Είναι δεδομένο ότι παρά τις υπόλοιπες προσπάθειες του, 40χρονου πια, Matt Damon, η δεκαετία του 2000 άνηκε στον Jason Bourne. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η σειρά δεν άξιζε τη φήμη που απέκτησε αλλά ο ηθοποιός ταυτίστηκε υπερβολικά με το ρόλο σε σημείο να γίνει αντιπαθής σε αυτούς που δε τους άρεσε η σειρά και να ξεχάσουν ότι έχει κάνει πριν τα Bourne αλλά και κατά τη διάρκεια τους. Με τον Damon να αποτελεί πια παρελθόν (;;;) από τη σειρά αφού αν αυτή συνεχιστεί, ο τελευταίος πιθανότατα δε θα επιστρέψει, έπρεπε να προχωρήσει σε νέες δουλειές αλλά όχι και νέες συνεργασίες αφού για τρίτη φορά μετά τα Bourne Supremacy και Bourne Ultimatum, συνεργάζεται με τον βρετανό σκηνοθέτη Paul Greengrass σε μια ταινία που εκ πρώτης όψεως μοιάζει αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες συνεργασίες τους αλλά δε σημαίνει και ότι είναι.
Βρισκόμαστε στο 2003, ο Roy Miller είναι ένας αξιωματικός του αμερικάνικου στρατού που τοποθετήθηκε εδώ και μερικές εβδομάδες στο Ιράκ, σαν αρχηγός της ομάδας υπεύθυνης για να βρει τα όπλα μαζικής καταστροφής, το λόγο που η αμερικάνικη κυβέρνηση τόνισε περισσότερο σαν βασική αιτία της εισβολής. Μαζί με την ομάδα στρατιωτών του, επί εβδομάδες ακολουθούν τις πληροφορίες που τους δίνουν οι ανώτεροί τους αλλά δε βρίσκουν απολύτως τίποτα. Οι συνεχής άσκοπες αποστολές έχουν εκνευρίσει τον Miller αφού σε μια τέτοια εμπόλεμη περιοχή, χάνει συντρόφους του χωρίς ουσιαστικό λόγο, αποφασίζει να ψάξει από που έρχονται αυτές οι πληροφορίες. Αυτά που θα μάθει θα τον φέρουν αντιμέτωπο με έναν “εμφύλιο” ανάμεσα στους κυβερνητικούς αμερικάνους και τη CIA στο έδαφος του Ιράκ, αναγκάζοντάς τον να πάρει θέση με έναν από τους δύο με αποτελέσματα πολύ έντονα από ένα απλό παιχνίδι εξουσίας.
Η ιστορία που ανέλαβε να γυρίσει ο Greengrass είναι “θεωρητικά αληθινή” και βασίζεται στο βιβλίο του Ινδοαμερικάνου δημοσιογράφου Rajiv Chandrasekaran της Washington Post που είχε σκοπό να επιδείξει το τρόπο που η Αμερική χειρίστηκε την μετά-Σαντάμ εποχή στο Ιράκ. Το Green Zone (που αρχικά είχε τον πολύ πιο ενδιαφέρον τίτλο Imperial Life in the Emerald City, τον τίτλο δηλαδή του βιβλίου στο οποίο βασίζεται) είναι ένα κράμα πολιτικού θρίλερ και πολεμικής ταινίας με τα δύο στοιχεία να ακροβατούν στο 50-50. Δυστυχώς όμως το σενάριο του Brian Helgeland που μας έχει συνηθίσει σε πιο…ελαφριά γραπτά όπως τα A Knight's Tale και The Taking of Pelham 1 2 3, έχει μια, αν όχι ασόβαρη, τουλάχιστον light άποψη για το πόσο σημαντική είναι μια εισβολή κάνοντας έναν στρατιωτικό όμως ο Miller να το παίζει Bourne και να προσπαθεί μόνος του να ξεσκεπάσει ένα τεράστιο ψέμα. Υπάρχουν κανόνες στο κινηματογράφο που πρέπει να σπάνε μόνο με κάτι καλύτερο, και ο Helgeland σίγουρα δεν έχει τα φόντα. 
Όσο για τη σκηνοθεσία του πολυβραβευμένου Βρετανού, όλοι ξέρουμε την διαολεμένη ταχύτητα του μοντάζ του και τις μινιμαλιστικές αλλά εντυπωσιακότατες σκηνές δράσης που κάνουν τις ταινίες του να ξεχωρίζουν. Και τα δύο παραπάνω στοιχεία υπάρχουν στο Green Zone, το πρόβλημα είναι ότι το Green Zone δεν είναι μια απλή περιπέτεια και τα παραπάνω συστατικά πέφτουν λίγο βαριά και μη ρεαλιστικά. Βέβαια καταφέρνει να κρατήσει έναν εξαιρετικό ρυθμό σε ολόκληρη τη ταινία αλλά κάπου εκεί, λίγο πριν το τέλος, βάζει ένα μεγάλης διάρκειας και έκτασης κυνηγητό στα σοκάκια της Βαγδάτης που φέρνει στο μυαλό την αντίστοιχη σκηνή στο Bourne Ultimatum, αλλά εδώ, αντίθετα με τη προηγούμενή του ταινία, δε ταιριάζει καθόλου, προκαλώντας …δε μπορώ να βρω άλλη λέξη από “ξενέρωμα”.
Οι ικανοποιητικές ερμηνείες από τον Matt Damon και τους συμπρωταγωνιστές του Greg Kinnear, Brendan Gleeson, Amy Ryan, Jason Isaacs αλλά κυρίως τον, κάποτε ερασιτέχνη Khalid Abdalla που μετά τα United 93 και The Kite Runner, μας εντυπωσιάζει για μια ακόμη φορά, δε φτάνουν για να προκαλέσουν μια ανάλογη επιτυχία με το The Hurt Locker που η Universal Pictures ήλπιζε. Το Green Zone είναι μια ταινία εύκολη στη παρακολούθηση, που δε θα σας κάνει να βαρεθείτε αλλά μοιάζει τόσο ρηχή σε σχέση με το θέμα που καταπιάνεται που σε αφήνει σχεδόν αδιάφορο.
6/10

Μέχρι προσφάτως, θεωρούσα ότι η σειρά των ταινιών Twilight κατέστρεφε μόνο τη καριέρα της πρωταγωνίστριας του, Kristen Stewart μιας και ήταν η μόνη ηθοποιός αναγνωρισμένης αξίας με μια αξιόλογη δεκαετή καριέρα για την ηλικία της. Τώρα έρχεται το Remember Me για να μου αλλάξει τη θεωρία… 


Το φαινόμενο μια ταινία να είναι έτοιμη και ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι κάποιας εταιρίας δεν είναι καινούριο. Το περίεργο είναι όταν αυτή η ταινία έχει πάρει θετικές κριτικές όπου έχει προβληθεί και παρ’ ολ’ αυτά, για κάποιο λόγο η ημερομηνία κυκλοφορίας αργεί ακόμα και χρόνια όπως το πρόσφατο Trick 'r Treat. Στο I Love You Phillip Morris, η αργοπορία δεν ήταν τόσο μεγάλη αλλά η ημερομηνία εξόδου άλλαξε πάρα πολλές φορές μέχρι να καταφέρει τελικά να κάνει την εμφάνισή του στις αίθουσες το φετινό καλοκαίρι.

Αρκετοί ίσως γνωρίζουν τον Τεξανό pulp μυθιστοριογράφο Robert E. Howard από τον χαρακτήρα του Conan και τους υπόλοιπους ήρωες που γνωρίσαμε στην εποχή της Hyborian Age. Όμως πριν τον Conan, ο Howard είχε ασχοληθεί και με έναν άλλο ήρωα που σήμερα, για πρώτη φορά μετά τη πρώτη εμφάνισή του το 1928 βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη, τον πουριτανό εκδικητή, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται, τον Solomon Kane. 


Με τις εμπορικές επιτυχίες των τελευταίων ετών του Apatow και της, όλο και μεγαλύτερης, παρέας του, το είδος της κωμωδίας περνάει θεωρητικά μέρες δόξας με το πρόσφατο The Hangover να προκαλεί πάταγο. Το λόγο για όλη αυτή την επιτυχία, δυστυχώς δε μπορώ να τον καταλάβω, μιας και όσο πιο μεγάλες οι προσδοκίες, τόσο μεγαλύτερη είναι η απογοήτευση μου με ταινίες όπως το Superbad να είναι θανατηφόρα μη-αστείες και στη καλύτερη των περιπτώσεων, απλά να σκας ένα χαμόγελο. Πραγματικά δε μπορώ να θυμηθώ τη τελευταία πραγματικά καλή κωμωδία που έχω δει, εκτός του Zombieland και αρκετά χρόνια πριν, το Wedding Crashers.
κάποιο μεγάλο όνομα. Από τους σεναριογράφους του Sex Drive και έναν νέο και άγνωστο σκηνοθέτη, και με έναν τίτλο που λίγο-πολύ σου εξηγούσε όλη τη ταινία, δε περιμένεις κάποια μεγάλη έκπληξη και απλά ελπίζεις να σκάσει λίγο το χειλάκι σου και να μη βαρεθείς για ακόμη μία φορά με μια δήθεν κωμωδία. Όσο για το σενάριο, όπως είναι ευνόητο πρόκειται για μια ρομαντική κομεντί τύπου “boy likes beautiful girl, girl likes ugly boy, boy can’t believe it”. Ο Kirk δουλεύει στην ασφάλεια αεροδρομίου, είναι ασχημούλης αλλά όχι και ο αμερικάνικος ορισμός του loser. Οι συγκυρίες και η ευγενική του στάση απέναντι στην όμορφη Molly, τον φέρνουν χωρίς να το καταλάβει να βγει ραντεβού μαζί της και πραγματικά δε μπορεί να το πιστέψει. Με τη “βοήθεια” των φίλων του προσπαθεί να τα βγάλει πέρα και να ανταποκριθεί στη “τελειότητά” της σε σχέση με τη δική του μετριότητα.
ι μπορεί να τα βγάλει πέρα με την όμορφη Molly. Χωρίς να προκαλεί δυνατά γέλια, παίρνει όλη τη ταινία πάνω του και για τη μεγαλύτερη διάρκειά της παρουσιάζει μια αρκετά ευχάριστη ρομαντική κομεντί. Περίπου 20 λεπτά πριν το τέλος, και επειδή είναι καθιερωμένο να υπάρχει ένας χωρισμός πριν την επανένωση, γινόμαστε μάρτυρες του πιο ανόητο, ακαταλαβίστικου καβγά και ξαφνικά τους βρίσκουμε χωρισμένους χωρίς να έχουμε καταλάβει γιατί μάλωσαν και λίγο αργότερα μια ακόμα χειρότερη συμφιλίωση που πραγματικά προσβάλει του iq του θεατή.
Η φετινή πρόταση της Γαλλίας (μαζί με αυτή της Γερμανίας) ήταν το μεγάλο φαβορί για το χρυσό αγαλματάκι αλλά έστω και τελευταία στιγμή, το Αργεντίνικο El Secreto de sus Ojos έκανε την έκπληξη και πολλοί ήταν αυτοί που δυσαρεστήθηκαν. Καιρός ήταν να δω προς τι ο τόσος ντόρος και αν όντος το Un Prophète του Jacques Audiard άξιζε το κάτι παραπάνω.
στην οποία οι Κορσικανοί μαφιόζοι είχαν απλώσει τα δίχτυα τους και στους φύλακες. Ο νεαρός Άραβας γίνεται εκτός από προστατευόμενος των Κορσικανών, και το παιδί για τα θελήματα μιας και λόγω της καταγωγής του δε μπορούσε να γίνει μέλος της “οικογένειας”. Με αρκετή τύχη αλλά και αποφασιστικότητα, ο Malik κερδίζει την εμπιστοσύνη του Luciani με τον τελευταίο να κανονίζει εξόδους για τον μικρό ώστε να του κάνει θελήματα με ανάλογα ανταλλάγματα όπως “κελί πολυτελείας”, πόρνες και λοιπές ευκολίες και ανέσεις. Ο Malik ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά φτάνοντας σε σημείο να έχει στήσει δικιά του “επιχείρηση” έξω από τη φυλακή μαζί με έναν πρώην συγκρατούμενό του αλλά και τον Luciani να χάνει συνέχεια έδαφος από τους όλο και αυξανόμενους Άραβες της φυλακής που απειλούσαν να του πάρουν τα ηνία.
λεπτομέρειες που τις δίνουν μια ξεχωριστή αξία όπως τα πραγματικά εμπνευσμένα σεκάνς που έχει ο Malik με το θύμα του Reyeb που παρά το σουρεαλιστικό έως υπερφυσικό χαρακτήρα, παρουσιάζονται με ένα τόσο ρεαλιστικό και ψυχολογικά έντονο ύφος που προκαλούν τα εντονότερα των συναισθημάτων στο θεατή. Συναισθήματα που δύσκολα ξανανοιώθει στην υπόλοιπη ταινία μιας και περίπου μετά από δέκα λεπτά γνωρίζεις τι ακριβώς θα γίνει μέχρι το τέλος. Η αόρατη διαμάχη του γέρου ρατσιστή που έχει στα χέρια του τη φυλακή με τον νέο Άραβα που ζητάει να μάθει, να μορφωθεί, ενώ ταυτόχρονα παραμένει σκυλάκι του “παλιού” έχει το ιδιαίτερό της ενδιαφέρον χωρίς όμως να προσφέρει κάποια ιδιαιτερότητα.
προσθήκες που προσφέρει το περιβάλλον, που σε κάποιους θύμισε ακόμα και το Scarface. Πολλές ήταν οι φορές που ήθελα, αν όχι να την κλείσω, τουλάχιστον να κάνω ένα διάλλειμα αλλά ήξερα ότι μετά δύσκολα θα τη συνέχιζα και ακόμα πιο δύσκολα θα ξαναέμπαινα στην ατμόσφαιρά που ίσως ήταν και από τα λίγα στοιχεία που με κράτησαν. Δεν είναι μια βαρετή ταινία γιατί είναι τεχνικά άρτια με καλογραμμένο σενάριο και πολύ καλή σκηνοθεσία και ερμηνείες αλλά είναι πραγματικά κουραστική γιατί προσπαθεί να φτιάξει ένα έπος 155 λεπτών (!!!) με το τίποτα. Επαναλαμβάνω ότι δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός με μια ταινία που ξέρω τι θα γίνει από την αρχή μέχρι το τέλος γιατί απλά αυτοί είναι οι κανόνες του genre, ενός genre για το οποίο δε τρέφω καμιά συμπάθεια. Αν είστε φίλοι του είδους, αξίζει να το δείτε και με το παραπάνω γιατί θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα αλλά αν είστε της άποψής μου ότι το Scarface είναι απλά μια B-cult ταινία που αν δεν είχε τον Pacino δε θα τη βλέπατε ποτέ, προσπεράστε το αβίαστα.
Μετά από 6 σεζόν παρέα με τον Jack Bauer, το ζήτημα της υπερβολικής βίας σε σημείο βασανισμού κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης και το κατά πόσο μπορεί να δικαιολογηθεί μια τέτοια πράξη ανάλογα με τις τρέχουσες συνθήκες, έπεσε πολλές φορές στο τραπέζι σε διάφορα έντυπα παγκοσμίως και ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που η σειρά “24” κατακρίθηκε τόσο έντονα. Σήμερα, μόλις λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της σειράς κάνει την εμφάνισή της η νέα ταινία του Gregor Jordan που παλιότερα μας έχει δώσει αξιόλογες ταινίες όπως το Buffalo Soldiers με πιο πρόσφατη τη, μάλλον πιο αποτυχημένη του προσπάθεια, The Informers.
Η Helen Brody είναι μια πράκτορας του FBI που μία μέρα βλέπει ξαφνικά σε όλα τα κανάλια τη φωτογραφία ενός αμερικάνου πολίτη ονόματι Steven Arthur Younger ο οποίος αναζητείται για τρομοκρατία, χωρίς να έχει η ίδια καμία ενημέρωση. Ζητώντας εξηγήσεις, οδηγούν αυτή και την ομάδα της σε μια απομακρυσμένη στρατιωτική βάση όπου βλέπει ότι ο τρομοκράτης έχει ήδη συλληφθεί ενώ έχει δώσει ένα βίντεο που λέει ότι έχει τοποθετήσει τρεις πυρηνικές βόμβες σε πόλεις της Αμερικής και θα εκραγούν σε τρεις μέρες χωρίς ταυτόχρονα να ζητάει κάποιο αντάλλαγμα. Έτσι καλείται ο Henry Herald Humphries, ένας πρώην στρατιωτικός, γνωστός για τις βάναυσες μεθόδους ανάκρισης, για να καταφέρει να κάνει τον Arthur Younger να μιλήσει και να προλάβουν τις βόμβες.
και να δεις προς τα που γέρνει˙ συνήθως, γιατί στη περίπτωση του Unthinkable, κάποιος μπορεί να πει ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές ταινίες μιας και τα 3/5 αυτής είναι υπερβολικά μέτρια. ενώ το τελευταίο act είναι από τις πιο έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες με ένα εκπληκτικό φινάλε. Έτσι δε μπορείς παρά να σκεφτείς ταυτόχρονα το πόσο κουραστικό ήταν το πρώτο μέρος, τις αρκετές αναξιοποίητες υποιστορίες που θα έδιναν το απαραίτητο βάθος στη ταινία, νομίζοντας πως από όλη την ιστορία σου έδειξαν μόνο τη κορυφή του παγόβουνου ενώ την ίδια ώρα δε μπορείς να αγνοήσεις τις εξαιρετικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών Samuel L. Jackson, Carrie-Anne Moss και Michael Sheen σε συνδυασμό με το εξαιρετικό τελευταίο μέρος που προανέφερα που σου αφήνει μια πολύ έντονη και γλυκιά τελική γεύση.
Μπορεί αρκετοί από σας να μη γνωρίζετε τον Γερμανό Uwe Boll αλλά από πολλούς θεωρήθηκε ο νέος Ed Wood και κατ’ επέκταση ο χειρότερος σκηνοθέτης της εποχής μας. Τέτοιες μεγάλες δηλώσεις με εξιτάρουν και για να πιστέψω αυτά που άκουγα έπρεπε να το δω με τα μάτια μου και μέχρι σήμερα έχω φροντίσει να δω μεγάλο ποσοστό των (αγγλόφωνων) ταινιών. Καλώς η κακώς, το πρώτο δείγμα δουλειάς του που παρακολούθησα
ήταν το Heart of America που ήταν αρκετά καλό και σε σύγκριση με το Elephant του Van Sant που είχε βγει την ίδια περίοδο και με το ίδιο θέμα ήταν απλά λίγο χειρότερο. Όμως από τότε και μετά έβαλε στο μάτι να καταστρέψει ότι video game μπορούσε να κάνει ταινία και το κατάφερε, μεταξύ των οποίων το House of the Dead, το Alone in the Dark, το Dungeon Siege, τα 2 (και προσεχώς 3) Bloodrayne, το Far Cry και θα ακολουθήσουν και άλλα όπως το Metroid Prime και αρκετά ακόμα που έχουν κατά καιρούς ακουστεί. Έχοντας δει τα περισσότερα από αυτά, μπορεί ο καθένας να πει ότι ο άνθρωπος είναι παντελώς ατάλαντος και έχει γυρίσει αρκετές από τις χειρότερες ταινίες της δεκαετίας. Μέχρι που άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες κριτικές για τη τελευταία του ταινία, Rampage, που προς μεγάλη έκπληξη όλων χαρακτηριζόταν από πολλούς ως διαστροφικά αριστουργηματικό! Φυσικό η περιέργεια μου ήταν μεγάλη…
κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν κάθε συνειδητοποιημένο νέο, τον επηρέασαν υπερβολικά και η προτροπή-εξαναγκασμός των γονιών του να βρει δικό του σπίτι ώστε να κάνει επιτέλους μιας αρχή στη ζωή του τον κάνουν να ξεσπάσει. Ντύνεται με μια ολόσωμη στολή Kevlar, φορτώνεται με ημιαυτόματα όπλα και βγαίνει στο δρόμο και αρχίζει να σκοτώνει αδιακρίτως του πάντες που βρίσκει μπροστά του! Περαστικούς, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους, τον υπάλληλο που δε του έφτιαξε καλό καφέ, την ανάγωγη σερβιτόρα, τους αστυνομικούς που βρίσκονται στο δρόμο του, κυριολεκτικά τους πάντες.
α ταινία παίρνει ένα τέτοιο ρίσκο του να αποτυπώσει "σοκαριστικά-απλές" μαζικές δολοφονίες, αυτό που του λείπει είναι η δικαιολογία. Επί 40 περίπου λεπτά προσπαθεί να μας πείσει ότι ο υπερκαταναλωτισμός, ο υπερπληθυσμός (!!!), η λατρεία του χρήματος, τα τυποποιημένα “πλαστικά” τρόφιμα, μέχρι και ο κακοφτιαγμένος καφές στη καφετέρια της γωνίας είναι αρκετά για έναν σχετικά φυσιολογικό νέο να βγει στο δρόμο και να σκοτώσει ότι βρει μπροστά του. Ε, λοιπόν, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. Η μισή ταινία ξοδεύεται στο να αραδιάζει διάφορα κοινωνικά προβλήματα ως αφορμές για την έκρηξη βίας. Ίσως να ήταν ελαφρώς πιο πειστικό αν αυτές ήταν μόνο οι αφορμές και υπήρχαν βαθύτερα αίτια αλλά αυτό ούτε καν υπονοείται σε καμία στιγμή αυτού του εφιαλτικά κακογραμμένου 40λεπτου που εκτός από τη καλλιτεχνική αποτυχία φέρνει και την απόλυτη ψυχολογική, ηθική και κινηματογραφική απόρριψη του θεατή προς τα γεγονότα που ακολουθούν. 
Η σχετική στασιμότητα του 3D animation σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων της τεχνολογίας έχουν σπρώξει του δημιουργούς σε νέους νέους δρόμους καλλιτεχνικής δημιουργίας και το Metropia μας παρουσιάζει μια νέα τεχνική που έχει τραβήξει πολλά βλέμματα πάνω του. Μένει να δούμε αν έχει και το περιεχόμενο να το υποστηρίξει.
σε έναν σχεδόν νεκρό καταθλιπτικό επίγειο κόσμο. Τα παραδοσιακά μέσα μεταφοράς έχουν εξαφανιστεί και μια ιδιωτική εταιρία έχει ενώσει όλη την ήπειρο υπογείως με ένα τεράστιο δίκτυο μετρό. Ο Roger είναι ένας απλός υπάλληλος μιας τηλεφωνικής εταιρίας που όμως υποψιάζεται τα πάντα γύρω του σε σημείο παράνοιας και η φωνή που ξαφνικά αρχίζει να ακούει μέσα στο κεφάλι του τον φέρνει στα όρια της ψυχικής του υγείας. Συνομωσίες, πολυεθνικές εταιρίες, πειράματα, προδοσίες, έλεγχος συνείδησης και εγκεφάλου, μια μοιραία γυναίκα είναι μερικά από τα γεγονότα που ξετυλίγονται μπροστά στον Roger και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται αλλά και να αντιδράσει.
επεξεργάστηκαν σε υπολογιστή ώστε να αποκτήσουν κάποιο (έστω και ελάχιστο animation) και αποτυπώθηκε σε δισδιάστατη οπτική με ψευτοτρισδιάστατα αντικείμενα και χώρους. Αν μπερδευτήκατε, μην ανησυχείτε, γιατί είναι από τις πιο φερέλπιδες νέες προσπάθειες στο χώρο των ταινιών animation αν και είναι ακόμα σε βρεφικό στάδιο με αρκετές ανομοιομορφίες, και σχεδόν προϊστορικό animation που θυμίζει μαριονέτες και μια σχετική προσπάθεια lipsync. Όπως ο σκηνοθέτης δήλωσε, το τελικό αποτέλεσμα είναι επηρεασμένο και εμπνευσμένο από τις δημιουργίες των Terry Gilliam, Roy Andersson και Yuriy Norshteyn.
Δεν υπάρχει λόγος να ξαναφερθώ στο στόλο των σκηνοθετών/προστατευομένων του Luc Besson παρά μόνο ότι αυτή τη φορά ο Pierre Morel μοιάζει να μεγαλοπιάστηκε. Η αναπάντεχη και πλήρως ακατανόητη για μένα εμπορική επιτυχία του Taken, έφερε άμεσα τη δεύτερη ταινία του ενώ ταυτόχρονα τον έκανε ένα από τα πιο hot ονόματα στο Hollywood μιας και κάθε μέρα ακούγεται και ένα ακόμα νέο project το οποίοι του ανατίθεται.
Ο James Reece είναι ένας νεαρός ταλαντούχος υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας στο Παρίσι ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνει μικροαποστολές των μυστικών υπηρεσιών ώστε κάποτε να γίνει πράκτορας. Στη τελευταία του δοκιμασία του στέλνουν τον Charlie Wax, έναν έμπειρο πράκτορα που μοιάζει περισσότερο με χούλιγκαν και είναι της ιδεολογίας “shoot first, ask questions later”. Μέχρι τώρα ο James έβαζε κοριούς και υπέκλεβε πληροφορίες ξαφνικά βρίσκεται εν μέσω βροχής πυροβολισμών και μιας τρομοκρατικής ενέργειας που θα πρέπει να αποτρέψει.
κακοσκηνοθετημένες δράσης πιο βαρετές και από τα ανόητα μέχρι εκείνη τη στιγμή μούμπλε-μούμπλε. Λίγο πριν κλείσει η πρώτη ώρα της ταινίας, οι σκηνές δράσης αρχίζουν να γίνονται ενδιαφέρουσες και εντυπωσιακές και όσο περνάει η ώρα γίνονται όλο και καλύτερες χωρίς όμως καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία καταφέρνουν όμως να επαναφέρουν το ενδιαφέρον για μια ταινία που μέχρι τότε απλά κρατιόσουν για να μη κλείσεις. 
Όταν στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα η Ευρώπη προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, στη άλλη πλευρά του Ατλαντικού η ανθούσα κινηματογραφική βιομηχανία ανακάλυπτε τα monster movies με πρωταγωνιστές που ακόμα και σήμερα αποτελούν σύμβολα του είδους όπως ο Φράνκενστάιν, ο Δράκουλας αλλά και ο Λυκάνθρωπος, το remake του οποίου έκανε την εμφάνισή του στις αίθουσες, φέτος, 60 χρόνια μετά το πρώτη προσπάθεια του George Waggner.
Ο Lawrence Talbot είναι ένας επιτυχημένος ηθοποιός στο Λονδίνο όταν μια γυναίκα που του συστήνεται ως την αρραβωνιαστικιά του αδερφού του, έρχεται να του πει ότι ο τελευταίος αγνοείται εδώ και μια βδομάδα και ζητάει τη βοήθειά του. Ο Lawrence επιστρέφει στο επαρχιακό Blackmoor μετά από πολύχρονη απουσία λόγω της ιδιόρρυθμης σχέσης του με τον πατέρα του που μετά το θάνατο της μητέρας του, τον έστειλε σε άσυλο. Η φήμες μιλάνε για ένα περίεργο πλάσμα που κατακρεουργεί τα θύματά τους και η ερευνά του τον οδηγεί στο κοντινό οικισμό τσιγγάνων όπου το πλάσμα εμφανίζεται και τον τραυματίζει σοβαρά. Η πόλη μιλάει για την κατάρα των Talbot και ο διάσημος επιθεωρητής της Scotland Yard, Frederick Abberline έρχεται για να βρει τον υπεύθυνο για τους θανάτους.
ι Road to Perdition, περιμένεις κάτι τουλάχιστον καλογραμμένο αφού η πρωτοτυπία είναι ουσιαστικά αδύνατη μιας και είναι βασισμένο σε υπάρχον σενάριο. Δυστυχώς όμως το σενάριο είναι απλώς διεκπεραιωτικό και μοιάζει σαν αγγαρεία με σκόρπια quotes που λίγη σχέση έχει με την ιστορία εκτός της αναφοράς σε λυκάνθρωπους και την επίδραση την πανσέληνου. Το Wolfman βασίζεται αποκλειστικά στην ατμόσφαιρά του η οποία κυρίως λόγω του εξαιρετικά προσεγμένου art direction τα καταφέρνει πολύ καλά μέχρις ενός σημείου γιατί μετά από 20’-30’ χρειάζεσαι και κάτι παραπάνω. Τόσο ακριβώς ήταν που κράτησε και το ενδιαφέρον μου μιας και από εκεί και πέρα είχες καταλάβει και τη παραμικρή λεπτομέρεια και απλά περίμενες να εξελιχθεί μπροστά σου αργά και βασανιστικά με μικρά διαλλείματα βίαιης δράσης, άλλες φορές γρήγορης, έντονης και ενδιαφέρουσας και άλλες φορές βγαλμένη από τα στούντιο της δεκαετίας του ‘40. Μπορεί στο σχολείο να μας είχαν μάθει ότι αυτή η τεχνική λέγεται τραγική ειρωνεία και πόσο χρήσιμη είναι αλλά όταν αυτή τραβάει για περίπου 90 λεπτά, η αδιαφορία και η κούραση αρχίζει να γίνεται παραπάνω από εμφανής.
Πριν αναλάβει τη σκηνοθεσία ο Joe Johnston, στη καρέκλα του καθόταν ο Mark Romanek και πολλοί ήταν απογοητευμένοι όταν αυτός αποχώρησε. Σήμερα όμως πραγματικά δε ξέρω πόσο καλύτερη μπορούσε να ήταν αυτή η ταινία με οποιονδήποτε σκηνοθέτη. Διαδικαστική σκηνοθεσία, εξαιρετική ατμόσφαιρα και ακόμα καλύτερο art direction, αδιάφορη μουσική επένδυση που φτάνει σε ενοχλητικά επίπεδα με τον Danny Elfman να δηλώνει ότι εμπνεύστηκε από τον μεγάλο Wojciech Kilar αλλά αυτό που έφτασε στα αφτιά μας ήταν ακανόνιστες νότες χωρίς ρυθμό και ένταση, μέτριες ερμηνείες με τους Anthony Hopkins και Hugo Weaving να προσπαθούν να ανεβάσουν το επίπεδο και ένα σενάριο πιο απλοϊκό και από τα του Uwe Boll, κάνουν το Wolfman μια απλά ανεκτή ταινία που καλό είναι να δείτε με παρέα για να έχετε και κάτι άλλο να κάνετε όταν αρχίσετε να βαριέστε.
Μπορεί τα βιβλία του Paulo Coelho να είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένα αλλά οι φήμες για τα δικαιώματα για τη μεταφορά του πιο γνωστού του μυθιστορήματος “The Alchemist” έχουν καταντήσει αστείο αφού πρώτα τα πούλησε σε μια εταιρία παραγωγής, μετά το μετάνιωσε και τα ξαναγόρασε πίσω, λίγο αργότερα τα ξεπούλησε στον Lawrence Fishburne ο οποίος σκόπευε να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στη ταινία και από τότε έχουμε χάσει τα ίχνη της.
χρήματα αλλά αυτό δε την σταματάει από το να είναι απύθμενα δυστυχισμένη. Μία σπίθα, μια ανούσια αφορμή την κάνει να περάσει τα όρια και να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας χάπια. Καταφέρνει να επιζήσει αλλά ξυπνάει μέσα σε ένα ιδιωτικό ψυχιατρικό ίδρυμα όπου τις ανακοινώνουν ότι παρόλο που την πρόλαβαν, τα χάπια της προκάλεσαν ανεπανόρθωτη ζημιά στη κάρδια που θα επιφέρει το θάνατό της σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τον καιρό που τις απομένει έρχεται σε επαφή με πραγματικά ψυχικά διαταραγμένους ανθρώπους επαναξιολογώντας τη ζωή της ενώ μια περίεργη σχέση με τον Edward, βαριά καταθλιπτικό ασθενή αναπτύσσεται που θα τις αλλάξει τη ζωή.
οι Jonathan Tucker, David Thewlis, Melissa Leo και Erika Christensen, όλοι τους απλά μαγευτικοί. Μια μικρή παραφωνία που όμως είναι ιδιαίτερα προσωπική, είναι μερικές γραμμές διαλόγου που τονίζει την ομορφιά της πρωταγωνίστριας σε συνδυασμό με την υποτιθέμενη 28χρονη ηλικία της που προκαλούν μειδίαμα μιας και τα 33 χρόνια της δε κρύβονται κάτω από τους τόνους makeup και όσο για την υποτιθέμενη ομορφιά της, γούστα είναι αυτά αλλά μου θύμισε τη σκηνή στην αξέχαστη ελληνική ταινία με το Νίκο Ρίζο να ρωτάει τον Βασίλη Αυλωνίτη για τη Γεωργία Βασιλειάδου: -Είναι όμορφή?, και να απαντάει -Καφέ θέλεις?!