάνουν επιτυχημένα τα οποία ο Jeunet δοκιμάζει τα καταρρίψει. Ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι αυτών των ταινιών είναι η οργάνωση του σχεδίου και οι αναποδιές που παρουσιάζονται στη πορεία όσο και η σχέση μεταξύ των μελών της “συμμορίας”. Ξεχάστε τα, γιατί στο Micmacs βλέπουμε κατευθείαν την εκτέλεση κάτι που μπορεί θεωρητικά να έχει πιο ενδιαφέρον γιατί δε ξέρουμε τη κατάληξη αλλά στη πράξη τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά γιατί ουσιαστικά παρακολουθούμε διάφορα, χωρίς νόημα stunts και καταστάσεις μέχρι να φτάσουν το τέλος και να δούμε γιατί τα έκαναν όλα αυτά, κάτι που ταυτόχρονα ακυρώνει την κάθε πιθανή λάθος κίνηση αφού ουσιαστικά δε θα την καταλαβαίναμε αφού δε ξέραμε το σχέδιο. Αυτή η άγνοια κουράζει κάνοντας τη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας σχεδόν αδιάφορη και να μοιάζει πολύ μεγαλύτερη από ότι πραγματικά είναι, κουράζοντας επικίνδυνα.
Ο Jean-Pierre Jeunet μας έχει συνηθίσει σε ένα ιδιαίτερο οπτικό αποτέλεσμα με μοναδικό σκηνοθετικό στυλ που είναι και το μεγαλύτερο, από τα λίγα, θετικά της ταινίας. Η γνώριμη ψευδό-3d, που δε ξέρουμε που τελειώνει το σκηνικό και που αρχίζει το εφέ, οπτική είναι για μια φορά άκρως απολαυστική με τα διάφορα τεχνάσματα όπως τα παντελώς άσχετα flash-bubbles που είχαμε δει εκτεταμένα στο Amelie αλλά και το…καφέ χιούμορ που δε προκαλεί χαμόγελο στα χείλη αλλά στα μάτια. Και εδώ όμως υπάρχει το αρνητικό της απουσίας μιας αξιοπρόσεκτης μουσικής ενός Yann Tiersen ή ενός Angelo Badalamenti, μιας και τα ελάχιστα μουσικά κομμάτια του πρωτάρη Raphaël Beau είναι μια κακή ανέμπνευστη αντιγραφή των προηγουμένων που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα.
Δυστυχώς, το Micmacs αποτελεί την πιο μέτρια ταινία του ταλαντούχου Γάλλου δημιουργού που μοιάζει λες την έφτιαξε με αυτόματο πιλότο. Έβαλε τις γνωστές του πινελιές σε μια, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιστορία, έριξε τον ταλαντούχο Dany Boon και την άφησε σε χαμηλή φωτιά με αποτέλεσμα έναν άνοστο χυλό με λίγες νοστιμιές που απλά σε κρατάνε μέχρι το τέλος.
5,5/10
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου