Όλες οι, μέχρι τώρα, ταινίες του Neil Marshall έχουν το ύφος του “ζητάω sequel” μιας και εκτός του ανοιχτού σεναριακού τοπίου, είχαν και την ανάλογη επιτυχία. Η πολύχρονη προσπάθεια για sequel του Dog Soldiers, καλώς ή κακώς, δεν ευοδώθηκε αλλά το The Descent: Part 2 ήταν ασταμάτητο. Άραγε, καλώς ή κακώς; Μήπως θα έπρεπε να έχει τη τύχη του Dog Soldiers II: Fresh Meat;
Όπως και το πρόσφατο Rec 2, έτσι και το Descent συνεχίζει ακριβώς από εκεί που τέλειωσε το 1. Δε νομίζω ότι έχει νόημα να δει κάποιος το δεύτερο μέρος, χωρίς να έχει δει το πρώτο αλλά να υπενθυμίσω ότι έξι φίλες αποφασίζουν να εξερευνήσουν ένα αχαρτογράφητο σύστημα σπηλαίων αλλά δεν αργούν να ανακαλύψουν ότι δεν είναι μόνες του, και το αίμα αρχίζει να ρέει άφθονο. Η Sarah καταφέρνει να βγει στην επιφάνεια σε κατάσταση σοκ και νοσηλεύεται χωρίς να θυμάται τίποτα. Η αστυνομία οργανώνει έρευνα για να βρει τις “αγνοούμενες” κοπέλες και φέρνει μαζί και της Sarah για να τους βοηθήσει ελπίζοντας να επανέλθει η μνήμη της και να τους οδηγήσει στη λύση του τι έγινε εκεί κάτω.
Οι ποιοτικές συγκρίσεις με το πρώτο είναι αναπόφευκτες και δυστυχώς, όπως οι περισσότεροι αναμέναμε, το Part 2 είναι κατώτερο του αυθεντικού σε κάθε του κομμάτι. Αρχίζοντας από το σενάριο, αποτελεί σίγουρα το πιο αρνητικό του στοιχείο με κλισεδιάρικους χαρακτήρες (που είχαμε αποφύγει στο 1) να κάνουν την εμφάνισή τους, με σεναριακές ανωριμότητες όπως η παρουσία της βοηθού σερίφη στο άδυτα χωρίς λόγο και αιτία, και δύο τεράστιες αστειότητες, η σκηνή που ο σερίφης περνάει χειροπέδες στην Sarah ενώ τους κυνηγάνε οι crawlers και το πέραν πάσης φαντασίας και λογικής φινάλε. Οι απογοητεύσεις είναι απανωτές αλλά μάλλον μπορούν να προσπεραστούν λόγω genre. Το πρωτότυπο Descent είχε καταφέρει να είναι ουσιαστικά δύο ταινίες με τη μία καλύτερη από την άλλη. Ένα απίστευτα κλειστοφοβικό θρίλερ σε σημείο να σου κόβεται κυριολεκτικά η ανάσα στο πρώτο μισό, και ένα στυλιζαρισμένο horror splatter με μία από τις πιο πετυχημένες jump scenes που μπορώ να θυμηθώ. Ίσως είναι λογικό ότι ο Jon Harris, στη παρθενική του σκηνοθετική του προσπάθεια μετά από πολλές δουλειά σαν μοντέρ, μεταξύ των οποίων και το πρώτο Descent, δε μπορούσε να ακολουθήσει την ίδια πορεία και είχε το δύσκολο έργο να μοιράσει τους crawlers σε όλη τη διάρκεια της ταινίας χωρίς να κουράσουν. Εν μέρη, τα καταφέρνει αλλά πολύ κατώτερα από τον Marshall. Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρά είναι πολύ λιγότερο αισθητή και οι αιματηρές σκηνές είναι πολύ χειρότερα σκηνοθετημένες με αποτέλεσμα να μην είναι τρομακτικές. Το trademarked fatality με την αξίνα να καρφώνεται στο κεφάλι του crawler υπερχρησιμοποιείται σε απανωτά κοντινά και γίνεται κουραστικό.
Μην απογοητεύεστε και τόσο γιατί όλα αυτά τα αρνητικά λέγονται κυρίως λόγω της σύγκρισης με το πρώτο μέρος. Το The Descent: Part 2 δεν είναι ένα τόσο κακό θρίλερ αλλά πλησιάζει επικίνδυνα στις γνωστές αμερικανιές και είναι σίγουρα ενάμιση με δύο στάδια κατώτερο του αυθεντικού. Το ανεκδιήγητο φινάλε αποτελειώνει την μέτρια άποψη που μέχρι τότε είχατε, αφήνοντας μια έκφραση μεταξύ απορίας και αηδίας. Να σημειώσω τέλος ότι η ταινία ακολουθεί την αμερικάνικη (αισιόδοξη) έκδοση του Descent 1, μιας και στην Ευρώπη όπως και στη χώρα μας, η ταινία είχε διαφορετικό φινάλε, πολύ καλύτερο κατά πολλούς το οποίο όμως παραμερίστηκε ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την ιστορία στο sequel. Αν δεν έχετε δει κανένα από τα δύο, θα σας πρότεινα να απολαύσετε με την ανάλογη ατμόσφαιρα την Ευρωπαϊκή έκδοση του The Descent και μάλλον να προσπεράσετε τη δημιουργία του Jon Harris.
5/10
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου