Αν και χαρακτηρίστηκε ως μίνι-φαινόμενο, οι κακές εμπορικές επιλογές δε του επέτρεψαν να γίνει ευρέως γνωστό παρόλο το γεγονός ότι όλοι έχουν να πουν και ένα καλό λόγο για αυτό. Αναφέρομαι στη τριλογία Millenium, βασισμένη στα μυθιστορήματα του Stieg Larsson και κυκλοφόρησαν την τριετία 2005-2007 και έγιναν best-seller σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και έχουν ως κεντρικό χαρακτήρα την Lisbeth Salander, μια πανέξυπνη νεαρή κοπέλα με “δολοφονικό” παρελθόν και κατ’ επέκταση, ψυχικά διαταραγμένο παρόν.
Ο Mikael Blomkvist είναι ένας δημοσιογράφος που εργάζεται στην εφημερίδα Millenium και μόλις έχει ξεσκεπάσει ένα μεγάλο σκάνδαλό που όμως αποδεικνύεται φούσκα, μηνύεται για συκοφαντική δυσφήμηση και καταδικάζεται σε ολιγόμηνη φυλάκιση την οποία περιμένει θα εκτίσει σε μερικούς μήνες. Μετά τη παραίτηση από την εφημερίδα, δέχεται μια πρόταση από τον πολυεκατομμυριούχο Henrik Vanger, την κεφαλή του ομίλου Vanger που του προτείνει να κάνει μια τελευταία έρευνα για να βρει τη κόρη του που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς πριν 40 χρόνια, όταν ήταν 16 ετών κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής συγκέντρωσης, κάτι που κάνει ύποπτους όλους τους συγγενείς αφού ο Henrik έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στη μικρή Harriet και αυτό δεν άρεζε στους κληρονόμους. Αυτό που θα μάθει αργότερα ο Mikael είναι ότι πριν ο Vanger τον προσλάβει, είχε βάλει την νεαρή hacker Lisbeth Salander για να κάνει μια ιδιαίτερα εκτεταμένη έρευνα για το πρόσωπό του ώστε να βεβαιωθεί για την εντιμότητά του. Αυτό που δεν ήξερε όμως ούτε ο Vanger είναι ότι η Lisbeth συνέχισε να παρακολουθεί τον Mikael και ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση της μικρής Harriet, δίνοντάς του ιδέες και δημιουργώντας μια ομάδα έρευνας. Η πολύπλοκη ιστορία της οικογένειας ξετυλίγεται ενώ ταυτόχρονα μαθαίνουμε λεπτομέρειες για την μαρτυρική ζωή της Lisbeth.
Μια αυθεντική ιστορία που θυμίζει τα μυστήρια της Miss Marple και ένα κοινωνικό βίαιο δράμα εκδίκησης αλλά και επιβίωσης είναι ο ιδιαίτερα πετυχημένος συνδυασμός που χρησιμοποιεί η ταινία για ξεχωρίσει και τα καταφέρνει, γιατί απλά δύο ενδιαφέρουσες ιστορίες είναι καλύτερες από μία. Οι ιδιαίτερα ενδιαφέροντες κεντρικοί χαρακτήρες είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας και η σχεδόν άρρωστη σχέση μεταξύ ενός “αγίου” δημοσιογράφου και μιας πληγωμένης άγριας κοπέλας είναι που δίνει την απαραίτητη “κόλλα” για να ενώσει τα δύο στοιχεία της ιστορίας. Συνεχής ένταση, τουλάχιστον μετά το το πρώτο εισαγωγικό σαραντάλεπτο, συνεχή plot twists, σκληρές σκηνές ψυχολογικού και σωματικού βιασμού, και τα 150 ολόκληρα λεπτά περνάν πολύ πιο εύκολα απ’ότι θα περίμενα.
Περιέργως, τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα δεν βρίσκονται ούτε στο τεχνικό τομέα, ο οποίος είναι άψογος αλλά ούτε στη μεταφορά του κειμένου στην οθόνη, όπως γίνεται συνήθως, αφού χαρακτηρίστηκε ως μια από τις πιο πιστές μεταφορές βιβλίου σε ταινία, χωρίς να έχω όμως προσωπική άποψη. Το πρόβλημα βρίσκεται στο πρωτεύον υλικό. Ενώ η εξέλιξη είναι εξαιρετικά ικανοποιητική, μερικές απιθανότητες και αναπάντητα ερωτήματα χαλάνε μεγάλο μέρος της γοητείας της ταινίας. Η εκνευριστική και παντελώς αδικαιολόγητη ευκολία που ξαφνικά η Lisbeth αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα σαν να της ήρθε η θεία επιφοίτηση, η ανάλογη ευκολία με την οποία βρίσκουν τα υπόλοιπα στοιχεία που αποδεικνύει τη θεωρία του, αλλά κυρίως η ελάχιστα ανεπτυγμένη δικαιολογία του φινάλε που δείχνει εντελώς πρόχειρη και μοιάζει εντελώς παράταιρη από την υπόλοιπη πολύπλοκη ιστορία. Πως η Harriet ανακάλυψε το μεγάλο μυστικό, γιατί ο δράστης έκανε αυτά που έκανε και γιατί στα συγκεκριμένα άτομα και μερικά ακόμα μικροερωτήματα που μένουν μετέωρα και αδιάφορα για τον σεναριογράφο, χαλάνε σε κάποιο βαθμό τη τελική άποψη που θα σχηματίσει ο θεατής.
Παρόλο που αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας, η κεντρική ιστορία ουσιαστικά ολοκληρώνεται, διαψεύδοντας τις φοβίες μου ότι θα την αφήσει σε cliffhanger για το δεύτερο μέρος. Αυτό μπορεί να ευχαριστεί προς στιγμή το θεατή αλλά δε προσφέρει την “ανυπομονησία” για το “Κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά”.
Η ανακοίνωση του αμερικάνικου remake έχει γίνει φυσικά εδώ και καιρό με τον Daniel Craig στο ρόλο του Mikael και μία εκ των Rooney Mara, Lea Seydoux, Sarah Snook και Sophie Lowe στο ρόλο της Lisbeth, και τον David Fincher στη σκηνοθετική καρέκλα. Μπορεί η επιλογές του remake να μοιάζουν οι σωστές αλλά πραγματικά δεν υπάρχει λόγος remake, εκτός φυσικά της “δύσκολης” Σουηδικής γλώσσας αφού το The Girl with the Dragon Tattoo είναι πραγματικά παραγωγή Hollywoodιανών προτύπων και διαστάσεων χωρίς να του λείπει τίποτα που να μπορεί να του προσφέρει η αμερικάνικη βιομηχανία.
7/10

Ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Chan-wook Park έγινε παγκοσμίως γνωστός to 2003 με το αριστούργημα OldBoy, μια από τις καλύτερες ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας. Αν και από τότε έχει κάνει κάποιες ακόμα ταινίες, καμιά δεν εισέπραξε τις διθυραμβικές κριτικές αλλά ούτε και τη φήμη που είχε το OldBoy, μέχρι που ανακοίνωσε ότι η επόμενή του ταινία θα έχει το πιασάρικο και εμπορικό vampire-theme, και φυσικά τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του.

Triage: Επιλογή και κατάταξη των θυμάτων σε κατηγορίες με σκοπό την κατάλληλη αγωγή ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο πολυβραβευμένος για το No Man’s Land, Βόσνιος σκηνοθέτης Danis Tanovic επιστρέφει με την τρίτη μεγάλου μήκους και πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, και μας μεταφέρει στο Κουρδιστάν του 1988.





Τα πρώτα character banners για την νέα ταινία του Zack Snyder, Sucker Punch, έκαναν την εμφάνισή τους, στους διαδρόμους του San Diego Convention Center. Χωρίς να έχουν διαρρεύσει περισσότερες πληροφορίες, τα πρώτα στοιχεία μιλάνε για ένα υπερβίαιο παραμύθι έξι γυναικών που μόλις βγήκαν από το ψυχιατρείο.







Εκτός του Daniel Craig που βλέπετε στη φωτογραφία, μαζί του θα βρίσκονται οι Harrison Ford, Olivia Wilde, Sam Rockwell, Paul Dano, Walton Goggins και Abigail Spencer σε σκηνοθεσία του Jon Favreau με το release date να τοποθετείται μέσα στο καλοκαίρι του 2011. 
Το 2001 ο Antoine Fuqua ήρθε από την αφάνεια και εξέπληξε παρουσιάζοντας το Training Day, μια ταινία που αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς. Από τότε, μπορεί το κασέ του να εκτοξεύτηκε αλλά οι ταινίες που παρουσίασε ήταν αρκετά κατώτερες της Ημέρας Εκπαίδευσης, και μπήκε στη λίστα με τους σκηνοθέτες της μίας φοράς. Με το Shooter όμως, πριν δύο χρόνια έδειξε σημάδια βελτίωσης και με το Brooklyn’s Finest, επιστρέφει στις ρίζες του και κάνει την ολική επαναφορά. 



Ο μεγάλος Γάλλος δημιουργός Jean-Pierre Jeunet είναι λίγο-πολύ γνωστό ότι δεν είναι και από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες με μία ταινία ανά τρία-τέσσερα χρόνια. Έτσι μετά τους Ατέλειωτους Αρραβώνες του 2004 είχαν ακουστεί διάφορα projects μεταξύ των οποίων και το πολυαναμενόμενο αλλά και πολυταλαιπωρημένο Life of Pi (που έχει αλλάξει αρκετούς σκηνοθέτες μεταξύ των οποίων ο M. Night Shyamalan, ο Alfonso Cuarón και ο Ang Lee αλλά ακόμα το περιμένουμε) με το οποίο ήταν καταπιασμένος για μερικά χρόνια μέχρι που εγκαταλείφτηκε και χάσαμε τα ίχνη του σκηνοθέτη. Μέχρι που πριν από λίγους μήνες, μάθαμε για την καινούρια του ταινία που μοιάζει να ήρθε από το πουθενά, χωρίς ίχνος τυμπανοκρουσίας ή promotion με τον τίτλο Micmacs à tire-larigot ή απλά Micmacs. 



Το πλατύ κοινό, όταν ακούει Βαλκανικός κινηματογράφος, αμέσως σου έρχονται στο μυαλό οι τσιγγάνοι του Kusturica, τα χάλκινα του Bregovic και λίγο από Σωτήρη Γκορίτσα. Ελάχιστοι έχουν παρακολουθήσει κάποια ταινία από άλλη βαλκανική χώρα και ιδιαίτερα από τη Ρουμανία η οποία ξέραμε ότι χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από, συνήθως, low budget αμερικάνικες παραγωγές ως filming location ταινιών με “ιδιαίτερες” σκηνικές απαιτήσεις, κάτι σαν την Τσεχία των φτωχών. Το Nunta Mută, όμως δείχνει ότι η Ρουμανία μπορεί να κάνει αξιόλογες ταινίες αξιοποιώντας τη πρόσφατη ιστορία της, ουσιαστικά με πενιχρά μέσα.


Πριν από μερικά χρόνια, η αμερικανίδα συγγραφέας Patricia Highsmith έγινε παγκοσμίως γνωστή στο κινηματογραφόφιλο κοινό με τη μεγάλη επιτυχία του Ταλαντούχου κυρίου Ripley έστω και αν η κινηματογραφική καριέρα των βιβλίων της ξεκίνησε πριν από 60 χρόνια όταν ο Alfred Hitchcock έφερε στη μεγάλη οθόνη το Strangers on a Train. Από τότε πάνω από 30 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές έχουν βασιστεί στα έργα της μεταξύ των οποίων και ο Αμερικάνος Φίλος του Wim Wenders (που άλλωστε βασίζεται και αυτό στο παιχνίδι του Ripley), μέχρι το 1999, να γίνει γνωστή σε όλους μας. Φέτος λοιπόν ήρθε η μεταφορά του βιβλίου της The Cry of the Owl (δέυτερη σε σειρά, πρώτη αγγλόφωνη) σε Γερμανοκαναδική συμπαραγωγή με πρωταγωνιστές τους Paddy Considine και Julia Stiles. 

