7 Μαρτίου 2017

Κριτική ταινίας: Kong: Skull Island - Κονγκ: Η Νήσος του Κρανίου

Kong αφίσα

Κινηματογραφικά τέρατα, ένα theme που πάντα γοήτευε, όχι μόνο τους θεατές αλλά και τους δημιουργούς, οι οποίοι έπρεπε να εφεύρουν συνεχώς νέους τρόπους να εντυπωσιάσουν το κοινό. Ζώντας την εποχή των κινηματογραφικών συμπάντων, η Legendary Entertainment αποφάσισε να δημιουργήσει ένα και για δαύτα, έτσι, αφού κατάφερε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα δικαιώματα, μας παρουσίασε το MonsterVerse, το οποίο θα αναλάβει για πρώτη φορά (τουλάχιστον για τον αμερικάνικο κινηματογράφο), να βρει μια φόρμουλα συνύπαρξης για τα δύο από τα πλέον iconic κινηματογραφικά τέρατα, τον Godzilla και τον King Kong, χωρίς να αποκλείεται και ένα μελλοντικό crossover με το Pacific Rim.

Χωρίς καν να το γνωρίζουν ούτε καν οι ίδιοι, αφού η συμφωνία επετεύχθη αργότερα, πρώτο κεφάλαιο του MonsterVerse ήταν το Godzilla που είδαμε πριν τρία περίπου χρόνια, μια ταινία πολύ καλή μεν, που όμως πήρε τον εαυτό της λίγο περισσότερο στα σοβαρά, επικεντρώθηκε περισσότερο στους ανθρώπους παρά στα τέρατα, με το ομώνυμο ραδιενεργό κτήνος να έχει πολύ μικρότερη screentime απ’ όση θα θέλαμε, και γενικά η ταινία είχε τα προβλήματά της. Το Kong: Skull Island αποτελεί το δεύτερο κεφάλαιο του σύμπαντος, και παρότι και αυτό αναπτύχθηκε αρχικά ως ανεξάρτητο, στη συνέχεια έγιναν οι απαραίτητες μικρο-αλλαγές ώστε να βρεθεί ο τρόπος να υπάρξει η μελλοντική σύνδεση. Για να δούμε αν αυτό τα κατάφερε καλύτερα..

KONG: SKULL ISLAND

Βρισκόμαστε στα 1973, τελευταίες ημέρες του πολέμου του Βιετνάμ. Ο William Randa, ανώτατο στέλεχος της μυστικής οργάνωσης Monarch (η ίδια που συναντήσαμε στο Godzilla), εκμεταλλευόμενος τη πολιτική αναταραχή, παίρνει την άδεια να χαρτογραφήσει ένα μέχρι τότε άγνωστο νησί του Ειρηνικού. Με τη συνοδεία ενός Σμήνους ελικοπτέρων υπό την ηγεσία του αντισυνταγματάρχη Preston Packard, του έμπειρου ιχνηλάτη James Conrad και της πολεμικής φωτογράφου Mason Weaver, ξεκινούν το ταξίδι για το Skull Island, όπου τους περιμένουν όχι μία αλλά πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις.

KONG: SKULL ISLAND

Εκ πρώτης ανάγνωσης, οι διαφορές του Kong με τις προηγούμενες τρεις μεγάλες παραγωγές, τη πρωτότυπη ταινία του 1933 και τα δύο remake του 1976 και 2005, είναι μεγάλες και όντως είναι έτσι, όμως όπως γίνεται αντιληπτό στη πορεία, ο σκελετός της ιστορίας παραμένει ακριβώς ο ίδιος, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου.

Η επιλογή της περιόδου δεν είναι καθόλου τυχαία, με τις συγκυρίες της εποχής να παίζουν αποφασιστικό ρόλο σε ολόκληρη τη ταινία και κυρίως στους χαρακτήρες της. Το φιλμ κλείνει το μάτι, χωρίς καμία επιθυμία να το κρύψει, σε κλασσικές αντιπολεμικές ταινίες όπως το Apocalypse Now ή το Platoon, με τον σκηνοθέτη να έχει καταφέρει να αναβιώσει ιδιαιτέρως πιστά το ύφος και την ατμόσφαιρά της εποχής.

TAN208_069.tif

Για να περάσουμε όμως και στο ζουμί, γιατί κακά τα ψέματα, καλά όλα αυτά αλλά το Kong είναι ένα monster movie και απ’ αυτό περιμένουμε να μας ικανοποιήσει κάποια συγκεκριμένες επιθυμίες, δε μπορώ να μη παραδεχτώ ότι σε αυτές τα καταφέρνει πάρα μα πάρα πολύ καλά. Έχοντας πάρει το μάθημά τους από τα παθήματα του Godzilla, το σενάριο των Dan Gilroy και Max Borenstein και κατ’ επέκταση και η υλοποίησή του από τον Jordan Vogt-Roberts, φροντίζει να μας δείξει τα δόντια της από το πρώτο λεπτό, με τη ταινία να επικεντρώνει σε έναν μεγαλειώδη (και αισθητά πιο γιγαντιαίο από τις προηγούμενες εμφανίσεις του) King Kong, χωρίς καμία επιθυμία να παίξει κρυφτούλι με περίεργες γωνίες λήψεις και σκοτεινά πλάνα. Χωρίς ιδιαίτερες πρωτοτυπίες στο σχεδιασμό του, ο Kοng είναι το τέρας που όλοι περιμέναμε, μια ανεξέλεγκτη δύναμη της φύσης, που το μόνο που θέλει είναι να προστατεύσει το σπίτι του, και όποιος τολμήσει να του το πειράξει, θα έχει να κάνει μαζί του. Παρά τη χορταστική παρουσία του Βασιλιά, η ταινία βρίθει άλλων τεράτων, από γιγαντιαίους βούβαλους μέχρι πριονόραμφα πουλιά και από πελώριες αράχνες μέχρι τους άκρως επικίνδυνους Skullcrawlers, μια ματιά από τους οποίους πήραμε στο trailer.

TAN208_178.tif

Ένα από τα προαπαιτούμενα μιας τέτοιας ταινίας είναι η δράση, και το Kong, χωρίς ούτε εδώ να πρωτοπορεί, τα πάει εξαιρετικά, με τις εν λόγω σκηνές να είναι ιδιαίτερα ποικίλες, και το σημαντικότερο σωστά διαμοιρασμένες και με την κατάλληλη διάρκεια.

Όπως ίσως θα προσέξατε, δεν έκανα καμία αναφορά στους ανθρώπινους χαρακτήρες, και αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί η παρουσία τους στο νησί δεν είναι παρά ο καταλύτης για την έναρξη της δράσης. Η πορεία τους στο Skull Island περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, με τη πλοκή να είναι απλοϊκή και μάλλον αδιάφορη. Οι επιζώντες μετά τη πρώτη επίθεση, χωρίζονται σε δύο γκρουπ, το ένα προσπαθεί να βρει το δρόμο προς το extraction point και στη πορεία βρίσκει έναν αναπάντεχο σύμμαχο, ο οποίος τους γνωρίζει τι εστί Kong και Σία, ενώ το δεύτερο προσπαθεί να σώσει έναν σύντροφό τους, ακολουθώντας διαφορετική πορεία, και όπως ήταν αναμενόμενο σε κάποιο σημείο ξαναβρίσκονται.

kong_tan200_scp_txtd_bt1886_v12_e10c11_072216.0087544.tif

Αν περιμένετε character development και λοιπά, λυπάμαι χάσατε, αφού το σενάριο δε μπαίνει καν στη διαδικασία να τους δώσει έστω ένα υποτυπώδες βάθος. Γι’ αυτό και η επιλογή διασήμων και ταλαντούχων ηθοποιών όπως ο Tom Hiddleston, η Brie Larson, ο John Goodman, ο Toby Kebbell κ.α. ήταν απαραίτητη ώστε ο θεατής να καταφέρει να συμπάσχει μαζί, κάτι που έστω και επιφανειακά επιτυγχάνεται.

Ο μοναδικός ήρωας που ξεχωρίζει είναι ο Packard, ένας βετεράνος στρατιωτικός, βαθιά πληγωμένος από την ανομολόγητη ήττα στο Βιετνάμ, που ξαφνικά χάνει τη δικαιολογία της ύπαρξής του, και στο πρόσωπο του Kong βρίσκει τον πολυπόθητο εχθρό που πρέπει πάση θυσία να καταστρέψει. Ένας περήφανος σε σημείο ψυχασθένειας στρατόκαυλος, ένας αναπάντεχα απολαυστικός εσωτερικός villain, που όμως έπρεπε να ερμηνευτεί από κάποιον άλλο ηθοποιό και όχι από τον Samuel Jackson που όσο κι αν προσπαθούσε δε μπορούσε να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι πίσω από το ημίτρελο βλέμμα κρύβεται με δυσκολία το τεράστιο χαμόγελο του ηθοποιού.

KONG: SKULL ISLAND

Το Kong: Skull Island ικανοποίησε απόλυτα τα βασικές μας επιθυμίες από μια ταινία του είδους. Είναι επικά εντυπωσιακό οπτικά, έχει χορταστική δράση, ικανοποιητικό ρυθμό ώστε να μη κουράζει ούτε δευτερόλεπτο και μια πλοκή, τόσο όσο ώστε να μας πει την ιστορία του. Φυσικά και έχει μειονεκτήματα, όπως το αποτυχημένο χιούμορ, τους μονοδιάστατους χαρακτήρες, τη προαναφερόμενη “τόσο όσο” πλοκή, μια τελευταία σκηνή που μοιάζει να μπήκε σφήνα ίσα για να δώσει να καταλάβουμε ότι η ιστορία συνεχίζεται, το miscasting του Jackson…όμως τίποτα απ’ αυτά δε καταφέρνει να χαλάσει τη συνολική εικόνα, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό ώστε να βγεις από το προβολή δυσαρεστημένος.

6,5/10

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails