Το 2001 ο Antoine Fuqua ήρθε από την αφάνεια και εξέπληξε παρουσιάζοντας το Training Day, μια ταινία που αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς. Από τότε, μπορεί το κασέ του να εκτοξεύτηκε αλλά οι ταινίες που παρουσίασε ήταν αρκετά κατώτερες της Ημέρας Εκπαίδευσης, και μπήκε στη λίστα με τους σκηνοθέτες της μίας φοράς. Με το Shooter όμως, πριν δύο χρόνια έδειξε σημάδια βελτίωσης και με το Brooklyn’s Finest, επιστρέφει στις ρίζες του και κάνει την ολική επαναφορά.
Τρεις αστυνομικοί στη Νέα Υόρκη. Τρεις διαφορετικές ιστορίες. Ο ένας, οικογενειάρχης με δύο παιδιά και άλλα δύο να έρχονται, ζει σε ένα παλιό σπίτι που είναι σε επικίνδυνα κακή κατάσταση και θέλει να μετακομίσει. Τα λεφτά όμως, ακόμα και για τη προκαταβολή, είναι πολλά και μπαίνει στη διαδικασία να κλέβει τα ναρκοδολλάρια από τις αποστολές σε γιάφκες. Ο δεύτερος, βετεράνος αστυνομικός στου 8ώρου, που απλά βγαίνει για να κάνει τη δουλειά του χωρίς να έχει σπουδαίο βιογραφικό και απλά περιμένει να περάσουν οι μέρες για να βγει στη σύνταξη. Και ο τρίτος, πιο μπερδεμένος από όλους, ανάμεσα στο νόμο και στη παρανομία με τους δεύτερους να τον υποστηρίζουν και τους πρώτους να τον απειλούν.
Το σχεδόν πρωτοφανές είναι οι ιστορίες δεν έχουν κανένα σεναριακό πλέξιμο. Αυτό μπορεί να μοιάζει λίγο σαν κλέψιμο γιατί ουσιαστικά έχεις τρεις διαφορετικές ταινίες και απλά παίζεις παρουσιάζοντάς τες εναλλάξ αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι, αφού η, προ στιγμήν, άσχετη εισαγωγή περί “righter and wronger” βρίσκει την ουσιαστικής οπτικοποίησή της σε αυτούς τους τρεις ανθρώπους με τις τελείως διαφορετικές ιστορίες τους. Καλώς ή κακώς, καμία από τις τρεις ιστορίες δεν έχει τόσο πολύ “ζουμί” ώστε να μπορούσε να σταθεί αυτόνομη σε μια ταινία και έτσι, η λογική “τρία-σε-ένα” μοιάζει η ενδεδειγμένη και αποδεικνύεται λίρα εκατό αφού ο σκηνοθέτης παίζει μαεστρικά με τον ρυθμό, πηδώντας από τον σχεδόν νωχελικό ρυθμό της μίας, στον έντονο της δεύτερης και στον πιο “ουδέτερο” της τρίτης. Τουλάχιστον μέχρι τα 3/4 της ταινίας γιατί κάπου εκεί που έχεις ικανοποιηθεί πλήρως από τη ταινία και περιμένεις το αποκορύφωμα, η ταινία ξαφνικά ρίχνει στροφές και περίπου για ένα δεκαπεντάλεπτο γίνεται πολύ κουραστική, μέχρι να έρθει το πολυσυζητημένο φινάλε που αποτελεί άμεσο tribute στα cop-movies των ‘80s με ότι καλό ή κακό αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την ανελέητη κρίση των πρωταγωνιστών από ένα είδος deus ex machina, που δυστυχώς καταλήγει σε ένα ξενέρωτο politically-correct αποτέλεσμα.
Ποτέ δεν ήμουν φίλος των corrupt-cop-movies και το Training Day παρά το διαολεμένο ρυθμό δε με είχε ενθουσιάσει στο τόσο μεγάλο βαθμό που παρουσιάστηκε και οι απαιτήσεις μου από το Brooklyn’s Finest ήταν απλά να με κρατήσει ξύπνιο στα 130 λεπτά του. Οι πολύ καλές ερμηνείες των Richard Gere, Don Cheadle και Ethan Hawke στους πρωταγωνιστικούς ρόλους όπως και οι Wesley Snipes και Ellen Barkin στους δεύτερους, μαζί με την, ίσως όχι 100%, αλλά ιδιαιτέρως ικανοποιητική σκηνοθεσία του Fuqua αλλά και το καλογραμένο σενάριο του Michael Martin, κράτησαν το ενδιαφέρον μου δυνατό σε όλη της τη διάρκεια και κατάφεραν να ξεπεράσουν τις προσδοκίες κατά πολύ, πλησιάζοντας πολύ, αν όχι αγγίζοντας τη ποιότητα της Ημέρας Εκπαίδευσης.
7/10
ok, ενδιαφερουσα κριτικη. με επεισες.
ΑπάντησηΔιαγραφήνομιζω θα εβλεπα την ταινια απλα και μονο για να δω εναν geere 8ωρου που περιμενει να βγει στη συνταξη!
αλλα το 7αρι σου με επεισε :[